Η ταινία «Υπάρχω» του Γιώργου Τσεμπερόπουλου, για τη ζωή του Στέλιου Καζαντζίδη, με πρωταγωνιστή τον τραγουδιστή Χρήστο Μάστορα βρίσκεται πια στις κινηματογραφικές αίθουσες.
Με την αφορμή αυτή αναδημοσιεύουμε αποσπάσματα συνεντεύξεων του Στέλιου Καζαντζίδη.
Ο «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ» της 25ης Δεκεμβρίου 1991 είχε αναδημοσιεύσει συνέντευξη του Καζαντζίδη στο περιοδικό «Ντόμινο» στην οποία μεταξύ άλλων αναφερόταν στον πρόσφατο τότε χωρισμό του από τη Μαρινέλλα, με την οποία όπως είναι γνωστό είχε υπάρξει παντρεμένος.
Ο χωρισμός με τη Μαρινέλλα
«Να δηλώσω επίσημα για όσους δεν το πιστεύουν ίσως, πως χώρισα με τη Μαρινέλλα, το κάνω πρόθυμα. Να δημοσιεύσω όμως λεπτομέρειες της ιδιωτικής μας ζωή, το θεωρώ άσκοπο και αρνούμαι να το κάνω.
(…)
»Όποιος καεί στο γάλα, φυσάει και το γιαούρτι!.. Δεν σκέφτουμαι τώρα να ξαναπαντρευτώ. Αυτό μπορείς να το βεβαιώσης σ’ όσους σε ρωτούν.
[Περνάω τη ζωή μου] στη θάλσσα, με ψάρεμα, με κολύμπι και με ρεμβασμούς…Άλλωστε, έχω τόσα σχέδια να πραγματοποιήσω
Στη σχέση του με τη Μαρινέλλα είχε αναφερθεί και σε συνέντευξή του στον «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ» στις 10 Μαΐου 1974.
«Η Μαρινέλλα από μικρή είχε ένα μόνο στόχο: ν’ ανέβη ψηλά. Δεν απέβλεπε σε τίποτα άλλο κοντά μου. Τον γάμο μας τον ζήτησα εγώ, γιατί νόμιζα πως ήμουν ένοχος και τον έκανα για να εξιλεωθώ. Κι ας ήξερα πώς θα χωρίζαμε πολύ γρήγορα. Μόλις ένοιωθε λίγο δυνατή αυτή. Αλλά με κυνηγούσαν οι τύψεις από τότε.
(…)
»Γνωριστήκαμε το 1957 στη Θεσσαλονίκη. Δούλευε στο κέντρο “Πανόραμα” στου Βότση. Πήγα και την άκουσα, μου άρεσε πολύ σαν τραγουδίστρια. Τότε ήταν ειλικρινής όταν τραγουδούσε, δεν είχε πονηριές.
»Έγω έφυγα στη Δράμα και μ’ ακολούθησε. Την ερωτεύθηκα περισσότερο γιατί μου μιλούσε συνέχεια για τη θάλασσα. Λατρεύω τη θάλασσα. Τέσσερις ώρες την ημέρα συζητάω γύρω απ’ τη θάλασσα, κι αν δεν δω θάλασσα μια μέρα, κάτι μου λείπει. Ο πατέρας της είχε μια βάρκα, πήγαμε για ψάρεμα κι έτσι ξεκίνησαν όλα…»
Η παύση από το τραγούδι
Ο Καζαντζίδης αφηγείται και τους λόγους για τους οποίους έκανε μια παύση από το τραγούδι το 1966.
«Σταμάτησα να τραγουδάω το 1966 στο χειμερινό “Φαληρικό» της οδού Ηπείρου. Κοντά μου ήταν η Μαρινέλλα κι η Γιώτα Λύδια. Σταματήσαμε Καθαρή Δευτέρα. Είχα πάει να δω στη Βέροια ένα χτήμα και γυρίζοντας, αηδιασμένος απ’ τον πόλεμο που μου έκανε η εταιρία, πήρα την απόφαση να σταματήσω. Το είπα της Μαρινέλλα και χωρίσαμε. Διπλό διαζύγιο…
»Η δουλειά εκείνη ήταν άσχετη με το χαρακτήρα μου, ποτέ δεν την συμπάθησα. Δεν αγάπησα ποτέ τα μπουζούκια. Το μελετούσα πολύ καιρό να σταματήσω. Πρώτα είπα στον εαυτό μου το όχι και μετά στον υπόλοιπο κόσμο.
»Αργότερα ήθελα να τραγουδήσω, αλλά έβλεπα τον κόσμο που δεν ήταν χαρούμενος και δεν ήμουν ούτ’ εγώ. Τα τραγούδια μου χτυπήθηκαν. Δεν περνούσαν…Αυτό ήταν ένα γερό χαστούκι.
Εφορία
»Έπειτα έφαγα μια σφυριά απ’ αυτές που γονατίζουν τον άνθρωπο και τον στέλνουν στον τάφο. Πλήρωσα διαδοχικά στην Εφορία 6.800.000 δραχμές σε δόσεις, που η μικρότερη ήταν 40.000 και η μεγαλύτερη 710.000. Δεν θέλησαν να παραδεχτούν για μένα την έκπτωση του 50%, που γίνεται στους καλλιτέχνες, με τη δικαιολογία ότι δεν τραγουδούσα πια και δεν είχα έξοδα παραστάσεως.
