Από τις αρχές του 21ου αιώνα μέχρι και σήμερα, ο ΟΗΕ με τη Σύμβαση των Δικαιωμάτων των Ατόμων με Αναπηρία, η Ευρωπαϊκή Ένωση με τις σχετικές πολιτικές της καθώς και η Ατζέντα για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη, αναδεικνύουν την ανάγκη για τη προώθηση συμπεριληπτικών πολιτικών και πρακτικών στην εκπαίδευση και την κοινωνία στο σύνολό της.
Στην Ελλάδα, παρά τις συμβατικές υποχρεώσεις που πηγάζουν από την επικύρωση της Σύμβασης και τις διακηρύξεις για προώθηση της Ένταξης όλων στην εκπαιδευτική διαδικασία, πολλές αλλαγές σταθερά μετατίθενται στις ελληνικές καλένδες.
Απαιτείται θεμελιακή αλλαγή προσέγγισης σε τρεις πυλώνες: στη νομοθεσία και στις αντιλήψεις, στην πολιτική στρατηγική για την εκπαίδευση, στην οπτική μας για την αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών στην εκπαιδευτική διαδικασία.
1η Αλλαγή: Νομοθεσία και Αντιλήψεις
Είναι απαραίτητο να ξεκινήσει επιτέλους ένας συστηματικός και ανοιχτός εθνικός διάλογος με συμμετοχή όλων – διεθνών και ελληνικών φορέων, Οργανώσεων Αναπήρων, ειδικών στην Ένταξη από τα Πανεπιστήμια μας και εκπαιδευτικών πεδίου, για την αναθεώρηση της ισχύουσας νομοθεσίας που βασίζεται σε μια «σκληρή» διαχωριστική αντίληψη μεταξύ των ατόμων με και χωρίς αναπηρία ή άλλες εκπαιδευτικές ανάγκες Μεταξύ Γενικής και Ειδικής εκπαίδευσης.
Ο διάλογος αυτός πρέπει να βασίζεται στο κοινό όραμα ενός ενιαίου εκπαιδευτικού συστήματος που σταδιακά θα εντάσσει ολοένα και περισσότερους, με τελικό στόχο το «Ενιαίο Σχολείο.»
Το Ενιαίο Σχολείο δεν μπορεί να υλοποιηθεί άμεσα. Ας είμαστε ρεαλιστές. Όμως αν δεν κοιτάς εκεί που θες να πας, θα πας εκεί που κοιτάς.
Ένας διάλογος που θα διαμορφώσει τον οδικό χάρτη για την θεμελιακή αλλαγή της νομοθεσίας ώστε να σταματήσει ως «φυσικώς αδύναμους» παιδιά που απλά έχουν – για παράδειγμα- δυσλεξία, θα σταματήσει να επικεντρώνεται σε ειδικές ανάγκες, προβλήματα και δυσκολίες αλλά θα εστιάζει στην άρση των εμποδίων και την αλλαγή του ίδιου του συστήματος, ώστε να ανταποκρίνεται στη διαφορετικότητα των μαθητών και των μαθητριών του.
Πρόκειται για μία συνολική αλλαγή παραδείγματος που θα υλοποιήσει μία μετάβαση από το ιατρικό στο κοινωνικό μοντέλο, καθώς:
- το ιατρικό μοντέλο θεωρεί την αναπηρία ως μια δυσλειτουργία που χρειάζεται να αντιμετωπιστεί, να θεραπευθεί, να επιδιορθωθεί ή να αποκατασταθεί, που νομιμοποιεί τον ιδρυματισμό, που ταυτίζει την αναπηρία με ανικανότητα.
- Το κοινωνικό μοντέλο θεωρεί την αναπηρία μία απλή διαφορά μέσα στο συνεχές της ανθρώπινης ποικιλομορφίας, που την διακρίνει από την βλάβη, που ορίζει την αναπηρία ως το αποτέλεσμα του τρόπου με τον οποίο το περιβάλλον και η κοινωνία αντιδρά σε αυτήν την βλάβη.
2η Αλλαγή: Στρατηγική
Πολλά έχουν ειπωθεί από τις εκάστοτε ηγεσίες του Υπουργείου Παιδείας στο πέρασμα των χρόνων για την ανάγκη προώθησης σύγχρονων παιδαγωγικών προσεγγίσεων, για τη διαφοροποίηση και την ένταξη.
