Δεκάδες νέα καινοτόμα φάρμακα ή ακόμη και παλαιότερα, τα οποία κυκλοφορούν στην Ευρώπη, βελτιώνοντας αισθητά την καθημερινότητα και την ποιότητα ζωής χιλιάδων ασθενών, απουσιάζουν από τη χώρα μας, με τους Έλληνες ασθενείς να ευελπιστούν πως κάποια στιγμή στο άμεσο μέλλον, θα έχουν και εκείνοι το ίδιο δικαίωμα πρόσβασης με τους υπόλοιπους. Το Υπουργείο Υγείας και οι φαρμακευτικές εταιρείες προσπαθούν να βρουν τη χρυσή τομή μεταξύ των αυξανόμενων αναγκών για φαρμακευτική περίθαλψη και των περιορισμένων πόρων για την χρηματοδότηση της κάλυψης των αναγκών αυτών.

Οι ασθενείς στην Ελλάδα διαπιστώνουν ότι το Εθνικό Σύστημα Υγείας, παρά τις όποιες προσπάθειες κι αν γίνονται, τους αδικεί. Αισθάνονται αδικημένοι όταν διαπιστώνουν πως υπάρχουν αποτελεσματικές θεραπείες για το νόσημά τους, το οποίο όμοιοι ασθενείς λαμβάνουν σε κοντινές χώρες της Ευρώπης και οι ίδιοι δεν μπορούν να λάβουν καν εγγυήσεις ότι θα τύχουν αντίστοιχης αντιμετώπισης.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί φάρμακο για τη Μεσογειακή Αναιμία, το οποίο, ενώ ήδη έχει θεραπεύσει ασθενείς σε χώρες όπως η Γαλλία, η Γερμανία και πολύ σύντομα και στην Ιταλία, στην Ελλάδα δεν πρόκειται να έρθει, λόγω υψηλής τιμής. Αντίστοιχα, φάρμακο για τη νόσο Addison, που έχει εγκριθεί από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων (ΕΜΑ), εδώ και 13 χρόνια, δεν διατίθεται άμεσα στη χώρα από τη φαρμακευτική εταιρεία, αλλά μόνο μέσω του ΙΦΕΤ, το οποίο κάνει ειδικές εισαγωγές, αναγκάζοντας σε ένα δραματικό κυκεώνα γραφειοκρατίας τους ασθενείς. Ανάλογη είναι και η περίπτωση καινοτόμου φαρμάκου για ασθενείς με νόσο Crohn, το οποίο έχει λάβει αντίστοιχα έγκριση προ διετίας. Και πόσες δεκάδες σκευάσματα ακόμα.

Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες μελέτες της εταιρείας IQVIA, για το χρονικό διάστημα 2020 –2023, από τα 221 νέα, καινοτόμα φάρμακα, που εγκρίθηκαν κεντρικά στην Ευρώπη και θα μπορούσαν να έρθουν στην Ελλάδα, ήρθαν μόνο τα 43, δηλαδή μόνο ένα στα πέντε (1/5) νέα, καινοτόμα φάρμακα. Η δε κατάσταση επιδεινώνεται, καθώς σχεδόν, με βάσει τις προθέσεις των φαρμακευτικών εταιρειών, τουλάχιστον τα μισά από τα νέα φάρμακα, τα οποία αναπτύσσουν, δεν πρόκειται να τα φέρουν στη χώρα στο άμεσο μέλλον, αφού θα πρέπει τα περισσότερα από αυτά να τα διαθέσουν «δωρεάν», λόγω των υπέρογκων επιστροφών.

Σύμφωνα με πρόσφατες ανακοινώσεις του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος, το δεινό επιχειρηματικό κλίμα που διαμορφώνουν οι υπέρογκες επιστροφές, έχει σα συνέπεια το 53% των νέων, καινοτόμων φαρμάκων να μην καταστούν κατά πάσα πιθανότητα διαθέσιμα για τους Έλληνες ασθενείς στο άμεσο μέλλον, όπως κατέδειξε η μελέτη. Ο λόγος είναι ότι οι πολυεθνικές εταιρείες δεν έχουν τη δυνατότητα να φέρουν τα φάρμακα αυτά στη χώρα κάτω από τις συγκεκριμένες συνθήκες.