»Μέχρι τότε ήμουν ο μόνος καλλιτέχνης που είχε καλές σχέσεις με την Εφορία. Δήλωνα και παραδεχόμουν τα πάντα.
(…)
Η στροφή του λαϊκού τραγουδιού
»Αλλά δεν ήταν μόνον αυτές οι πίκρες. Την εποχή εκείνη έπαιρνε στροφή το λαϊκό τραγούδι και η εταιρία κοίταζε να επιβάλη καινούργιες φωνές. Τον Καλατζή, τον Νταλάρα, το Βοσκόπουλο, ενώ εμένα με προόριζε για το ειδικό ψυκτικό μηχάνημα…Επί δυόμισι χρόνια δεν τραγούδησα ούτε καν σε δίσκο. (…)
»Είχα περάσει μια τραγική εποχή. Ένοιωθα την αδικία πέρα για πέρα. Στο συμβόλαιό μου έλεγε ότι θα με διαφήμιζαν 50% περισσότερο από κάθε άλλο καλλιτέχνη της εταιρίας μου. Αυτοί διαφήμιζαν προκλητικώτατα τον Βοσκόπουλο. Πήγα και τους είπα: “δεν είναι σωστό αυτό που κάνετε”.
»Πάλεψα δυό χρόνια μαζί τους στα δικαστήρια. Ποιος θάντεχε στη θέση μου; Γνώριζα πώς θα νικούσαν και με προκαλούσαν να μπω στο ταψί να με χορέψουν. Τελευταίο όπλο μου ήταν η αποχή μου. Δεν τραγουδούσα παρ’ όλο που το συμβόλαιο με υποχρέωνε. Μού τράβηξαν ένα κοντύλι 4.800.000 για ένα χρόνο. Αναγκάστηκα να συνθηκολογήσω. Τώρα δεν έχω τίποτα μέσα μου, αλλά σιχάθηκα αυτή τη δουλειά. Θα ξανατραγουδήσω. Ψάχνω την κατάλληλη εποχή. Να πάρη λίγη χαρά ο κόσμος. Η μέρα που θα ξανατραγουδήσω είναι κοντά.
Παιδικά χρόνια
«Πάνω απ’ όλα αγαπάω τη φύση. Τα χωράφια, τη θάλασσα, τα λειβάδια και τα ποτάμια. Ρωτούσα τη μάνα μου μήπως με γέννησε σε χωράφι. Δεν μπορώ να εξηγήσω την αγάπη μου για το χώμα.
»Έδωσα κάποια εξήγηση από τα χρόνια της Κατοχής. Οι συγγενείς του πατέρα μου ζούσαν στα χωριά της Πλατανάκια, στους πρόποδες του Μπέλες. Ο πατέρας μου υπέφερε από έλκος, τον βασάνιζε. Ήμουν υποχρεωμένος από εννέα έως δεκατεσσάρων χρονών να εργάζωμαι στα χωράφια εγώ.
Κληρονομικό ταλέντο
»Όργωμα, σπορά, αλώνισμα. Εκεί είναι και η πρώτη ρίζα του τραγουδιστή. Εκεί και σε κάτι άλλο. Κληρονόμησα τη φωνή της γιαγιάς μου. Αν δεν ήταν η πρώτη, ήταν μέσα στις πέντε μοιρολογίστρες της Τουρκίας.
»Εγώ πολύ μικρός την πρόλαβα να τραβάη μοιρολόγια. Από τότε βουρκώνω εύκολα. Στην Κατοχή, τα βράδυα μετά το όργωμα, ξεκουραζόμουν τραγουδώντας στις πλαγιές του χωριού.
»Άρεσα, φαίνεται, στον απλοϊκό κόσμο, γιατί , όταν γύριζα να πάω σπίτι μου, οι οικογένειες που ήταν στον δρόμο, μου πρόσφερναν δώρα, γλυκά και φρούτα.
Τα πρώτα τραγούδια
»[Τραγουδούσα] πάντα πονεμένα τραγούδια. Από τότε. “Μες στης Πεντέλης τα βουνά”. Τα ρεμπέτικα τάμαθα στην Αθήνα, σε ηλικία δεκατεσσάρων χρονών και τ’ αγάπησα. Πουλούσα τσιγάρα και πηγαίναμε ρεφενέ με φίλους, στου Μάριου, στην Ίωνος, όπου ήταν ο Στράτος, ο Μητσάκης, ο Μάρκος, ένας Μπάτης, όλοι χωρίς μικρόφωνα.
»Τους θαύμαζα και διάλεγα πάντα ένα τραπεζάκι δίπλα στο παλκοσένικο. Τραγουδούσαν χορωδιακά, όλοι μαζί, όχι σαν τις σημερινές χορωδίες.
»Και τις μικρές ώρες που ξεκουραζόντουσαν, ο συγχωρεμένος ο Στράτος μού λεγε: “Τραγούδα, ρε αγοράκι, να μας ξεκουράσης”».