Στη πράξη, όμως, και παρά τις προσπάθειες ανθρώπων του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής, πανεπιστημιακών δασκάλων και ανθρώπων από την ίδια την εκπαίδευση και το αναπηρικό κίνημα, οι πολιτικές που σχετίζονται με την ένταξη είναι αποσπασματικές και πολλές φορές αντικρουόμενες.
Απαιτείται ένας στρατηγικός σχεδιασμός με ενδιάμεσους στόχους – ορόσημα όπως η συστηματική εκπαίδευση και επαγγελματική ανάπτυξη των εκπαιδευτικών, η καλλιέργεια θετικών στάσεων για την αναπηρία, η αλλαγή των θεσμών και του πλαισίου για την πραγματική ένταξη των μαθητών και μαθητριών με αναπηρία ή άλλες εκπαιδευτικές ανάγκες στην ενιαία τάξη. Στον σχεδιασμό αυτό οι ειδικές δομές θα πρέπει να διατηρηθούν για όσο διάστημα απαιτηθεί μέχρι την υλοποίηση του τελικού στόχου: του Ενιαίου Σχολείου.
3η Αλλαγή: Οπτική μας για την αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών στην εκπαίδευση
Χαρακτηριστικό δείγμα αντικρουόμενης πολιτικής που αναδεικνύει την ανάγκη χάραξης μια ενιαίας κατεύθυνσης και αλλαγής νοοτροπίας, για ένα πιο συμπεριληπτικό εκπαιδευτικό σύστημα είναι η απόφαση αγοράς διαδραστικών πινάκων σε κάθε τάξη κάθε σχολείου στη χώρα.
Ένα μεγάλο ποσό ξοδεύτηκε από το ελληνικό κράτος για ένα εργαλείο που βασίζεται κυρίως στην οπτική πληροφορία, χρησιμοποιείται κυρίως από τον εκπαιδευτικό και δύσκολα συνδέεται με προγράμματα υποστηρικτικής τεχνολογίας.
Αντίθετα, με το ίδιο περίπου ποσό, κάθε τάξη στην Ελλάδα θα μπορούσε να έχει στη διάθεσή της 4-5 φορητές συσκευές (tablet) και υποστηρικτικές τεχνολογίες που μπορούν να συνδεθούν με αυτές. Τέτοιες συσκευές, μέσα στο κατάλληλο παιδαγωγικό πλαίσιο, θα μπορούσαν να εξυπηρετήσουν την εργασία σε ομάδες και την ενεργή εμπλοκή των μαθητών και των μαθητριών, παρέχοντας πολλαπλά μέσα αναπαράστασης, εμπλοκής, έκφρασης και δράσης ανάλογα με τις ανάγκες τους, για την ένταξη όλων στη μαθησιακή διαδικασία.
Πρόκειται για ένα πολύ μικρό και πρόσφατο παράδειγμα που φωτίζει όμως την μεγάλη εικόνα.
Οι καλές προθέσεις, και της σημερινής ηγεσίας του Υπουργείου Παιδείας, δεν αμφισβητούνται.
Ωστόσο, θα πρέπει να συνεκτιμάται σε κάθε μικρή η μεγάλη απόφαση, αν αυτή μας φέρνει πιο κοντά ή μας απομακρύνει από το συμπεριληπτικό σχολείο που οραματιζόμαστε.
Παρότι οι ιδεολογικές διαμάχες του πρόσφατου παρελθόντος χρησιμοποίησαν την Ελευθερία και την Ισότητα ως όπλα αντιμαχόμενων πλευρών, στον χώρο της Αναπηρίας οι αξίες αυτές μπορούν να ξανασυναντηθούν. Το «Ενιαίο Σχολείο», εκεί όπου η Τεχνολογία απελευθερώνει τα άτομα με αναπηρία από τα δεσμά που τους εμποδίζουν να απολαμβάνουν όσα απολαμβάνουν και οι υπόλοιποι, μπορεί να αποτελέσει αυτό το σημείο συνάντησης Ελευθερίας και Ισότητας.
Μια αλλαγή παραδείγματος στον τρόπο άσκησης πολιτικής για την ένταξη είναι σήμερα πιο αναγκαία παρά ποτέ.