Το θέμα δεν έγινε ποτέ πρωτοσέλιδο ούτε απασχόλησε τον κεντρικό δημόσιο διάλογο. Δεν συνόδευσε την «απόλαυση» ενός καφέ με χάρτινο καλαμάκι, ούτε τη διαλογή των οικιακών σκουπιδιών για την ανακύκλωση. Ο λόγος για την COP29, την εφετινή Διάσκεψη του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή, που πραγματοποιήθηκε στο Μπακού του Αζερμπαϊτζάν τον Νοέμβριο, με τη συμμετοχή σχεδόν 200 χωρών.

Γιατί όμως και να συζητηθεί; Μπορεί η κλιματική αλλαγή να είναι κυριολεκτικά hot ζήτημα (και κάποιες φορές βολικό, ειδικά όταν προβάλλεται ως άλλοθι για κρατικές αστοχίες), αλλά τα «σκληρά» δεδομένα (ρύποι, διαδικασίες, οδικοί χάρτες) δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν τηλεγραφικά: απαιτούν στοιχεία, νούμερα, περίπλοκες νομολογίες – κοινώς αποτελούν δουλειά «ειδικών». Πώς να τα παρακολουθήσει κανείς μεταξύ τύρου και αχλαδίου, λίγο πριν τα αθλητικά και μετά από ένα ακόμα πάνελ καφενειακής συζήτησης;

Επίσης γιατί να συζητηθεί όταν δεν το συζητάνε οι άμεσα ενδιαφερόμενοι; Στην COP29 δεν ήταν το ίδιο το κλίμα που βρέθηκε στο επίκεντρο των διαπραγματεύσεων, αλλά το αλισβερίσι για τον «Νέο Συλλογικό Ποσοτικοποιημένο Στόχο (NCQG)» περί χρηματοδότησης των ευάλωτων χωρών. Δηλαδή, το πόσα χρήματα θα δώσουν οι ανεπτυγμένες χώρες στις αναπτυσσόμενες για την αντιμετώπιση των απτών προβλημάτων από την περιβαλλοντολογική καταστροφή. Με απλά λόγια, οι πλούσιες χώρες αποζημιώνουν τις φτωχές για τα δεινά που προκαλεί η δική τους ανάπτυξη. Το δε αποτέλεσμα, κάπου 300 δισεκατομμύρια δολάρια, κρίθηκε μάλλον φτωχό. Και η ζωή συνεχίζεται μέχρι την επόμενη παρόμοια διάσκεψη.

Αντίστοιχα, τέτοιες μέρες το μακρινό 1997, στη διάσκεψη του ΟΗΕ για το κλίμα, που διεξήχθη στο Κιότο της Ιαπωνίας, υπογράφεται συνθήκη, η οποία προβλέπει μείωση κατά μέσο όρο 5,2% της εκπομπής ρύπων – που αφορά τις ανεπτυγμένες χώρες και με βάση τα επίπεδα του 1990, για τα χρόνια 2008-2012. Τη συνέχεια την ξέρουμε, με τον κόσμο να χωρίζεται στις χώρες που αποδέχθηκαν το πρωτόκολλο του Κιότο κι εκείνες που το παρέκαμψαν με κάθε πιθανό τρόπο. Στις δεύτερες προφανώς συμπεριλαμβάνονταν εκείνες οι υπερδυνάμεις που μόλυναν και περισσότερο τον πλανήτη, με τις ΗΠΑ να κυριαρχούν. Γιατί προφανώς κάθε υπερδύναμη είναι πρόθυμη να αναγνωρίσει ένα πρόβλημα μέχρι του σημείου που δεν θα επηρεάσει το συμφέρον της, φυσικά.

Μια από τις παράπλευρες συνέπειες της συμφωνίας του Κιότο, όπως αποκωδικοποιήθηκε στη συνέχεια, ήταν και το περιβόητο εμπόριο ρύπων. Μια χώρα (ή μια επιχείρηση) που έχει πετύχει τους στόχους της πέρα από το όριο που της έχει τεθεί μπορεί να εμπορευθεί την επιτυχία της πουλώντας σε ένα κράτος (ή επιχείρηση) το πλεονάζον περιθώριό της στη ρύπανση. Ανάλογα με το πώς καθορίζεται κάθε φορά η τιμή των ρύπων καθορίζεται και η προθυμία ή μη κρατών και επιχειρήσεων να μειώσουν τις εκπομπές τους.

Κανείς φυσικά δεν έχει την ψευδαίσθηση ότι μια υπερδύναμη θα χαράξει την πολιτική της με γνώμονα το παγκόσμιο καλό, πόσο μάλλον όταν, κατά τη γνωστή ρήση του Κέινς, «μακροπρόθεσμα θα είμαστε όλοι νεκροί». Τι πιο εύκολο από την κληροδότηση ενός προβλήματος στις επερχόμενες γενιές. Κανείς επίσης δεν έχει την ψευδαίσθηση ότι η ηθική αντιμετώπιση ενός προβλήματος θα πάρει προτεραιότητα σε σχέση με τη μαθηματικοποίηση του, βλέπε την απόδειξη ότι «είναι περίπλοκο»: δεν πουλάει ως βιντεάκι στο TikTok, οπότε ας το σπρώξουμε κάτω από το χαλί. Και κάπως έτσι, από σύνοδο σε σύνοδο θα πορευόμαστε με τη βεβαιότητα ότι όλα βαίνουν κακώς, αλλά και ποιοι είμαστε εμείς που θα αλλάξουμε τον κόσμο. Ευτυχώς βέβαια υπάρχουν και άνθρωποι που δεν συμμερίζονται αυτή την ψυχρή λογική σε έναν όλο και πιο θερμαινόμενο πλανήτη – αλλά η παρούσα συνθήκη είναι να τρώει ο γεωπολιτικός γάιδαρος ό,τι έχει μείνει από το στραβό και μαραμένο κλήμα.