Η υπεράσπιση της δημοκρατίας απέναντι στην άνοδο της ακροδεξιάς στη Γερμανία θα πρέπει να γίνει με σαφείς τοποθετήσεις των κομμάτων του κέντρου για την σταθερότητα και την ασφάλεια της οικονομίας, δήλωσε σε συνέντευξή της στο Βήμα η Δρ Κορνέλια Βολ, πρόεδρος της Σχολής Hertie στο Πανεπιστήμιο Διακυβέρνησης του Βερολίνου.

Ενόψει των πρόωρων εκλογών που αναμένεται ότι θα γίνουν στη χώρα τον Φεβρουάριο η Δρ Βολ επισήμανε ότι η πρόκληση για τα κεντρώα κόμματα είναι να απαντήσουν στις ανησυχίες των ψηφοφόρων χωρίς να πέσουν στην παγίδα της ακροδεξιάς ατζέντας που προτείνει απλοϊκές λύσεις όπως «πρώτα η Γερμανία».

Αναμένετε περαιτέρω άνοδο της ακροδεξιάς στις επικείμενες εκλογές της Γερμανίας; Θα είναι στο επίκεντρο των εκλογών η οικονομία ή η προάσπιση της Δημοκρατίας; Υπάρχει ο πειρασμός στους Χριστιανοδημοκράτες (CDU/CSU) για οποιασδήποτε μορφής συνεργασία με την AfD;

Οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις τοποθετούν την ακροδεξιά AfD γύρω στο 18%, μια αύξηση 8% από τις προηγούμενες εκλογές. Θα μπορούσε να αναδειχθεί σε δεύτερο μεγαλύτερο κόμμα στη Βουλή. Το ισχυρό πάτημα της ακροδεξιάς έχει επιβεβαιωθεί στις πρόσφατες εκλογές των κρατιδίων, όχι μόνο στην Ανατολική Γερμανία, αλλά και στα κρατίδια της Βαυαρίας και της Έσσης.

Φαίνεται λοιπόν ότι ο σχηματισμός της μελλοντικής γερμανικής κυβέρνησης θα είναι μια πολύπλοκη διαδικασία. Δεδομένου ότι τα περισσότερα κόμματα του Κέντρου αρνούνται να συγκροτήσουν συνασπισμό με την άκρα δεξιά, ίσως υποχρεωθούν να μετάσχουν σε ακόμη έναν τρικομματικό συνασπισμό. Γνωρίζουμε ήδη πόσο δύσκολοι και ασταθείς μπορεί να είναι αυτοί οι συνασπισμοί.

Δυο είναι τα θέματα στα οποία δραστηριοποιείται η AfD: ο οικονομικός εθνικισμός και η σκληρή στάση στη μετανάστευση. Σε οικονομικό επίπεδο εκμεταλλεύονται τη δυσαρέσκεια για την αποβιομηχανοποίηση, το υψηλό κόστος της ενέργειας ή τους περιορισμούς μιας οικολογικής μετάβασης και προτείνουν απλοϊκές λύσεις, όπως «πρώτα η Γερμανία».

Καλλιεργούν φόβους για την πρόσβαση στην αγορά εργασίας, την ασφάλεια στους δρόμους ή τις αλλαγές στην κοινωνία και χρησιμοποιούν την μετανάστευση ως αποδιοπομπαίο τράγο.

Η πρόκληση για την εκλογική εκστρατεία των κομμάτων του κέντρου είναι να απαντήσουν στις ανησυχίες που οι ψηφοφόροι θεωρούν σημαντικές, χωρίς να πέσουν στην παγίδα της ακροδεξιάς ατζέντας. Έχουμε δει τους τελευταίους μήνες ότι πολιτικοί του κέντρου που υιοθέτησαν τη λαϊκιστική ρητορεία, για παράδειγμα δείχνοντας με το δάχτυλο τους ξένους, δεν αύξησαν τις ψήφους τους αλλά τις ψήφους της ακροδεξιάς.

