Η μετάβαση προς μία Κυκλική Οικονομία αποτελεί στρατηγικό στόχο και προτεραιότητα για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτό αποδεικνύεται ακόμη και από την αλλαγή του τίτλου που θα φέρει η νέα αρμόδια Επίτροπος Περιβάλλοντος, κυρία Jessika Rosswall, που πλέον θα ονομάζεται Επίτροπος για το Περιβάλλον, την Ανθεκτικότητα των Υδάτων και την Ανταγωνιστική Κυκλική Οικονομία.
Μέσα από το Σχέδιο Δράσης για την Κυκλική Οικονομία, η Ε.Ε. στοχεύει να μειώσει την πίεση στους φυσικούς πόρους επιτυγχάνοντας βιώσιμη ανάπτυξη και δημιουργώντας νέες θέσεις εργασίας. Σε αντίθεση με την παραδοσιακή γραμμική οικονομία, η οποία ακολουθεί την προσέγγιση «παίρνω, φτιάχνω, καταναλώνω, απορρίπτω», εδώ τα υλικά επαναχρησιμοποιούνται, ανακατασκευάζονται ή ανακυκλώνονται. Η παραπάνω ιδέα ακούγεται, επί της αρχής, ως μία win-win κατάσταση για την οικονομία και το περιβάλλον. Από την άλλη, είναι γενικά αποδεκτό πως η κυκλικότητα λειτουργεί καλύτερα αν τα παραπροϊόντα είναι καθαρά. Πόσο καθαρά είναι όμως στην πράξη και πόσο εφικτός είναι τελικά ο στόχος της Κυκλικότητας με όρους οικονομικούς αλλά και περιβαλλοντικούς;
Ας δούμε, ως ενδεικτική περίπτωση, μια πρακτική που εφαρμόζεται εδώ και δεκαετίες στην Ε.Ε., αυτή της διάθεσης και επαναχρησιμοποίησης επεξεργασμένων αποβλήτων (π.χ. κομπόστ, λυματολάσπης) στο έδαφος. Η συγκεκριμένη πρακτική θεωρείται ότι ακολουθεί τις αρχές της κυκλικής οικονομίας καθώς μειώνει τη χρήση χημικών λιπασμάτων, βοηθά στην αποκατάσταση υποβαθμισμένων εδαφών και δίνει τη δυνατότητα αξιοποίησης των παραγόμενων αποβλήτων.
Από το 2000 έως το 2006, στην περιοχή Mittelbaden της Δυτικής Γερμανίας, μία εταιρία παραγωγής κομπόστ, που διαχειριζόταν και τα απόβλητα της τοπικής χαρτοβιομηχανίας, διέθετε το παραγόμενο υλικό στο έδαφος. Το 2012, αναλύσεις -που έγιναν κατά τύχη στο υπόγειο νερό της περιοχής- έδειξαν ότι 11.000 στρέμματα γης και 170 εκατ. κυβικά μετρά υπόγειου νερού ήταν επιβαρυμένα με PFAS. Χημικές ενώσεις που χαρακτηρίζονται ως «Αιώνια Χημικά» εξαιτίας του μεγάλου χρόνου παραμονής τους στο περιβάλλον και των σημαντικών επιπτώσεων που έχουν στην ανθρώπινη υγεία. Σήμερα, δώδεκα χρόνια μετά τον εντοπισμό της ρύπανσης, δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη η δίκη για το ποιος θα πρέπει να αναλάβει τα έξοδα απορρύπανσης. Από την άλλη, η τοπική εταιρεία ύδρευσης υποχρεώθηκε να εφαρμόσει ένα επιπλέον στάδιο επεξεργασίας για τον καθαρισμό του υπογείου νερού, ενέργεια που οδήγησε σε αύξηση της τιμής του από το 1.50 €/m3 το 2015 στα 2.79 €/m3 το 2024.
Θα μπορούσε κάποιος να πει πως η συγκεκριμένη περίπτωση είναι μοναδική, ένα ακραίο παράδειγμα που είναι απίθανό να επαναληφθεί κάπου άλλου.
