Ο Δημήτρης Ημελλος έπλασε αξέχαστους χαρακτήρες στο θέατρο, τον κινηματογράφο και την τηλεόραση, πάντοτε βάζοντας ψυχή και σώμα. Με ταλέντο και επιστημονική θεώρηση. Ως θεατρικός ηθοποιός είχε τη χαρά να είναι ο πρώτος που τιμήθηκε με το βραβείο Χορν το 2001 για τον ρόλο του ως Μοταμόρ στη «Φρεναπάτη» του Τόνι Κούσνερ σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού που παρουσιάστηκε στο Θέατρο Πορεία.
Ως δάσκαλος δίδαξε αδιαλλείπτως τους μαθητές του σε εθνικές, κρατικές και ιδιωτικές θεατρικές σχολές της Ελλάδας από το 1998 (μεταξύ άλλων στο Εργαστήρι Σκηνοθεσίας και Υποκριτικής, καθώς και στις δραματικές σχολές Ίασμος και Δήλος).
Τη Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου ο Δημήτρης Ημελλος έφυγε πρόωρα από τη ζωή, νικημένος από τον καρκίνο στα 57 του, έχοντας κατακτήσει σεβασμό και εκτίμηση στο χώρο του θεάτρου, απεριόριστη αγάπη και αναγνωρισιμότητα τα τελευταία χρόνια που αποφάσισε να κάνει τηλεόραση αναλαμβάνοντας για τρεις σεζόν τον ρόλο του άτεγκτου αστυνομικού Αντώνη Φραγκιαδάκη στον «Σασμό» απέναντι στην αγαπημένη του τηλεοπτική παρτενέρ Μαρία Πρωτόπαππα.
Το ταλέντο του έλαμψε από νωρίς, καθώς είχε την, απόλυτα δίκαιη, τιμή να είναι ο πρώτος βραβευθείς με το επίζηλο «Βραβείο Χορν». Το μέγεθος της απώλειάς του επιτείνεται, δυστυχώς, ακόμη περισσότερο από το γεγονός ότι έφυγε στη δημιουργικότερη και ωριμότερη ηλικία και στο απόγειο της πορείας του στη σκηνή. Η απώλειά του στερεί την Τέχνη από έναν αφοσιωμένο υπηρέτη της, που είχε ακόμη να δώσει πολλά.
Στην οικογένειά του, τους συναδέλφους του και τους πολλούς φίλους του, απευθύνω ειλικρινέστατα συλλυπητήρια.
Το θέατρο ως στάση ζωής
«Προσωπικά δεν με προβληματίζει τόσο η έκθεση όσο ο τρόπος δουλειάς. Δεν είμαι 25 χρόνων, είμαι 25, πολύ γεμάτα, χρόνια στο θέατρο. Γι’ αυτό και δεν έκανα νεότερος τηλεόραση, ενώ είχα προτάσεις. Δεν ήθελα να προσδιορίσει αυτό τις επιλογές μου – αλλά και για τον γιο μου, συνειδητά. Οταν ήταν μικρός δεν ήθελα να με ξέρει ο κόσμος, να πηγαίνει στο σχολείο και να του λένε είσαι ο γιος του τάδε», έλεγε ο Δημήτρης Ήμελλος στο ΒΗΜΑ και τη Μυρτώ Λοβέρδου το καλοκαίρι του 2022 με αφορμή το ρόλο του ως Οδυσσέας στο ανέβασμα του «Αίαντα» του Σοφοκλή στην Επίδαυρο σε σκηνοθεσία Αργύρη Ξάφη.
Σήμερα ο νεαρός Φοίβος Ήμελλος, σκηνοθέτης στο χώρο του σινεμά, θα έχει σίγουρα να πει πολλά για την επίμονη, ουσιαστική σφραγίδα του πατέρα του στη θεατρική σκηνή αλλά και την οθόνη.
Πράγματι ο Δημήτρης Ήμελλος ήταν ένας «διακριτικός», επί της ουσίας ηθοποιός, μακριά από τα φώτα της βροντερής παρουσίας. Συμπορευόταν με το θέατρο και τον κινηματογράφο, αφήνοντας τη λάμψη της τηλεόρασης στην άκρη για πολλά χρόνια. Η απόφαση για την υποκριτική τέχνη προέκυψε αργά στη ζωή του, μετά τα 20 και ήταν απόλυτα συνειδητή.
«Δεν είχα σχέση με τα καλλιτεχνικά γι’ αυτό είχα μεγάλες αντιστάσεις. Δεν χρειαζόμουν τους γονείς μου να μου πουν να μη γίνω ηθοποιός. Ημουν εγώ ο ίδιος πατέρας του εαυτού μου.»