Οι εκπρόσωποι των φαρμακευτικών εταιρειών τονίζουν ότι χρειάζεται σταδιακή, ουσιαστική επένδυση στο φάρμακο, με σημαντική ενίσχυση της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης, με βάση τις πραγματικές ανάγκες των Ελλήνων ασθενών και παράλληλα να γίνουν ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις που θα περιορίσουν τις περιττές δαπάνες.

Τα εργαλεία υπάρχουν για μια τέτοια διαδικασία, κυρίως μέσω της ψηφιακής μεταρρύθμισης της υγείας, της πλήρους εφαρμογής θεραπευτικών πρωτοκόλλων, τον ψηφιακό φάκελο ασθενούς, την ένταξη των εργαστηριακών εξετάσεων στην ηλεκτρονική συνταγογράφηση και την επέκτασή της στα νοσοκομεία. Επίσης, θα πρέπει να ολοκληρωθούν τα μητρώα ασθενών, να εισαχθούν πολιτικές αύξησης της διείσδυσης των γενοσήμων, ώστε να δημιουργηθεί χώρος για την εισαγωγή νέων θεραπειών υψηλότερης αξίας, αλλά και να υιοθετηθούν ταχύτερες διαδικασίες έγκρισης και υιοθέτησης νέων μοντέλων αξιολόγησης και αποζημίωσης των νέων θεραπειών.

Σύμφωνο Συνεργασίας Πολιτείας – Φαρμακευτικών Εταιρειών

Όπως φάνηκε και από την πρόσφατη συνάντηση της ηγεσίας του Υπουργείου Υγείας και των εκπροσώπων των φαρμακευτικών εταιρειών, η Πολιτεία κατανοεί το πρόβλημα που υπάρχει ως προς την πρόσβαση των ασθενών σε νέες θεραπείες και ακόμη περισσότερο της επιδείνωσης που αναμένεται τα επόμενα χρόνια, λόγω της αύξησης των αναγκών περίθαλψης, αλλά και της ανακάλυψης σημαντικών νέων φαρμάκων.

Για τον λόγο αυτό συμφωνεί στην προοπτική της υπογραφής ενός τριετούς Συμφώνου Συνεργασίας μεταξύ Πολιτείας και Φαρμακευτικών Εταιρειών, το οποίο έχει προταθεί από την πλευρά των φαρμακευτικών. Μάλιστα στη συνάντηση σημειώθηκε ότι η ανάγκη για ένα Σύμφωνο Συνεργασίας προκύπτει, καθώς παρατηρούνται τα τελευταία χρόνια σημαντικά προβλήματα στην πρόσβαση σε καινοτόμα φάρμακα, λόγω των υψηλών επιβαρύνσεων των φαρμακευτικών εταιρειών με υποχρεωτικές εκπτώσεις (rebate) αλλά και clawback (επιστροφές από τις φαρμακευτικές, όταν υπάρχει υπέρβαση της θεσμοθετημένης δαπάνης).

Επίσης, το υπουργείο κατανοεί ότι οι μεγάλες επιβαρύνσεις υπονομεύουν τη βιωσιμότητα του συστήματος και ότι ακόμη χρειάζεται μια πιο δίκαιη, διαφανής και ορθολογική κατανομή των επιβαρύνσεων ανά κανάλι διανομής.

Όμως, για να διαμορφωθεί το περιβάλλον για μια τέτοια σημαντική εξέλιξη, θα πρέπει η Πολιτεία να δεσμευτεί σχετικά με το ύψος της δημόσιας δαπάνης για φάρμακα, αλλά και για μια σειρά ενεργειών για τον έλεγχο της δαπάνης. Ο σημερινός προϋπολογισμός περί των 3,1 δισ. Ευρώ, έχει διαπιστωθεί ότι δεν επαρκεί και απέχει δραματικά από το μέσο όρο της ΕΕ όσον αφορά στη μέση δημόσια δαπάνη για φάρμακα ανά άτομο.

Παράλληλα, οι συνολικές επιβαρύνσεις μέσω Rebate και Clawback, οι οποίες ξεπερνούν το 50% της συνολικής δαπάνης για φάρμακα, φέρνουν τις εταιρείες στα όριά τους, υπονομεύουν τη βιωσιμότητά τους όπως και τη βιωσιμότητα του συστήματος υγείας συνολικά και το πιο σημαντικό έχουν αρνητικές συνέπειες για τους Έλληνες ασθενείς.