Πρόσφατα δεδομένα από την Πολιτεία του Μέιν στις Η.Π.Α. έδειξαν ότι η μακροχρόνια χρήση λυματολάσπης στη γεωργία οδήγησε σε ρύπανση των γεωργικών εκτάσεων και των υπόγειων υδάτων με PFAS. Παράλληλα, έρευνα σε φάρμες της περιοχής έδειξε σε ορισμένες περιπτώσεις την παρουσία PFAS στο παραγόμενο γάλα. Αξίζει να επισημανθεί ότι, τόσο στην Ε.Ε. όσο και στις Η.Π.Α., το 50% περίπου της λυματολάσπης διατίθεται σήμερα στο έδαφος, ενώ η νομοθεσία δεν απαιτεί την παρακολούθηση των PFAS. Από την άλλη, η χρήση των PFAS είναι ιδιαίτερα εκτεταμένη σε έναν μεγάλο αριθμό προϊόντων που περιλαμβάνουν ρούχα, υλικά συσκευασίας τροφίμων, προϊόντα προσωπικής υγιεινής, ηλεκτρονικά είδη, αφρούς πυρόσβεσης κλπ.
Αντίστοιχα φαινόμενα σοβαρής ρύπανσης είχαν σημειωθεί παλαιότερα και με άλλες κατηγορίες Αιώνιων Χημικών, όπως για παράδειγμα με τις διοξίνες που ανιχνεύτηκαν στα αυγά και στα πουλερικά στο Βέλγιο το 1999 ή στο χοιρινό κρέας στην Ιρλανδία το 2008. Και σε αυτές τις περιπτώσεις, αιτία της ρύπανσης ήταν η εφαρμογή πρακτικών επαναχρησιμοποίησης αποβλήτων. Στο Βέλγιο, βιομηχανικά λίπη επιβαρυμένα με PCBs και διοξίνες αναμειγνύονταν με άλλα λίπη για την παραγωγή ζωοτροφών, στην Ιρλανδία, ανακυκλωμένο βιομηχανικό λάδι χρησιμοποιούταν για την ξήρανση ζωοτροφών.
Τα παραπάνω παραδείγματα είναι επόμενο να προκαλούν προβληματισμό στους επιστήμονες που ασχολούνται με την αξιοποίηση των αποβλήτων και γνωρίζουν τα χημικά χαρακτηριστικά των Αιώνιων Χημικών. Ο προβληματισμός γίνεται εντονότερος λαμβάνοντας υπόψη πως δεν είναι γνωστό το σύνολο των τοξικών ουσιών που περιέχονται σε αυτά. Τα PFAS, για παράδειγμα, υπήρχαν στα απόβλητα από το 1950. Ανιχνεύτηκαν όμως για πρώτη φορά μετά το 2000, καθώς νωρίτερα δεν ήταν διαθέσιμες οι κατάλληλες τεχνικές ανάλυσης.
Η εφαρμογή της κυκλικής οικονομίας στη διαχείριση των αποβλήτων προϋποθέτει τη λήψη μέτρων που θα μειώσουν τις συγκεντρώσεις των τοξικών ουσιών σε αυτά και παράλληλα θα διασφαλίσουν τον συστηματικό έλεγχο τους. Αυτά, περιλαμβάνουν αλλαγές στην παραγωγική διαδικασία αλλά και απαγόρευση χρήσης συγκεκριμένων κατηγοριών χημικών ουσιών, όπως τα PFAS, σε μία σειρά προϊόντων. Η Ε.Ε. κάνει βήματα προς αυτή την κατεύθυνση αλλά οι απαγορεύσεις αργούν καθώς η βιομηχανία θέτει σημαντικά εμπόδια στη θέσπισή τους. Παράλληλα, απαιτείται ενδελεχής χημικός χαρακτηρισμός των προς αξιοποίηση αποβλήτων, ακόμη και για ουσίες που δεν περιλαμβάνονται στην υφιστάμενη νομοθεσία, καθώς και συστηματική καταγραφή των επαναχρησιμοποιούμενων υλικών ώστε να μπορούν να ιχνηλατηθούν με ακρίβεια. Τα παραπάνω δεδομένα θα πρέπει να είναι διαθέσιμα στο κοινό, σε σύντομο χρόνο και με εύληπτο τρόπο.
Η λήψη μέτρων θα ανεβάσει το κόστος της επαναχρησιμοποίησης. Θα μειώσει όμως το κόστος απορρύπανσης σε περίπτωση ατυχήματος και κυρίως θα προστατεύσει την υγεία μας και αυτή των παιδιών μας.
*Ο Νάσος Στασινάκης είναι Καθηγητής Περιβαλλοντικής Μηχανικής, Πρόεδρος του Τμήματος Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου Αιγαίου