Ο ίδιος είχε πει στο ΒΗΜΑ: «Δεν είχα σχέση με τα καλλιτεχνικά γι’ αυτό είχα μεγάλες αντιστάσεις. Δεν χρειαζόμουν τους γονείς μου να μου πουν να μη γίνω ηθοποιός. Ημουν εγώ ο ίδιος πατέρας του εαυτού μου. Με τον χρόνο συνέβησαν όμως πράγματα που με οδήγησαν στο θέατρο. Δεν μου αρκούσε να ακούω ότι έχω ταλέντο – πιο πολύ το έβλεπα σαν ευκολία. Δεν έβρισκα αξία και εξέλιξη. Όταν άρχισα να βλέπω το θέατρο ως επιστήμη, ως μια πλήρη ανάγνωση της ζωής, τότε έφυγαν οι αντιστάσεις μου. Αλλιώς είναι να παίζεις μπάλα στη γειτονιά και αλλιώς στην Μπαρτσελόνα. Δεν ήθελα το θέατρο να είναι μόνο τέχνη αλλά και επιστήμη».
Λιβαθινός και Βογιατζής
Ο Δημήτρης Ήμελλος γεννήθηκε στην Κυψέλη το 1967 από γονείς ναξιώτες και ήταν ο πρωτότοκος γιος μιας μεγάλης οικογένειας με άλλα τρία παιδιά, ένα αγόρι και δύο κορίτσια. Με πατέρα νομικό, σπούδασε Νομικά στη Νομική Σχολή Αθηνών, στην πορεία Θέατρο στο Θεατρικό Εργαστήρι του Βασίλη Διαμαντόπουλου και Σκηνοθεσία και Υποκριτική στη Ρώσικη Ακαδημία Θεατρικής Τέχνης της Μόσχας στο σκηνοθετικό τμήμα του Λεονίντ Εφίμοβιτς Χέιφιτς, επιλογή στην οποία διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο ο δάσκαλός του Στάθης Λιβαθινός.
Με την επιστροφή του στην Ελλάδα συνεργάστηκε με την Άννα Κοκκίνου, τον Σταύρο Τσακίρη, τον Σωτήρη Χατζάκη ενώ η πορεία του συνδέθηκε με τον Λευτέρη Βογιατζή και φυσικά με τον Στάθη Λιβαθινό στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου (υπήρξε ιδρυτικό στέλεχος της ομάδας της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου υπό την διεύθυνση του Λιβαθινού). Συνεργάστηκε, επίσης, με τη Νέα Σκηνή και τον Λευτέρη Βογιατζή σε 8 παραστάσεις, καθώς και με άλλους Έλληνες και ξένους σκηνοθέτες σε θέατρο και κινηματογράφο.
Με τον Λευτέρη Βογιατζή ο Δημήτρης Ήμελλος γνωρίστηκε το 1998 όταν πήγε για ακρόαση στους «Πέρσες» για λογαριασμό του Εθνικού.
«Τόσο ο Λευτέρης Βογιατζής όσο και ο Στάθης Λιβαθινός είναι απαιτητικοί. Ενδεχομένως θα μπορούσα να κάνω άλλες επιλογές αλλά πιστεύω ότι θα βαριόμουν.»
Σε συνέντευξή του στο ΒΗΜΑ είχε δηλώσει:«Συνεργάζομαι σχεδόν πάντα με τους ίδιους ανθρώπους και δεν είναι εύκολο να ρυθμίσω τη δουλειά. Τόσο ο Λευτέρης Βογιατζής όσο και ο Στάθης Λιβαθινός είναι απαιτητικοί. Ενδεχομένως θα μπορούσα να κάνω άλλες επιλογές αλλά πιστεύω ότι θα βαριόμουν. Ενώ τουλάχιστον έτσι όπως δουλεύω έχει αγωνία, ενδιαφέρον, κόπο και ένα αποτέλεσμα που, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, δεν σε αφήνει ακάλυπτο.»
O Δημήτρης Ήμελλος διέπρεψε σε θεατρικές παραστάσεις, όπως: «Ιφιγένεια στη Χώρα των Ταύρων», «Οιδίπους επί Κολωνώ», «Ένας Υπέροχος Κερατάς», «Πέρσες», «Αντιγόνη», «Φρεναπάτη» (βραβείο Χορν), «Νοσταλγός», «Αγάπης Αγώνας Άγονος», «Αυτό που δεν τελειώνει», «Μήδεια», «Μολιέρος» (βραβείο ανδρικής ερμηνείας από το περιοδικό «Αθηνόραμα»), «Όνειρο», «Ο Ταρτούφος», «Ο Ηλίθιος», «Στο Βυθό», «Το Ύστατο Σήμερα», «Ερωτόκριτος», «Αμφιτρύων» κ.α.
