Το ότι οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν αποτύχει στο να συγκροτήσουν ένα κοινό σύστημα αποτίμησης των πανεπιστήμιών τους με δικούς τους αξιολογικούς δείκτες και όχι «δανεικούς», έχει λίγο έως πολύ διαπιστωθεί.
Όλο το σύστημα αξιολόγησης των ΑΕΙ της Γηραιάς Ηπείρου έτσι, έχει αφεθεί σε μια σειρά διεθνών επιστημονικών κατατάξεων, τύπου Moody’s της ανώτατης εκπαίδευσης, που «ανεβάζει» και «κατεβάζει» Ιδρύματα, ερευνητές και κύρος, βάση κριτηρίων που ούτε κοινά αποδεκτά είναι, ούτε επιστημονικά σαφή.
Το 2022, κορυφαία αμερικανικά πανεπιστήμια, μεταξύ των οποίων το πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, το πανεπιστήμιο του Γέιλ και το πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Μπέρκλεϊ, αποφάσισαν να αποσυρθούν από δυο μεγάλες διεθνείς λίστες επιστημονικής αξιολόγησης. Γιατί;
Πολύ απλά λόγω ανησυχιών για τη μεθοδολογία των αξιολογήσεων, η οποία θεωρήθηκε ότι δεν αντικατοπτρίζει με ακρίβεια την ποιότητα της εκπαίδευσης και της έρευνας που προσφέρουν τα Ιδρύματα αυτά. Επιπλέον, υπήρξαν προβληματισμοί ότι οι αξιολογήσεις ενθαρρύνουν πρακτικές που δεν εξυπηρετούν το συμφέρον των
φοιτητών, όπως η υπερβολική έμφαση σε συγκεκριμένους δείκτες εις βάρος άλλων σημαντικών παραγόντων.
Έχει σχολιαστεί δε συχνά ότι πολλές λίστες είναι επικεντρωμένες στο να προβάλουν συγκεκριμένα κριτήρια (π.χ. τις κτιριακές εγκαταστάσεις ή τον αριθμό ξένων φοιτητών), κάτι που λειτουργεί τελικά ως επιχειρησιακό …μάρκετινγκ και αντί να ευνοεί την ποιότητα της ανώτατης εκπαίδευσης, πιθανά την βλάπτει.
Από τις δεκάδες επιστημονικές λίστες που μετρούν τα καλύτερα πανεπιστήμια καθεμία έχει διαφορετικό προσανατολισμό. Κάποιες έχουν διεθνές κύρος. Άλλες όχι.
Στην «μάχη» των πτυχίων όμως υπάρχουν νικητές και ηττημένοι και δίδεται σε μια διεθνή αγορά με τζίρο πάνω από 4 δισ. δολαρίων ετησίως.
Ο ρόλος της ΕΘΑΑΕ
Όλα τα παραπάνω τα ξέρουμε. Ότι θα ανακοίνωνε όμως η Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘΑΑΕ) της Ελλάδας ολόκληρη έκθεση, για να υποδείξει με ποσοστά ή νούμερα πόσο «πέφτουν» ή «ανεβαίνουν» τα ελληνικά ΑΕΙ βάσει διεθνών επιστημονικών κατατάξεων, αυτό ήταν μια έκπληξη.
Και αυτό, γιατί η ίδια Αρχή, εκτός από το να ασχολείται με τις πιστοποιήσεις των προγραμμάτων σπουδών δεν έχει κάνει ως σήμερα ούτε μια μεγάλη έρευνα που να απαντάει στα μεγάλα ερωτήματα της ανώτατης εκπαίδευσης της χώρας μας:
-Είναι σχεδιασμένη βάση έρευνας σκοπιμότητας και βιωσιμότητας η διασπορά των ΑΕΙ στη χώρα και δικαιολογείται αυτή από κριτήρια ποιότητας; Υπάρχουν «δίδυμα» τμήματα (ένα δηλαδή στην έδρα ενός πανεπιστημίου και άλλο, με το ακριβώς ίδιο αντικείμενο σε παράρτημα του σε άλλη πόλη).
-Πρέπει να κλείσουν επιστημονικά τμήματα και να συγχωνευτούν Ιδρύματα, ειδικά δε με βάση τα συμπεράσματα του δημογραφικού προβλήματος;
-Πόσα τμήματα στη χώρα έχουν αλληλοκαλυπτόμενα επιστημονικά αντικείμενα και ποια σχεδόν ίδιο πρόγραμμα σπουδών;
-Χρειάζεται επικαιροποίηση στα διδασκόμενα μαθήματα και σε ποια;
-Πως αντιμετωπίζουμε τη νέα ψηφιακή εποχή;
-Πως «στέκονται» τα ακριτικά πανεπιστήμια σε περίοδο κατά την οποία έχει σχεδιαστεί η λειτουργία μη κρατικών μη κερδοσκοπικών ανωτάτων Ιδρυμάτων; Μήπως πρέπει να ενισχυθούν τα προγράμματα φοιτητικής στέγης ή σίτισης τους;
Μια Ανώτατη Αρχή για την ανώτατη εκπαίδευση, υπάρχει για να διαπιστώνει προβλήματα και να προτείνει λύσεις. Όχι για να κάνει …αποδελτίωση στατιστικών στοιχείων διεθνών ερευνών και να συγκρίνει τα ελληνικά δημόσια πανεπιστήμια με βάση τις λίστες κατάταξης. Σίγουρα όχι δε για να παίρνει τα έτοιμα στοιχεία και να βγάζει ασαφή συμπεράσματα.
Μια Εθνική Αρχή υπάρχει για να μελετάει με το δικό της δυναμικό τα αδύναμα ή τα δυνατά σημεία των εθνικών πανεπιστημίων.
Για να χαράσσει στρατηγική με βάση τις ανάγκες της χώρας της και το συμφέρον των φοιτητών και φοιτητριών της. Η γενναιότητα στις προτάσεις είναι εκείνη που ξεχωρίζει τον καλό στρατηγό.
Και κυρίως, η επίκληση της δικής του δύναμης.