Εάν θέλουν να υπερασπιστούν την εκλογική βάση τους, τα κεντρώα κόμματα πρέπει να έχουν ξεκάθαρα μηνύματα για την οικονομική και βιομηχανική στρατηγική, την προσβασιμότητα στις αγορές εργασίας και το μέλλον της εργασίας, καθώς και για το βιοτικό επίπεδο τόσο στις πόλεις όσο και στην ύπαιθρο. Δηλαδή να καθορίσουν με σαφήνεια τον δρόμο προς μια σταθερή και ασφαλή οικονομία. Για να απαντήσω ευθέως στο ερώτημά σας: για την προάσπιση της δημοκρατίας, οι εκλογές πρέπει να έχουν ως επίκεντρο την οικονομία.

Ποιο είναι το μέλλον των γερμανο-ρωσικών σχέσεων; Πόσο μεγάλη είναι η επίπτωση του πολέμου της Ουκρανίας στη γερμανική οικονομία, υπάρχει δρόμος για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης;

Οι σχέσεις μεταξύ Γερμανίας και Ρωσίας χαρακτηρίζονταν πάντοτε από μεγάλη δυσπιστία. Η Γερμανία ήταν από τις χώρες που αποδοκίμαζαν περισσότερο τη ρωσική ηγεσία επί δεκαετίες. Εξάλλου, η Ανατολική Γερμανία ήταν υπό κομμουνιστικό έλεγχο στη διάρκεια της Σοβιετικής αυτοκρατορίας. Παρ όλα αυτά, διαδοχικές γερμανικές κυβερνήσεις επιχείρησαν τις τελευταίες δεκαετίες ειρηνική προσέγγιση με την ενίσχυση των οικονομικών σχέσεων, μια προσέγγιση που ονομάστηκε «Wandel durch Handel» δηλαδή αλλαγή μέσω του εμπορίου.

Σε αυτό συνετέλεσε η γερμανική βιομηχανία που ανυπομονούσε να εκμεταλλευτεί ευκαιρίες στην Ανατολή και να αποκτήσει πρόσβαση σε φτηνή ενέργεια, και αυτό ίσως εξηγεί γιατί αυτή η προσέγγιση δεν αμφισβητήθηκε όταν η Ρωσία εισέβαλε στη Γεωργία το 2008 ή όταν προσάρτησε την Κριμαία το 2014. Κατέρρευσε όμως όταν η Ρωσία εξαπέλυσε την ολομέτωπη εισβολή στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022, όπως επισήμανε ο Γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς στην ομιλία του για την αλλαγή εποχής (Zeitenwende). Αυτή η ρήξη θα συνεχιστεί, πέραν του πολέμου στην Ουκρανία.

Μετά από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία οι Γερμανοί πολιτικοί μιλούν πιο ελεύθερα για τη δεινή κατάσταση των γερμανορωσικών σχέσεων. Δεν βρισκόμαστε πλέον στο επίπεδο της διαλυμένης εμπιστοσύνης. Η Γερμανίδα υπουργός Εξωτερικών Αναλένα Μπέρμποκ δήλωσε με σαφήνεια ότι η Γερμανία αντιμετωπίζει έναν υβριδικό πόλεμο που διεξάγει η Ρωσία. Η Γερμανία αντιμετώπισε κυβερνοεπιθέσεις και εκστρατείες παραπληροφόρησης που είχαν ως στόχο να αποσταθεροποιήσουν την κοινωνία της και τις εκλογές για πάνω από μια δεκαετία.

Βλέπουμε μια σειρά από τακτικές που περιλαμβάνουν σαμποτάζ σε υποδομές, οικονομικές πιέσεις, εκβιασμούς, την χρήση πληρεξούσιων και την εργαλειοποίηση των μεταναστευτικών ροών ως όπλο. Πράγματι, η άνοδος των ακροδεξιών κομμάτων σε Δυτικές δημοκρατίες ενισχύεται από τις εκστρατείες παραπληροφόρησης καθώς και τη χειραγώγηση από τη Ρωσία των ανησυχιών για την οικονομία και την ασφάλεια. Ειδικότερα, τα ΜΜΕ έχουν αποκαλύψει τους άμεσους οικονομικούς δεσμούς Γερμανών πολιτικών της άκρας δεξιάς και της άκρας αριστεράς με ρωσικές πηγές.

