Ο Αλέξης Τσίπρας αποδεικνύεται, ιδίως τους τελευταίους δέκα μήνες, πως δεν είναι ένας συμβατικός πρώην πρωθυπουργός και πολιτικός που τελεί εν αποστρατεία. Παίρνοντας πρώτα την απαιτούμενη απόσταση από την καθημερινή τριβή σε ένα κόμμα εξουσίας (ΣΥΡΙΖΑ) και τη σχεδόν σοκαριστική διπλή ήττα του 2023, η επανάκαμψη και η επανατοποθέτησή του στο πολιτικό status της πολιτικής ζωής αποδείχθηκαν θέμα χρόνου.
Στο πρόσφατο 4ο ΟΤ Forum ομολόγησε πως «δεν είμαι δυστυχής που δεν βρίσκομαι στην πρώτη γραμμή τούτη την ώρα», διότι «δεν είναι μια Βουλή κι ένα πολιτικό σύστημα που με εμπνέει». Από την άλλη η πύκνωση των δημόσιων και πυρηνικών παρεμβάσεών του, ατομικά ή δια του νωπού Ινστιτούτου που φέρει την υπογραφή του, γεννούν την ξεκάθαρη εντύπωση μιας προμελετημένης και ακριβέστατης στόχευσης.
Καθισμένος αναπαυτικά στον κατακόκκινο καναπέ, χρώμα με το οποίο έχει ταυτιστεί ούτως ή άλλως από τα σχολικά χρόνια του, ο Αλέξης Τσίπρας δεν εξέπεμψε αμηχανία για το γεγονός πως βρέθηκε «στην καρδιά του κήτους, στον ναό του καπιταλισμού και του χρήματος» όπως περιέγραψε το Χρηματιστήριο Αθηνών. Με πραότητα, στιβαρότητα και σχετικά σταθερό ρυθμό παρά τις μικρές παύσεις, στα συνολικά 55 λεπτά δεν είχε λόγο να επιδοθεί σε αχρείαστες αντιπολιτευτικές «κορώνες». Φρόντισε αντ’ αυτού να αφήσει το αποτύπωμά του, πατώντας πάνω στις ερωτήσεις της επικαιρότητας αλλά χαράσσοντας ο ίδιος το πλαίσιο της κουβέντας.
«Ήταν πολύ καλός. Ίσως ήταν ο καλύτερος Τσίπρας που εγώ έχω δει» σημείωνε στο Βήμα πολιτικός παρατηρητής που δεν κάθε άλλο παρά υποστηρικτής του έχει υπάρξει στο παρελθόν.
Ο Μητσοτάκης, η έλλειψη κράτους και τα παιχνίδια με την ΠτΔ
Η διαφοροποίηση στην εικόνα του κατά το διάστημα αυτών των μηνών που μεσολάβησαν από την παραίτησή του σαν να τον έχει αποκρυσταλλώσει. «Είμαι σε μια θέση που θα λέω τα πράγματα με το όνομά τους κι όποιος θέλει ας με κρίνει» αποκρίθηκε άνευ δισταγμού ή δεύτερης σκέψης όταν ρωτήθηκε αν είναι αρκετά σκληρή η άποψή του πως «το ξέρει όλη η πιάτσα, ο επιχειρηματικός κόσμος ότι αν δεν περάσεις από το Μαξίμου, δεν μπορείς να έχεις προοπτική ούτε για δάνεια ούτε για επιδοτήσεις».
Επιχειρώντας σταθερά να λανσάρει ένα πολιτικό ολόγραμμα συνυφασμένο με τις σύγχρονες ανάγκες του κοινωνικού ιστού, ο Αλέξης Τσίπρας έθεσε εκ νέου προ των ευθυνών της μια κυβέρνηση στην οποία «δεν βλέπω όραμα» και η οποία παρουσιάζει έλλειμμα δημόσιας διοίκησης.
«Ξέρετε κάποιο υπουργείο να φτιάχνει νομοσχέδιο; Όλα από εταιρείες εκτός γίνονται. Δεν βλέπω καμιά επιτελικότητα, δεν βλέπω κράτος επί της ουσίας» ισχυρίστηκε ο πρώην πρωθυπουργός, κατακεραυνώνοντας τις πολιτικές της ΝΔ και προσωπικά του Κυριάκου Μητσοτάκη. Μίλησε χαρακτηριστικά για «φθηνή ποιοτικά και προβληματική ανάπτυξη» που ούτε διορθώνει τις παθογένειες ούτε ανταποκρίνεται στις προκλήσεις της νέας εποχής. Πήρε θέση δηλαδή ως εξωκοινοβουλευτική αντιπολίτευση.
