«Απαγορεύεται το απαγορεύειν!»: Γνωρίζουμε σήμερα, με την ακρίβεια 60 χρόνων εμπειρίας καταναλωτικής κοινωνίας, ότι το διάσημο σύνθημα του Μάη του ‘68, παρότι εξέφραζε ένα φαινομενικά κατανοητό αίτημα απελευθέρωσης, έμελλε να διαβρωθεί εκ των έσω. Η απελευθέρωση της επιθυμίας δεν έγινε προς τη μεριά της «δημιουργίας νέων καταστάσεων», όπως ήθελαν ο Γκι Ντεμπόρ και οι φίλοι του καταστασιακοί, αλλά από τη μεριά της επινόησης επίπλαστων αναγκών – άρα και νέων προϊόντων για την ικανοποίησή τους.
Φαίνεται ωστόσο πως η απελευθέρωση των επιθυμιών δεν είναι και τόσο αρεστή για τα κοινωνικά συστήματα τις περιόδους των κρίσεων. Από την περίοδο της πανδημίας και τους περιορισμούς στις μετακινήσεις έχουμε μια ισχυρή ανάμνηση απτών απαγορεύσεων στην καθημερινότητά μας – ποιος και ποια δεν θυμάται την αποστολή sms για την έξοδο από το σπίτι και τη μετάβαση σε κάποιο ερημικό πάρκο ή και ακόμα και για να πάμε τα σκουπίδια στον κάδο της ανακύκλωσης ή – το αγαπημένο μου – ένα νεοσύστατο σώμα ασφαλείας να φρουρεί τα παγκάκια στα πάρκα, για να μην κάτσει κανείς. Την ίδια στιγμή, παρατηρούμε την όξυνση της συντηρητικής στροφής στις ΗΠΑ, όπου κεκτημένα δικαιώματα, όπως η άμβλωση, τίθενται και πάλι στο τραπέζι – και όχι για καλό σκοπό.
Σε μικρότερη κλίμακα, κάποιες απαγορεύσεις που σχετίζονται με την κατανάλωση ουσιών είναι πιο διαχρονικές. Ήταν τέτοιες μέρες, για παράδειγμα, στις 18 Δεκεμβρίου του 1917, όταν η Αμερικανική Γερουσία και η Βουλή εγκρίνουν την ποτοαπαγόρευση. Αυτό που ακολούθησε το ξέρουμε: πλήθος παράνομων στεκιών όπου οι ενδιαφερόμενοι μπορούσαν να καταναλώσουν την απαγορευμένη ουσία, άνθηση του λαθρεμπορίου και μια ολόκληρη υποκουλτούρα να βρίσκει τον δρόμο της προς το φαντασιακό των πολιτών. Δεν υπάρχει, εξάλλου, καλύτερος τρόπος να μυθοποιήσεις κάτι από το να το απαγορεύσεις.
Κάπου 15 χρόνια μετά ο νόμος ανακλήθηκε σχεδόν σε όλες τις Πολιτείες. Το κόστος από το παρεμπόριο, το γεγονός ότι ως συνήθως την πλήρωναν οι φτωχότεροι, ενώ οι πλούσιοι απλά παραβίαζαν την απαγόρευση, όπως και η ανάγκη για υπέρογκη αστυνομική δύναμη για την επιβολή του έκαναν την κυβέρνηση να το ξανασκεφτεί.
Αντίστροφη ήταν η εξέλιξη για το κάπνισμα. Την άνθηση της καπνοβιομηχανίας συνόδευσε μια υπερπροώθηση των προϊόντων καπνού. Το κάπνισμα μεταπολεμικά ανήλθε σε καθεστώς σχεδόν εργοστασιακής ρύθμισης: δεν υπήρχε θετική εικόνα, από την υψηλή διανόηση ως το «σέξινες» (που λέμε και στο χωριό μου), που να μη συνδεθεί μαζί του. Ο σκληρός ντετέκτιβ, η φαμ φατάλ, το ατίθασο νιάτο: ένα τσιγάρο συνέδεε όλες αυτές τις αρχετυπικές φιγούρες.
Και ξαφνικά, όλα άλλαξαν. Οι ίδιες οι καπνοβιομηχανίες ονειρεύονται έναν κόσμο χωρίς καπνό, ενώ οι κυβερνήσεις (στη Δύση τουλάχιστον) επινοούν όλο και πιο επινοητικές απαγορεύσεις για τους χρήστες, ενσωματώνοντας όλο και μεγαλύτερες επικράτειες του κοινωνικού χώρου στις απαγορευμένες ζώνες.
Σε αντίθεση με την ποτοαπαγόρευση, η εκστρατεία κατά του καπνίσματος δείχνει «να πιάνει». Τα υποκατάστατα του καπνού κυριαρχούν σιγά σιγά στην αγορά, ενώ και οι αναπαραστάσεις του καπνίσματος ως ελκυστικής πρακτικής ατονούν. Ακόμα και έφηβους σε κοπάνα να παρατηρήσει κανείς βλέπει περισσότερα ηλεκτρονικά από κανονικά τσιγάρα.
Εικάζω ότι εδώ τον κύριο λόγο της επιτυχίας δεν θα πρέπει να τον αποδώσουμε σε κάποια πιο εύκολη συμμόρφωση των καπνιστών (ακόμα πετυχαίνω πολλούς και πολλές να αναρωτιούνται σε κάποιον κλειστό χώρο εστίασης αν μπορούν να καπνίσουν), ούτε σε κάποια αποδοτικότερη εφαρμογή των μέτρων. Μάλλον είναι οι ίδιες οι βιομηχανίες του καπνού που εγκατέλειψαν προοδευτικά το προϊόν τους, όχι φυσικά αποσυρόμενες από την αγορά, αλλά τροποποιώντας το. Διότι, σε τελική ανάλυση, δεν είναι η απόλαυση που καθοδηγεί, αλλά η οικονομία της.