Έφυγε χθες από τη ζωή, σε ηλικία 57 ετών, ο ηθοποιός Δημήτρης Ήμελλος. Η πιο πρόσφατη αφορμή να αγαπηθεί από το ευρύ κοινό ήταν η συμμετοχή του στην τηλεοπτική σειρά «Σασμός», όμως ήδη από τα πρώτα του βήματα η πορεία του προδιαγραφόταν σπουδαία, όπως και τελικά υπήρξε.
Ήταν Ιανουάριος του 2001, όταν ο Δημήτρης Ήμελλος κέρδιζε ως καλύτερος πρωτοεμφανιζόμενος ηθοποιός το Βραβείο Δημήτρη Χόρν, που τότε δινόταν για πρώτη χρονιά.
Το πρώτο «Βραβείο Χορν»
Γράφει «ΤΟ ΒΗΜΑ» της 13ης Ιανουαρίου 2001:
«Στη μνήμη του Δημήτρη Χόρν θα απονεμηθεί τη Δευτέρα, για πρώτη φορά, βραβείο που θα φέρει το όνομά του και θα αφορά την καλύτερη ερμηνεία (κατά τη διάρκεια της περυσινής χρονιάς) νέου άνδρα ηθοποιού που εμφανίστηκε στο θέατρο την τελευταία πενταετία.
(…)
»Υποψήφιοι είναι οι Δημήτρης Ημελλος, Ιερώνυμος Καλετσάνος, Νίκος Κουρής, Γιώργος Πυρπασόπουλος και Γιάννης Τσορτέκης».
Τρεις ημέρες αργότερα «ΤΟ ΒΗΜΑ» και η Μυρτώ Λοβέρδου γράφουν για τη βράβευση του Δημήτρη Ήμελλου.
«Ιδιαίτερα συγκινημένος, με την περγαμηνή στο χέρι και τον χρυσό σταυρό που φορούσε ο Δημήτρης Χορν κρεμασμένο στον λαιμό του, ο Δημήτρης Ημελλος, ο οποίος βραβεύθηκε για την ερμηνεία του στην παράσταση του έργου του Τόνι Κούσνερ “Φρεναπάτη”, δήλωσε “νομίζω πως ζω μια φρεναπάτη” ενώ αφιέρωσε το βραβείο στους συνυποψήφιούς του ηθοποιούς».
Ο ίδιος ο Ήμελλος δήλωσε για τη στιγμή της βράβευσής του:
«Ηταν πολύ μεγάλη για μένα η στιγμή που ανέβηκα να παραλάβω το βραβείο «Δημήτρης Χορν». Οσο προχωρούσε η εκδήλωση και έβλεπα όλον αυτόν τον κόσμο που είχε έρθει για τον Χορν τόσο μεγάλωνε η αγωνία μου.
»Και επιπλέον σκεφτόμουν ότι εκείνο το βράδυ γεννιόταν ένας νέος θεσμός. Και μόνο ως υποψήφιος ένιωθα έντονα συναισθήματα. Οπότε, όταν άκουσα το όνομά μου, όλα αυτά μαζί μου προκάλεσαν μεγάλη αγωνία, την οποία ούτε μπόρεσα ούτε ήθελα να κρύψω. Το θυμικό και ο νους μου λειτουργούσαν παράλληλα. Ηταν μια μαγική στιγμή που ήθελα να απολαύσω, να τη ζήσω ως το τέλος.
«Τα βραβεία δεν κρατούν πολύ»
»Ο Χορν λειτουργεί για μένα ως μύθος. Δεν τον γνώρισα, δυστυχώς δεν τον είδα ποτέ στο σανίδι, αλλά το να μου απονεμηθεί το βραβείο που φέρει το όνομά του σημαίνει πολλά. Με συγκινεί η παράδοση και ό,τι εκφράζει ο ίδιος.
»Βέβαια ξέρω ότι τα βραβεία δεν κρατούν πολύ και κάπου αισθάνομαι ότι πρέπει να το ξεχάσω σύντομα. Γιατί, όπως έλεγε και ο Χορν, είναι τόσο θνησιγενές το θέατρο και η δουλειά που κάνουμε εκεί. Επιπλέον είναι σημαντικό που πήρα το βραβείο για τον Ματαμόρ, τον πρώτο ουσιαστικά ρόλο στη θεατρική μου πορεία».
Η αφετηρία του
Στις 20 Απριλίου 2005 ο Δημήτρης Ήμελλος περιγράφει στον Γιώργο Σαρηγιάννη και «ΤΑ ΝΕΑ» πώς πήρε την απόφαση να εμπλακεί επαγγελματικά με το θέατρο.
«Χρόνια φλερτάριζε το θέατρο ο Δημήτρης Ήμελλος. Από την εποχή που, οικότροφος στα Ανάβρυτα, είχε γίνει το αστέρι στις παραστάσεις της σχολής. Όταν τελείωσε πήγε, όπως επιθυμούσε η οικογένειά του, για σπουδές στη Νομική. Το θέατρο υπέφωσκε. Στο δεύτερο έτος δίνει εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του Εθνικού, αλλά δεν τον παίρνουν.