Μέχρι και «θεσμική παρεκτροπή», η οποία υποβαθμίζει, προσβάλλει και στο τέλος ευτελίζει τον θεσμό της Προεδρίας της Δημοκρατίας έφτασε να επικαλεστεί βάλλοντας κατά του νυν πρωθυπουργού για τους χειρισμούς του σ’ ένα λεπτό ζήτημα. Ο ίδιος απέφυγε τεχνηέντως να ανατροφοδοτήσει την ονοματολογία και να φωτογραφίσει τον κ. Χρήστο Ράμμο ως την ιδανική εναλλακτική για τη διαδοχή της κα Κατερίνας Σακελλαροπούλου στο Προεδρικό Μέγαρο. Συμφώνησε μάλιστα πως δικαίως έχει αποσυνδεθεί η εκλογή του ΠτΔ με την πτώση της εκάστοτε κυβέρνησης, ομολογώντας, ολίγον τι ενοχικά, πως τη συγκυρία του ’15 την εκμεταλλεύτηκε, ασχέτως του αν η πρόταση για τον κ. Σταύρο Δήμα δεν ανταποκρινόταν στην παράδοση προτάσεως από τον έτερο πόλο.
Από την άλλη βέβαια διευκρίνισε πως πρόκειται για άκομψη συζήτηση που «έχει ανοίξει με ευθύνη του πρωθυπουργού», επειδή επιδιώκει να «κάνει πολιτικά παιχνίδια» μόνο και μόνο για να διαχειριστεί «σοβαρά εσωκομματικά προβλήματα» που ζωντανεύουν από τις κατά καιρούς τοποθετήσεις των Αντώνη Σαμαρά (όπως στο Βήμα της Κυριακής) και Κώστα Καραμανλή. «Η εκλογή του ΠτΔ δεν είναι ένα νομοσχέδιο» απεφάνθη ορθά κοφτά, θεωρώντας πως αν η ΝΔ απωλέσει τη δεδηλωμένη, θα προκληθεί όπως και να ‘χει «μείζον πολιτικό πρόβλημα».
Όσο μιλούσε οι διαρκείς κινήσεις καταμέτρησης ανωμαλιών του συστήματος του υποδείκνυαν έναν συνομιλητή τουλάχιστον διαβασμένο.
Το «ναι μεν αλλά» για το ΠαΣοΚ
Το ότι αναφέρθηκε προσωπικά στον Νίκο Ανδρουλάκη και γενικότερα στο ΠαΣοΚ για τις τροπολογίες επί των υπερκερδών των τραπεζών απέκτησε αμφίσημο νόημα. Από τη μία καλωσόρισε την πρόταση του προέδρου του ΠαΣοΚ ως ένα συμβολικό μήνυμα. Από την άλλη διαφώνησε τόσο με τον χρόνο που αναδύθηκαν όσο και με το περιεχόμενο.
«Δεν ξέρω αν πρέπει να πω κάλλιο αργά παρά ποτέ ή too little too late» έλεγε χαμογελώντας ο Αλέξης Τσίπρας που θα περίμενε κάτι πιο δραστικό και ωφέλιμο για τους πολίτες. «Δεν νομίζω ότι δεν θα κοιμηθούν απόψε οι διοικητές των τραπεζών» ανέφερε βιτριολικά για το 5% επί ενός μέρους των κερδών κι όχι στον συνολικό τζίρο. Ήταν το σημείο που θύμισε λίγο περισσότερο τον μνημονιακό εαυτό του ζητώντας «κάτι να τους πονέσει», διότι αρρύθμιστο ζήτημα για τον ίδιο παραμένει «το δυσανάλογο κέρδος» που καρπώνονται οι τράπεζες.
«Δεν είναι να δείξουμε ότι παίρνουμε τα χρήματα από τις τράπεζες για το δημόσιο ταμείο» υποστήριξε χαρακτηριστικά, επιμένοντας στη θεσμοθέτηση ενός εργαλείου που θα επιστρέφει στην αγορά τα χρήματα από τις υπερχρεώσεις των κινήσεων.
Η διέξοδος της Κεντροαριστεράς
Ρητός, απέριττος και διαφανής πάντως προς όλους τους άλλους ο πρώην πρωθυπουργός, διευκρίνισε πως «δεν είναι η δουλειά να καθοδηγήσω τα κόμματα της αντιπολίτευσης». Κάνει τη δική του. Του αρκεί, σε αυτή τη φάση της εμπλοκής του που διαθέτει τη δυνατότητα να καταθέτει «μια χρήσιμη οπτική στον δημόσιο διάλογο».
