Η παράδοση και έναρξη λειτουργίας του μετρό της Θεσσαλονίκης ήταν μία χρήσιμη υπενθύμιση. Η περιπετειώδης υλοποίηση του έργου είναι μία κλασική περίπτωση της νεοελληνικής παθογένειας, με καθυστερήσεις, ματαιώσεις, προσφυγές, γκρίνιες και πολιτικές αντιπαραθέσεις για τα πάντα· από τη σκοπιμότητα του έργου, έως τις διευθετήσεις των αρχαιοτήτων, για τις οποίες όλοι είχαν μία άποψη.
Σε πείσμα όλων αυτών και έπειτα από πολλά χαμένα χρόνια, το έργο παραδόθηκε και είναι πλέον στη διάθεση των πολιτών της Θεσσαλονίκης. Έχει κάθε λόγο η κυβέρνηση να διεκδικεί επαίνους για την ολοκλήρωση του μετρό επί των ημερών της. Και έχουν ελάχιστους λόγους για κάτι αντίστοιχο όσοι διαχειρίστηκαν το συγκεκριμένο έργο κατά το παρελθόν.
Πέραν της χρησιμότητάς του, η οποία θα κριθεί στην καθημερινότητα της πόλης, με το μετρό της Θεσσαλονίκης κλείνει εκ των πραγμάτων και ένας πολιτικοκοινωνικός κύκλος. Εκλείπει μία παράμετρος γκρίνιας των πολιτών της «συμπρωτεύουσας» και ανοίγει ενδεχομένως μία νέα περίοδος, η οποία θα μπορούσε να έχει και πολιτικό αντίκτυπο. Προφανώς και δεν πρόκειται το μετρό να ανατρέψει συσχετισμούς και ανισορροπίες της Βορείου Ελλάδας, διαμορφώνει όμως μία διαφορετική αίσθηση και καταδεικνύει πολλά προβληματικά στοιχεία του παρελθόντος.
Πέραν αυτών, ένα μεγάλο έργο υποδομής όπως αυτό επιδρά και με έναν ακόμη τρόπο. Σε μία περίοδο όπου αιωρείται μία γενική και αόριστη απειλή αστάθειας, υπενθυμίζει ότι η πράξη και τα έργα υπερβαίνουν τις θεωρητικές και εντέλει αβάσιμες γκρίνιες. Το μετρό φυσικά δεν κερδίζει εκλογές, όπως δεν τις κέρδισαν η Αττική Οδός ή η γέφυρα Ρίου — Αντιρρίου. Είναι όμως μία εμφατική επισήμανση για τη σημασία της αποτελεσματικότητας στην πολιτική.