Η ξαφνική επίθεση που ξεκίνησε από την ισλαμιστική ομάδα ανταρτών Χαγιάτ Ταχρίρ αλ Σαμ και οδήγησε στην κατάρρευση της κυβέρνησης και των στρατιωτικών δυνάμεων του Μπασάρ Αλ Άσαντ σε διάστημα μικρότερο των δύο εβδομάδων δημιούργησε συναισθήματα χαράς και ανακούφισης αλλά και αβεβαιότητα. Η κατάσταση επί του παρόντος παραμένει ρευστή, καθώς μια σειρά από διαφορετικές ομάδες ανταρτών ελέγχουν διάφορα μέρη της Συρίας και οι εμπλεκόμενες χώρες προσπαθούν να βρουν πώς πρέπει να αντιδράσουν.

Υπενθυμίζεται ότι κατά τον εμφύλιο πόλεμο της Συρίας -διάρκειας 13 χρόνων-, το Ιράν και η Ρωσία υποστήριζαν το καθεστώς του έκπτωτου προέδρου Άσαντ, ενώ οι ΗΠΑ και η Τουρκία είχαν ταχθεί με το μέρος των Κούρδων και ένοπλων αντιπολιτευόμενων οργανώσεων αντίστοιχα.

Έπειτα από την απρόσμενη κατάρρευση του καθεστώτος Άσαντ, το Ιράν βλέπει για την ώρα τον «άξονα της αντίστασης» να καταρρέει, ενώ η Ρωσία ελπίζει να περισώσει τις στρατιωτικές βάσεις της στη Συρία. Όμως, αν και για πρώτη φορά εδώ και χρόνια σίγησαν τα συριακά και ρωσικά βομβαρδιστικά, οι αεροπορικές επιδρομές συνεχίζονται, αυτή τη φορά από την Τουρκία και τις ΗΠΑ, ενώ στρατιωτική παρουσία στη χώρα έχει πλέον και το Ισραήλ, καθώς τα κράτη αυτά επιδιώκουν εν μέσω των αναταραχών να αποκτήσουν πλεονέκτημα εντός των συνόρων της Συρίας.

Ποιος ελέγχει τι

Μπορεί οι αντάρτες της Χαγιάτ Ταχρίρ αλ Σαμ να ελέγχουν τις κύριες πόλεις της Συρίας, όχι όμως και ολόκληρη τη χώρα.
Άλλωστε, κομμάτια της Συρίας ελέγχονταν εδώ και χρόνια από ένα συνονθύλευμα παραστρατιωτικών ομάδων, συμπεριλαμβανομένων της Χαγιάτ Ταχρίρ αλ Σαμ στην Ιντλίμπ (που πλέον ελέγχει μεταξύ άλλων την πρωτεύουσα Δαμασκό και το Χαλέπι) και των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων, έναν συνασπισμό υπό την ηγεσία των Κούρδων που υποστηρίζεται από τις ΗΠΑ και έχει καταλάβει επίσης έδαφος τις τελευταίες εβδομάδες.

Οι κουρδικές Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις διατηρούν επί του παρόντος τον έλεγχο στη βορειοανατολική Συρία, ανάμεσα στα σύνορα της Τουρκίας και του Ιράκ. Η περιοχή αυτή περιλαμβάνει την πόλη Ράκα, την οποία η οργάνωση απελευθέρωσε από τον ISIS τον Οκτώβριο του 2017.

Ωστόσο, σε δύο περιοχές στο βόρειο τμήμα, κατά μήκος των τουρκικών συνόρων, το αμερικανικό Ινστιτούτο για τη Μελέτη του Πολέμου αναφέρει κατοχή από τον Συριακό Εθνικό Στρατό, έναν συνασπισμό που υποστηρίζεται από την Τουρκία και αποδείχθηκε καθοριστικός στη νίκη της Χαγιάτ Ταχρίρ αλ Σαμ επί των κυβερνητικών δυνάμεων.

Τουρκικοί βομβαρδισμοί

Στα βόρεια της χώρας σημειώνονται συγκρούσεις μεταξύ των δυνάμεων που υποστηρίζονται από την Τουρκία και των κούρδων ανταρτών, με τις τουρκικές δυνάμεις να βομβαρδίζουν κουρδικούς στόχους.