Όλα τα κεντρώα κόμματα συμφωνούν ότι η Γερμανία πρέπει να απαντήσει σε αυτές τις επιθέσεις, να επενδύσει στις αμυντικές δυνατότητές της και να κάνει την οικονομία της περισσότερο αυτόνομη, την ψηφιακή και τεχνολογική υποδομή της πιο ασφαλή και την κοινωνία της περισσότερο ανθεκτική. Η οικονομία δεν μπορεί πλέον να θεωρείται ένας χώρος ανεξάρτητος από το μηχανισμό ασφαλείας και αυτό σημαίνει ότι θα πληρώσουμε το αναγκαίο τίμημα της προσαρμογής.

Η Γερμανία και η Γαλλία περιγράφονταν κάποτε ως η ατμομηχανή της Ευρώπης. Μπορούμε να μιλάμε πλέον για ατμομηχανή; Που οδεύει το τρένο της Ευρώπης;

Για να χρησιμοποιήσω τη μεταφορά σας, η ατμομηχανή έχασε τους γερμανικούς τροχούς την 6η Νοεμβρίου όταν κατέρρευσε ο κυβερνητικός συνασπισμός και τους γαλλικούς τροχούς ένα μήνα αργότερα όταν καταψηφίστηκε η γαλλική κυβέρνηση. Πριν ακόμα από αυτές τις παράδοξες παράλληλες εξελίξεις και οι δυο χώρες δοκιμάζονταν από αδύναμες κυβερνήσεις που είχαν μικρά περιθώρια κινήσεων για να ξεπεράσουν τα εσωτερικά προβλήματα και να προετοιμάσουν το μέλλον της Ευρώπης. Εκείνοι που αναζητούν ηγεσίες δεν θα παρηγορηθούν από τις πρόσφατες πολιτικές εξελίξεις στη Γαλλία και στη Γερμανία.

Ωστόσο, η ΕΕ ουδέποτε ήταν πιο αναγκαία. Η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με έναν ολοένα πιο επικίνδυνο και ασταθή κόσμο, με αυξανόμενες ανησυχίες ασφαλείας στα ανατολικά σύνορά της και στη Μέση Ανατολή, αμφιβολίες για το κατά πόσο μπορεί να στηριχθεί στο ΝΑΤΟ, και μια οικονομία που είναι πολύ κατακερματισμένη για να παρακολουθήσει τόσο τις ΗΠΑ όσο και την Κίνα.
Στο παρελθόν, η συμφωνία για τα ευρωπαϊκά σχέδια ήταν συχνά προϊόν κρίσεων και ρήξεων.

Η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη ήταν άμεσο αποτέλεσμα του γεγονότος ότι η ευρωπαϊκή ανάπτυξη υστερούσε των περισσότερων αναπτυγμένων οικονομιών τη δεκαετία του 1980, η συμφωνία για το ευρώ συνδέθηκε με τη γερμανική ενοποίηση, η διεύρυνση του 2004 με την ανασύνθεση της Ευρώπης μετά την πτώση του Τείχους, και πιο πρόσφατα το κοινό δημόσιο χρέος ως απάντηση στην πανδημία.

Είμαι πεπεισμένη ότι θα δούμε σημαντικές προόδους στην ευρωπαϊκή άμυνα ή στη βιομηχανική στρατηγική και πιστεύω ότι η Γερμανία και η Γαλλία θα παραμείνουν σημαντικοί εταίροι στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης. Η ηγεσία, ωστόσο, ίσως προέλθει από αλλού. Σε μια ένωση των 27, αυτό αρμόζει και είναι καθησυχαστικό.