»Ο Βασίλης Διαμαντόπουλος όμως στεγάζει κοντά στο σπίτι του Δημήτρη το Θεατρικό Εργαστήρι του. Και αποφασίζει να πάει. Για ένα χρόνο. Εκεί γνωρίζεται και με τη σημερινή του γυναίκα και μάνα του γιου του Φοίβου, την ηθοποιό Όλγα Σπανού.
«Αλεξιπτωτιστής νιώθω στο θέατρο. Την οριστική απόφαση να πάω την πήρα όταν γνωρίστηκα με τον Στάθη Λιβαθινό – το ’91. Ως τότε το θεωρούσα παιδική ασθένεια. Έκανε ο Στάθης ένα σεμινάριο με τους Ρώσους δασκάλους του. Εκεί γνώρισα μιαν άλλη μέθοδο. Που δεν είχε να κάνει με επάγγελμα. Αφορούσε την ψυχή του ανθρώπου. Έτσι πήρα την απόφαση».
»Κάνει τον στρατό του, δραματική σχολή Διομήδη Φωτιάδη, αποφοιτά το 1996 και ύστερα πηγαίνει για ένα χρόνο στη Μόσχα – στην περίφημη σχολή GITIS – για ένα χρόνο. “Σαν να άλλαξε για μένα ο κόσμος τότε”.
»Όταν γυρίζει, το ’97, κάνουν με μια παρέα μια παράσταση στην τότε “Κατάληψη”. Θα συνεργαστεί στη συνέχεια με την Άννα Κοκκίνου, τον Σταύρο Τσακίρη, τον Λευτέρη Βογιατζή στο Εθνικό, τον Γιώργο Κιμούλη… Μετά έρχεται η “Φρεναπάτη” και η συνάντηση με τον Λιβαθινό: “H νοσταλγός” με το “Ηθοποιών Θέατρο” και στην Πειραματική “Αγάπης αγώνας άγονος”, όπου κλέβει την παράσταση με ένα βουβό ρόλο, “Αυτό που δεν τελειώνει” – εκδοχές I και II, “Μήδεια”.
Ο Λευτέρης Βογιατζής και η «θεία προχειρότητα»
Το 2018, ο Ήμελλος είχε μιλήσει για την πρώτη του γνωριμία μία από τις πιο εμβληματικές φυσιογνωμίες του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου, τον Λευτέρη Βογιατζή.
«Γνώρισα τον Λευτέρη το 1998, όταν πήγα για οντισιόν στους «Πέρσες» που θα έκανε στο Εθνικό. Η συνάντησή μας ήταν επεισοδιακή. Δεν τον είχα γνωρίσει ούτε από κοντά ούτε από σκηνής, μόνο ως θεατής – είχα δει την «Αντιγόνη» και τον «Κατσούρμπο».
»Μόλις είχα γυρίσει από τη Μόσχα και δεν ήθελα καθόλου να πάω στην οντισιόν. Πήγα με τα χίλια ζόρια – με έσπρωξε η γυναίκα μου. «Κάνει ο Βογιατζής ακρόαση και δεν θα πας; Τρελός είσαι;» μου είπε. Και πήγα. Ετσι, χωρίς στόχο. Είχα αυτό που μου είπε, μετά, ο Λευτέρης: τη «θεία προχειρότητα». Κάτι δηλαδή πολύ πρόχειρο αλλά συγχρόνως απενοχοποιητικό.
»Μετά την οντισιόν, που κράτησε τρία τέταρτα, μου ζήτησε την επομένη να πάω να τον βρω στο θέατρο. Επαιζε την «Νύχτα της κουκουβάγιας». Πήγα στο καμαρίνι του. Μου είπε ότι παρά το γεγονός ότι στην οντισιόν εκφράστηκε πολύ σκληρά, εμένα δεν με ένοιαξε καθόλου. «Σε κάλεσα για να σου πω ευχαριστώ», γιατί, όπως μου είπε, «δεν έκανες οντισιόν, έκανες πρόβα»…
»Νοσταλγώ πραγματικά την εποχή εκείνη που τα πράγματα ήταν τόσο ανοιχτά. Οσο περνούν τα χρόνια κρατάς ή το θείο χωρίς την προχειρότητα ή την προχειρότητα χωρίς το θείο. Ο ίδιος ο Λευτέρης είχε αυτή τη θεία προχειρότητα. Για εκείνον η σκηνή και τα παρασκήνια δεν είχαν διαφορά. Το είχε η φύση του, όχι η μέθοδός του ή η δουλειά του.
»Προσπαθούσε να αποκωδικοποιήσει τη φύση του. Παρότι η μέθοδός του ήταν η απόλυτη εφαρμογή του, ως ηθοποιός, ως ύπαρξη. Τον παρατηρούσα και σκεφτόμουν ότι αυτό που λέει είναι αυτό που κάνει. Εκείνος το έλεγε μέσα από άλλες διαδικασίες. Εκεί υπήρξε μια σπουδαία συνάντηση μαζί του, μια αλληλοπεριέργεια του ποιος είναι ο άλλος. Γοητευόταν από αυτό που κουβαλούσα κι εγώ από το δικό του. Εξωτερικά δεν είχαμε καμία σχέση. Ζητούμενο ήταν το θέατρο και για τους δυο μας, από άλλους δρόμους».
Αυτό το ζητούμενο, το θέατρο, ο Δημήτρης Ήμελλος το υπηρέτησε μέχρι τέλους με όλη του την ψυχή.