Σύμφωνα με τους New York Times, η Τουρκία φαίνεται ότι είναι η ξένη δύναμη με τη μεγαλύτερη πρόσβαση και επιρροή στις ένοπλες ομάδες που είναι τώρα επικεφαλής της Συρίας και έχει βρεθεί σε θέση ισχύος στη χώρα ώστε να προωθήσει τους στόχους της. Αυτό θα μπορούσε να σημαίνει περισσότερες επιθέσεις κατά των Κούρδων της Συρίας και επιστροφές σύρων προσφύγων από την Τουρκία (όπου 3 εκατ. άνθρωποι είναι καταγεγραμμένοι ως πρόσφυγες του συριακού εμφυλίου).

Ο ρόλος των ΗΠΑ

Οι τουρκικές επιθέσεις κατά των κουρδικών Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων έθεσαν υπό αμφισβήτηση τη βιωσιμότητα της μικρής στρατιωτικής παρουσίας των ΗΠΑ στη βόρεια Συρία (800 περίπου στρατιώτες) καθώς και τα στρατόπεδα φυλακών που διαχειρίζονται οι Κούρδοι και όπου κρατούνται μαχητές του Ισλαμικού Κράτους (ISIS) και οι οικογένειές τους. Τα αμερικανικά στρατεύματα στην περιοχή λειτουργούν σε συνεργασία με τις κουρδικές δυνάμεις.

Ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν δήλωσε την Κυριακή ότι ο στρατός των ΗΠΑ διενεργεί αεροπορικές επιδρομές για να εμποδίσει το Ισλαμικό Κράτος – το οποίο ελέγχει μερικές μικρές περιοχές στα ανατολικά – να ανακάμψει εκμεταλλευόμενο το χάος και το κενό εξουσίας μετά την ανατροπή του Άσαντ.

Παράλληλα, η αμερικανική κυβέρνηση, με σχεδόν ένα μήνα ακόμη στην εξουσία, έστειλε ανώτερους διπλωμάτες στην περιοχή, ξεκινώντας συζητήσεις με την Τουρκία, την Ιορδανία, τον Λίβανο, το Ιράκ και το Ισραήλ. Η Αίγυπτος και η Σαουδική Αραβία συμμετέχουν επίσης σε συνομιλίες σχετικά με μια προσπάθεια προώθησης κάποιου είδους ομαλής πολιτικής μετάβασης στη Συρία.

Από την πλευρά του, πάντως, ο νεοεκλεγείς πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος θα αναλάβει καθήκοντα στις 20 Ιανουαρίου, ξεκαθάρισε ότι οι ΗΠΑ δεν πρέπει να εμπλακούν.

Η ευκαιρία του Ισραήλ

Υπό αυτές τις συνθήκες, το Ισραήλ εκμεταλλεύτηκε τις αναταραχές για να διεισδύσει στο συριακό έδαφος για πρώτη φορά μετά τον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ το 1973. Τα ισραηλινά στρατεύματα εισήλθαν στην αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη που έχει οριστεί από τον ΟΗΕ και συνέχισαν πέρα από αυτήν.

Ο ισραηλινός υπουργός Εξωτερικών Γκίντεον Σάαρ διαβεβαίωσε τη Δευτέρα σε συνέντευξη Τύπου ότι πρόκειται για ένα «περιορισμένο και προσωρινό» μέτρο που στοχεύει στην ασφάλεια και την άμυνα του Ισραήλ μετά τη σύγχυση που ακολούθησε την πτώση του Άσαντ.

Το Ισραήλ, το οποίο εδώ και καιρό βομβάρδιζε στόχους που συνδέονται με το Ιράν στο εσωτερικό της Συρίας, άρχισε να καταστρέφει στρατιωτικές εγκαταστάσεις όπου υποπτεύεται ότι το καθαιρεμένο καθεστώς αποθήκευε χημικά όπλα ή πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς, «ώστε να μην πέσουν στα χέρια εξτρεμιστών».

Στα περίχωρα της Δαμασκού, ανταποκριτές στην περιοχή ανέφεραν ισραηλινούς βομβαρδισμούς, drones και μαχητικά αεροσκάφη. Το Συριακό Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που εδρεύει στο Ηνωμένο Βασίλειο, δήλωσε ότι το Ισραήλ έχει πραγματοποιήσει περισσότερες από 300 αεροπορικές επιδρομές σε ολόκληρη τη χώρα από την ανατροπή του Μπασάρ αλ Άσαντ την Κυριακή μέχρι την Τρίτη το βράδυ.