Το βιβλίο του Μιχάλη Χρυσοχοΐδη «Στον ίδιο δρόμο» (Εκδόσεις Πατάκη) δεν είναι μόνο μια πολιτική αυτοβιογραφία ούτε απλώς μια εξιστόρηση της μεγάλης επιτυχίας του, της εξάρθρωσης της τρομοκρατικής οργάνωσης «17 Νοέμβρη». Είναι, βέβαια, και αυτά, αλλά πίσω από το κυρίως αφήγημα ξετυλίγεται και η ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας. Και γίνεται φανερό γιατί ένας άνθρωπος με τα χαρακτηριστικά του Χρυσοχοΐδη κατάφερε να φτάσει στην καρδιά της τρομοκρατίας στην Ελλάδα: Από εργασιομανία, δίψα για πρόοδο και ντροπή.

Χρειαζόταν ένα ξεχωριστό ήθος, σαν αυτό που καλλιεργήθηκε στις σκληρές συνθήκες ζωής των προσφύγων γονιών του και το οποίο σήμερα αν δεν έχει πλήρως χαθεί, είναι δυσεύρετο.

Τα περιγράφει όλα ο ίδιος με μεγάλη ακρίβεια, σχεδόν αποστασιοποιημένος από αυτά που τον έπλασαν και τον σημάδεψαν. Τη γέννηση του στο Νησί, ένα χωριό στα σύνορα Ημαθίας – Πέλλας, ένα από τα περίπου τριάντα τα οποία χτίστηκαν πέριξ του Βάλτου, όπως αποκαλούσαν οι ντόπιοι τη λίμνη των Γιαννιτσών, που αποξηράνθηκε την περίοδο 1928-1932. Ένα «νησί» χωρίς λίμνη, όπως γράφει, και επιπλέον ένα προσφυγοχώρι, οι κάτοικοι του οποίου δεν απέφυγαν την αντιπαλότητα με τους γηγενείς, τους «αυτόχθονες Μακεδόνες». Επίσης, ένα χωριό με καταπληκτικό χωροταξικό σχέδιο, σχεδιασμένο από τους Γάλλους κατά την αποξήρανση της λίμνης.

Η σκληρή δουλειά στα χωράφια

Το κύριο χαρακτηριστικό του πατέρα του, θυμάται, ήταν η αφοσίωση στη δουλειά, την οποία θεωρούσε το πρώτιστο καθήκον ενός οικογενειάρχη. «Μάθαμε, εγώ και ο αδελφός μου, ότι πάνω από όλα στη ζωή είναι η σκληρή δουλειά, που για εμάς ήταν η δουλειά στη γη».

Όταν παντρεύτηκαν οι γονείς του ο πατέρας του ήταν είκοσι ετών και η μητέρα του 16. Αυτές οι αντιλήψεις για τη ζωή είχαν προφανώς μακρόχρονες παραδόσεις πίσω τους. «Θυμάμαι ακόμα τον πατέρα μου να μας ξυπνάει, τα δύο αγόρια, μικρά παιδιά, μια Κυριακή χαράματα, για να διορθώσουμε τον φράχτη του σπιτιού, καθώς, όπως μας είπε, το βράδυ είχαν μπει ζώα και τον χάλασαν.

Στην πραγματικότητα είχε κάνει ο ίδιος τη ζημιά, μέσα στη νύχτα, ίσα ίσα για να μας βάλει στο πνεύμα της αδιάκοπης έγνοιας, ώστε να μην θεωρούμε τίποτε δεδομένο και να καταλάβουμε ότι μόνο με συνεχή κόπο και ιδρώτα φτιάχνεται και συντηρείται το βιός του ανθρώπου. Μας κληροδότησε την πίστη ότι χωρίς σκληρή δουλειά κανένα έργο δεν φτάνει εις πέρας και ότι τίποτε στη ζωή δεν κερδίζεται άκοπα».

Η υποχρέωση για σκληρή δουλειά περιλάμβανε και τη μητέρα του, αλλά έτσι έκαναν και οι άλλες γυναίκες στο χωριό. «Ήταν ντροπή να μην πηγαίνεις για δουλειά, ενώ αντίθετα η εργατικότητα αναγνωριζόταν από όλους ως μεγάλη αξία, που έφερνε ταυτόχρονα και κοινωνική αναγνώριση».

Μια άλλη Ελλάδα

Στη δεκαετία του ΄60, η περιοχή γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη, φτιάχτηκαν αγροτικοί δρόμοι και εγγειοβελτιωτικά έργα. Η γη φυτεύτηκε με βαμβάκι, καπνό και καλαμπόκι, η καλλιέργεια έγινε μαζική, εργάτες πήγαιναν εκεί από άλλες περιοχές της Μακεδονίας. Ο κόσμος ξέφυγε από τη φτώχεια. «Έγιναν συνταρακτικές αλλαγές εκείνα τα χρόνια, που βελτίωσαν τη ζωή των ανθρώπων στα εύφορα μέρη.

