Έχει αλλάξει η Αθήνα. Για λίγους προς το καλύτερο. Για τους υπόλοιπους αμφιβάλλω. Η κίνηση οχημάτων στην πόλη είναι πελώρια. Κάθε λογής αυτοκίνητο, κάθε λογής μηχανή, φορτηγά, νταλίκες. Μία διαρκής συμφόρηση βγαλμένη από τις περιγραφές της βιβλικής κόλασης.
Ο Κηφισός είναι μόνιμα κόκκινος από τον όγκο οχημάτων και τους θυμωμένους οδηγούς. Ο δακτύλιος είναι σαν να μην υπάρχει, αφού το κέντρο έχει γίνει πλέον ανυπόφορο για οδήγηση. Η Θηβών, ήδη από καιρό, έχει περάσει στο πάνθεον της ταλαιπωρίας. Και πόσες άλλες οδοί, δρόμοι και λεωφόροι έχουν θαφτεί υπό τους τόνους καμένου λάστιχου.
«Μα που πάνε όλοι αυτοί», μονολογούσε ένας περαστικός χθες. Και η αλήθεια είναι πως το ερώτημα είναι εύλογο, εάν αναλογιστεί κανείς πως ο όρος «ώρες αιχμής» δεν είναι δόκιμος για την Αθήνα, μιας και φαίνεται πως από τις πρώτες πρωινές ώρες έως αργά τα χαράματα, η πόλη βιώνει τη δική της, ιδιότυπη ώρα αιχμής.
Σε ποιον ανήκει άραγε η ευθύνη; Στους οδηγούς; Στους κατόχους οχημάτων; Στον κακό ρυμοτομικό σχεδιασμό; Στην αδυναμία εξεύρεσης νέων ιδεών; Στη μη χρήση Μέσων Μαζικής Μεταφοράς; Στην έλλειψη χώρου; Δύσκολο να απαντήσει κανείς.
Ωστόσο ένα είναι σίγουρο: Η πόλη βρίσκεται σε λήθαργο, παρότι κινείται. Ο κόσμος περνά περισσότερη ώρα στο δρόμο, παρά στο διάλειμμα της εργασίας του. Και το χειρότερο; Οι πολίτες οδηγούν με αρνητική διάθεση. Άλλοι είναι θυμωμένοι, άλλοι μίζεροι, άλλοι στεναχωρημένοι, άλλοι πιεσμένοι. Όλοι όμως, είναι σίγουρα πνευματικά ξεθεωμένοι.
Και αυτό δείχνει την εικόνα της καθημερινότητας στη χώρα. Μια χώρα σε πνευματικό λήθαργο, πνευματικά αποτελειωμένη.
Κάποτε ρώτησα έναν νέο στην ηλικία βουλευτή, πλέον Δημοτικό Σύμβουλο του Δήμου Αθηναίων: —«Μα τι γίνεται με την κίνηση στην Αθήνα»;
— «Τίποτα, μια χαρά είναι. Όλοι δουλεύουν».
Για λίγους έχει αλλάξει προς το καλό η Αθήνα. Όσους λίγους ζουν στους ουρανοξύστες του Ελληνικού…
Ο Μηνάς Λυριστής είναι υποψήφιος Διδάκτoρας Τμήματος Μεσογειακών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Αιγαίου