Είχε, επίσης, συμμετάσχει σε πάνω από 30 ελληνικές ταινίες μικρού και μεγάλου μήκους καθώς και σε τηλεοπτικές σειρές.
«Οταν πήρα το βραβείο Χορν, έπεσαν όλοι πάνω μου»
Στον κινηματογράφο τον θυμόμαστε σε προσεκτικά επιλεγμένους ρόλους από την ταινία «Αλιόσα» του Θανάση Σκρούμπελου το 1999 μέχρι και τη «Φόνισσα» της Εύας Νάθενα το 2023 που έμελλε να είναι η τελευταία του εμφάνιση στη μεγάλη οθόνη.
Στο ενδιάμεσο ο Δημήτρης Ήμελλος βρέθηκε στο λαμπερό «Beautiful people» του Νίκου Παναγιωτόπουλου (2001) και στο «Παρά λίγο, παρά πόντο, παρά τρίχα» της Στέλλας Θεοδωράκη (2002), στο «Delivery» του Νίκου Παναγιωτόπουλου (2004), στη «Γλυκιά μνήμη» του Κυριάκου Κατζουράκη (2005) αλλά και στην εμπορική κωμωδία «Bank Bang» του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου (2008).
Συνέχισε να επιλέγει προσεκτικά τις εμφανίσεις του με τη δραματική κομεντί «Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένα» του Σωτήρη Γκορίτσα (2011), συμμετοχή η οποία του έδωσε το βραβείο 2ου ανδρικού ρόλου της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, το οικογενειακό δράμα «Χρόνια Πολλά» του Χρήστου Γεωργίου (2017) και το ψυχολογικό-κοινωνικό δράμα «Η δουλειά της» του Νίκου Labot (2018), με αποκορύφωμα τον «Ράφτη» της Σόνια Λίζα Κέντερμαν (2020), ένα μικρό διαμαντάκι του ελληνικού σινεμά, που θα κλείνει πάντα μέσα του την υπόκωφη, σωματική ερμηνεία του ως μοναχικού ράφτη – φάρο υπενθύμισης της διακριτικής αλλά και πολύπλευρης δουλειάς του στη μεγάλη οθόνη.
Ο Δημήτρης Ήμελλος εμφανίστηκε το 2007-08 στη σειρά του ALPHA «Το 10» σε σκηνοθεσία Πηγής Δημητρακοπούλου. «Οταν πήρα το βραβείο Χορν, έπεσαν όλοι πάνω μου. Εγώ δεν έκανα καμία σειρά – μόνο το «10». Κι αυτό γιατί η Πηγή Δημητρακοπούλου καθυστέρησε τα γυρίσματα για να τελειώσει «Ο ηλίθιος», όπου έπαιζα. Στο «10» – ένα αριστούργημα, αξεπέραστο –ήταν όλο το ελληνικό θέατρο» είχε πει ο ίδιος.
Αν και δεν είχε ιδιαίτερη εμπιστοσύνη στην αναγνωρισιμότητα που πρόσφερε η τηλεόραση (συμμετείχε ακόμα στις σειρές «Καρυωτάκης», «Με λένε Βαγγέλη», «Ου Φονεύσεις», «Συγγνώμη», «Η ζωή εν τάφω», «Σασμός», «Άγιος Παΐσιος- Από τα Φάρασα στον Ουρανό»), στα χρόνια μετά την πανδημία, η συμμετοχή του στον επιτυχημένο «Σασμό» στάθηκε καθοριστική για την επικοινωνία του με το κοινό. «Με χαροποιεί και με συγκινεί ότι πάνω από τις μισές φορές αντί να πουν «συγχαρητήρια» μου λένε «ευχαριστώ». Σημαίνει ότι κάτι προσφέρω – εκεί είναι που λέω ότι μπορεί να το έχει ανάγκη ο άλλος κι έτσι ικανοποιούμαι και βρίσκω τη δύναμη για να συνεχίσω.» είχε σχολιάσει στο ΒΗΜΑ.
Τον αποχαιρετούμε γνωρίζοντας ότι έχει προσφέρει τα μέγιστα – ρόλους που δεν ξεχαστούν από όποιο μετερίζι (θεατρικό,κινηματογραφικό, τηλεοπτικό) κι αν τον θυμάται κανείς.