Με τα χρήματα που έβγαζαν δουλεύοντας τα χωράφια τους, απέκτησαν όλοι σπίτι με δάνεια από τις τράπεζες. Στο χωριό μου στρώθηκε για πρώτη φορά άσφαλτος στους κεντρικούς δρόμους, πράγμα αδιανόητο ως τότε». Το 1969, έφτασε και η ασπρόμαυρη τηλεόραση στο Νησί και δυο τρία χρόνια αργότερα δεν υπήρχε σπίτι χωρίς αυτή τη συσκευή.

Στο Νησί η πλειοψηφία ψήφιζε Ένωση Κέντρου και τα πολιτικά ενδιαφέροντα του έφηβου Χρυσοχοΐδη στράφηκαν προς τον «προοδευτικό χώρο». Για τον εμφύλιο που είχε ρημάξει την περιοχή άκουγε μόνο μισόλογα, «αλλά ένιωθα τον απόηχο στην κομματική διαμάχη κέντρου και δεξιάς». Οι άνθρωποι άρχισαν να μιλούν πιο ελεύθερα μετά το 1981, όταν ανέβηκε το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία.

Το όνειρο των νέων ήταν να περάσουν στο πανεπιστήμιο στη Θεσσαλονίκη, που «φάνταζε μαγικός προορισμός». Τα δύο τελευταία χρόνια του γυμνασίου πήγε φροντιστήριο στη Βέροια. «Εικοσιπέντε χιλιόμετρα μακριά από το χωριό, κάτι που σήμαινε εκατοντάδες μπρος πίσω διαδρομές με το ΚΤΕΛ. Εκεί συνάντησα παιδιά από την πόλη και κατάλαβα ότι ο ανταγωνισμός για να μπω στο πανεπιστήμιο θα ήταν σκληρός».

Παράλληλα, τον ενοχλούσε ότι δεν είχε τον απαραίτητο χρόνο για να αφοσιωθεί στη μελέτη, επειδή είχε την υποχρέωση να βοηθάει τον πατέρα του στα χωράφια Κυριακές, αργίες και στις διακοπές. Η ανάγκη φυγής από αυτή τη δύσκολη και αποπνικτική πραγματικότητα ήταν μεγάλη. «Η προσδοκία μου και μόνο να ξεφύγω έκανε το διάβασμα ευχαρίστηση».

Πέρασε στη Νομική Θεσσαλονίκης, ερχόμενος σε σύγκρουση με τον πατέρα του, ο οποίος ήθελε να μπει στο νομικό τμήμα της Στρατιωτικής Σχολής για να έχει εξασφαλισμένο μισθό. Στο πανεπιστήμιο ήταν από τους πρώτους που γράφτηκαν στην ΠΑΣΠ, με συμφοιτητές τον Ανδρέα Λοβέρδο και τους κατά ένα έτος μικρότερους Βαγγέλη Βενιζέλο και Χάρη Καστανίδη. Παρά το κλίμα ριζοσπαστικοποίησης των πρώτων Πασοκτζήδων, εκείνος ήταν «πολιτικά μετριοπαθής», χωρίς να του λείπουν και οι αντισυστημικές τάσεις.

Κεφάλαιο τρομοκρατία

Η πρώτη του επαφή με την τρομοκρατία ήταν, όταν φοιτητής, έχοντας χάσει τις χριστουγεννιάτικες διακοπές του για να βοηθήσει τον πατέρα του, οδηγώντας ένα θηριώδες αγροτικό για τη συγκομιδή ζαχαρότευτλων στο χωριό του, άκουσε στο ραδιόφωνο για την δολοφονία του σταθμάρχη της CIA Ρίτσαρντ Γουέλς. Τόση εντύπωση του προκάλεσε αυτή είδηση που αφαιρέθηκε, έχασε τον έλεγχο και λίγο έλειψε να ανατραπεί η υπερφορτωμένη πλατφόρμα. Του προξένησε έκπληξη και απορία πως κάποιοι κατάφεραν να δολοφονήσουν κάποιον τόσο ισχυρό. «Εκείνη η παραμονή Χριστουγέννων ήταν σημαδιακή στη ζωή μου, αν και το κατάλαβα πολλά χρόνια αργότερα, όταν μου ανέθεσε ο Κώστας Σημίτης τον «πόλεμο» κατά της τρομοκρατίας».

Ασχολούμενος με το φαινόμενο της τρομοκρατίας, ως υπουργό Δημόσιας Τάξης, αρχικά ένιωσε απελπισία, δεν μπορούσε να το συλλάβει σε όλες του τις διαστάσεις και υπήρχε μεγάλη πίεση για την πάταξη του.