Ούτε παρεμβαίνει με τρόπο ενοχλητικό στα εσωκομματικά και στις ζυμώσεις στο προσκήνιο ή στο παρασκήνιο της Κεντροαριστεράς. Δεν έχει αφεθεί όμως. Παρακολουθεί, αφουγκράζεται κι εξάγει τα συμπεράσματά του ο Αλ. Τσίπρας. Ψήφισε στις πρόσφατες εκλογές του ΣΥΡΙΖΑ, διατηρεί κύκλο επαφών, ενημερώνεται και τροχοδρομεί τις σκέψεις του. Τον απασχολεί σφόδρα ο πολυκερματισμός του προοδευτικού χώρου και δεν το κρύβει, καθώς από αυτόν προέρχεται κι αυτός τον προσδιορίζει ως πολιτικό ον ακόμη.
Κουβάλα κι αυτός ένα βάρος για το τι προκλήθηκε τόσο επί των ημερών του όσο και μετά. Γι’ αυτό και την ίδια ώρα θεωρεί υποχρέωση να υπερβούν τα κόμματα τα στεγανά «αν θέλουμε να έχουμε θετική προοπτική για μια προοδευτική εναλλακτική διακυβέρνηση». Ζητά, κι επιδιώκει, δηλαδή τις συνεργασίες αυτές που θα ευνοήσουν μια ισχυρή «αντιδεξιά συμμαχία», δίχως να μπαίνει πάντως στον ρόλο του μάντη εξελίξεων.
Η αποκατάσταση του ονόματός του
Μια τέτοια είδους και ύφους πολιτική συμφωνία θεωρεί πως ηγήθηκε και περηφανεύεται ακόμη. Η αναδρομή του στο 2015, εννέα χρόνια πίσω πλέον, με αφορμή και τα απομνημονεύματα της Άνγκελα Μέρκελ, ενείχε μεν δόσεις αυτοκριτικής, αλλά κυρίως αγωνία αυτοδικαίωσης. «Καταθέτει γεγονότα που μόνο στην Ελλάδα αμφισβητούνται» υπογράμμισε ο Αλέξης Τσίπρας για την πρώην καγκελάριο της Γερμανίας, δηλώνοντας με πεποίθηση ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ, παρά τις αντιφάσεις και τα προβλήματα, έσωσε τη χώρα και την έβγαλε από τα μνημόνια».
Κι αν αναγνωρίζει πως η οπτική της είναι σε κάθε περίπτωση υποκειμενική, επιδοκιμάζει τα όσα λέει γιατί καταρρίπτουν «δύο κυρίαρχους μύθους» που έπληξαν αφενός το δικό του προφίλ αφετέρου της κυβέρνησής του. Κοινώς δεν θ’ αφήσει τίποτα να πέσει κάτω πλέον.
Κατασταλαγμένος για λάθη και παραλείψεις που αναπόφευκτα συνόδευσαν την τότε διαπραγμάτευση με τους θεσμούς, καθώς «δεν ισχυρίζομαι ότι τα κάναμε όλα σωστά», αλλά και πεισμωμένος να διακοπεί η ανατροφοδότηση ανυπόστατων εκδοχών, ο πρώην πρωθυπουργός εστίασε σε δύο άξονες.
Από τη μία στο ότι ποτέ η κυβέρνηση Σαμαρά δεν είχε ολοκληρώσει τις δεσμεύσεις της έτσι ώστε να ισχύει πως η Ελλάδα θα έβγαινε από τα μνημόνια. «Να κάνουμε μια γιαλατζί έξοδο είχε προτείνει» σχολίασε. Από την άλλη θύμισε τη «δραματοποίηση» πως το δημοψήφισμα κόστισε δισεκατομμύρια στην Ελλάδα. «Ήταν η σωτηρία της χώρας και όχι κωλοτούμπα. Ήταν ένα plan B. To πρώτο ήταν ένας έντιμος συμβιβασμός. Ο μύθος που καταρρίπτεται είναι πως το τρίτο μνημόνιο ήταν αχρείαστο και το βαρύτερο όλων».
Το επόμενο ραντεβού
«Δεν έχω πικρία, απλώς έρχεται η στιγμή της ιστορικής αποτίμησης. Στα μνημόνια μάς έβαλαν ΝΔ και ΠαΣοΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ μάς έβγαλε. Το 2018 σώθηκε και η Ελλάδα» κατέληξε ο Αλέξης Τσίπρας, ολοκληρώνοντας την αξιοποίηση μιας ευνοϊκής για τον ίδιο συγκυρίας.
Και μαζί ανανέωσε το ραντεβού για τη φορά εκείνη που θα κρίνει απαραίτητη για να επαναβεβαιώσει ότι παραμένει «παρών» σε όλες εξελίξεις. Ότι δεν έχει αποστρατευτεί. Προβάλλοντας ως αβαντάζ την ωριμότητα και την άνευ αγκυλώσεων πτυχή του φρέσκου πολιτικού χαρακτήρα του. Είτε αυτή συγκινεί είτε όχι το… 2025.