Η κοινοβουλευτική συζήτηση για τον προϋπολογισμό του 2025 έχει ορισμένες ιδιαιτερότητες και πιθανώς να παρουσιάζει αυξημένο ενδιαφέρον. Θα είναι η πρώτη, μεγάλη πολιτική αντιπαράθεση με την νέα διάταξη δυνάμεων και έπειτα από τις εναλλαγές ρόλων στην αντιπολίτευση, ενώ την ίδια στιγμή θα δώσει στην κυβέρνηση την ευκαιρία να αποκαταστήσει την αίσθηση συνοχής, έπειτα από τις εσωτερικές αναταράξεις που προκάλεσε το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών.

Η διαδικασία ισοδυναμεί με μία άσκηση πολιτικής αξιοπιστίας για όλους.

Για την μεν κυβέρνηση, είναι μία ευκαιρία να δείξει ότι δεν εξαντλεί την πολιτική της παρέμβαση σε μειώσεις φόρων, τις οποίες διαφημίζει επίμονα ή στην παράθεση οικονομικών δεικτών.

Αυτό που στην πραγματικότητα θα κριθεί, είναι αν εξακολουθεί να υπάρχει ένα ολοκληρωμένο πολιτικό σχέδιο για την επόμενη τριετία και ένα πλέγμα στόχων, επιδιώξεων και μεταρρυθμίσεων.

Με άλλα λόγια, ο Πρωθυπουργός και οι υπουργοί του καλούνται να εξορκίσουν την λεγόμενη κόπωση, να πείσουν ότι υπάρχει έργο προς εκτέλεση και ότι είναι οι κατάλληλοι για τη δουλειά.

Απέναντι σε αυτό, η αντιπολίτευση και ειδικότερα η αξιωματική, έχει μία δύσκολη αποστολή. Πρέπει να πείσει ότι είναι πράγματι αντάξια της θέσης που έχει καταλάβει λόγω κοινοβουλευτικών ανατροπών και όχι μέσω εκλογών και να παρουσιάσει εναλλακτικές προτάσεις και σχέδια, τα οποία θα αξιολογηθούν. Ως προς τις υπόλοιπες δυνάμεις, οι προσδοκίες είναι μάλλον περιορισμένες.

Δεδομένης πάντως της διεθνούς συγκυρίας και με το ενδεχόμενο μίας γενικευμένης αστάθειας ορατό, ο προϋπολογισμός του 2025 μπορεί να αποδειχθεί κομβικής σημασίας για την πολιτική εξέλιξη στο μεσοπρόθεσμο μέλλον.