Ο Πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης του είχε ξεκαθαρίσει ότι «το θέμα ήταν απολύτως επείγον!». Ξεκίνησε να εργάζεται μεθοδικά, και να βλέπει τα νεκρά, συνήθως, διαμελισμένα σώματα των θυμάτων, τα οποία, όπως λέει, δεν θα τα ξεχάσει ποτέ. «Είναι διαφορετικό να διαβάζεις κάπου ή να ακούς μια είδηση για έναν νεκρό, και τελείως άλλο να τον δεις εσύ ο ίδιος, να δεις με τα μάτια σου το αποτέλεσμα του άγριου εγκλήματος που έχει διαπραχθεί. Μόνο τότε καταλαβαίνεις την τραγικότητα της κατάστασης στην πραγματική της διάσταση και βιώνεις το απόλυτο σοκ».

Η αστυνομία, ωστόσο, δεν μπορούσε να κάνει καμία πρόοδο. «Αποτυχία» και «πλήρης αδυναμία» είναι οι λέξεις που χρησιμοποιεί περιγράφοντας μαζί και αισθήματα αγανάκτησης και οργής. Ο Χρυσοχοίδης έφτιαξε ειδικό τμήμα στην αντιτρομοκρατική, στο πρότυπο αντίστοιχων υπηρεσιών στις ΗΠΑ και στη Βρετανία, εξάλειψε αυταπάτες και όλα άρχισαν να λειτουργούν διαφορετικά.

«Ως Εδώ»

Στο κεφάλαιο «Άδικη ντροπή» υπάρχει η συγκλονιστική περιγραφή της συνάντησης του με τους συγγενείς των θυμάτων, οι οποίοι αναζητούσαν δικαίωση, οργάνωσαν το κίνημα «Ως εδώ» και άλλαξαν το κλίμα στην κοινωνία, στην οποία υπήρχε διάχυτη ανοχή ακόμα και θαυμασμός για τη «17Ν».

«Τον Σεπτέμβριο του 1999 ήρθε στο γραφείο μου ο Μιχάλης Περατικός, ο πατέρας του δολοφονημένου δυόμιση χρόνια πριν, τον Μάιο του ΄97, Κώστα Περαρικού. Τον γιό του τον είχαν εκτελέσει εν ψυχρώ στο λιμάνι του Πειραιά, ενώ προχωρούσε προς το αυτοκίνητό του. «Σε βλέπω πολύ άνετο στην καρέκλα σου έτσι που κάθεσαι», μου είπε μόλις με είδε. Τον κοίταξα αιφνιδιασμένος αλλά και ενοχλημένος. «Τι εννοείτε;» του είπα. «Κάθεσαι εδώ μια χαρά στην καρέκλα σου, ήσυχος ήσυχος, όπως και ο προηγούμενος από εσένα. Εγώ όμως έχω χάσει το παιδί μου».

Στην τελευταία του φράση ο τόνος της φωνής του είχε υψωθεί (…) Ο γέροντας ξεκίνησε να μου περιγράφει, όσο γινόταν να μπει σε λόγια, τον απέραντο πόνο του. Εγώ είχα μείνει άγαλμα, σοκαρισμένος από τις φωτογραφίες του νεκρού, από την ένταση του πόνου του χαροκαμένου πατέρα, από το οξύτατο αίσθημα της αδικίας μιας αποτρόπαιης πράξης. Η συνάντηση με τον Περατικό με τάραξε βαθιά. Έκτοτε ζήτησα και άρχισα να συναντώ τις οικογένειες των θυμάτων των τρομοκρατών και να αντιλαμβάνομαι μέσα από τη δική τους οδύνη την ανθρώπινη διάσταση του θέματος».

Μεταξύ αυτών ήταν και η μητέρα του Θάνου Αξαρλιάν, «μια αξιοπρεπής και περήφανη γυναίκα» που «μιλούσε με έναν τρόπο απόλυτα ψύχραιμο, αλλά που εκδήλωνε ταυτόχρονα τον αβάσταχτο πόνο της. Η συνάντηση με τη Σταυρούλα Αξαρλιάν με συγκλόνισε». «Μπαίνοντας στον κύκλο των θυμάτων κατάλαβα και κάτι ακόμα, πιο καίριο. Ότι αυτοί οι άνθρωποι ζούσαν μέσα στην περιφρόνηση και τη σιωπή, ότι η πολιτεία τους είχε αγνοήσει εντελώς(…) Μου έκανε τρομερή εντύπωση να έχουν υποστεί τέτοια τραγωδία, να βιώνουν τέτοιο πόνο, και όχι μόνο να μην δικαιώνονται αλλά και να ζουν με μια εντελώς άδικη ντροπή».

Ο απρόσμενος «Χι»

Η μεθοδική δουλειά απέδωσε. Το καλοκαίρι του 2001 ο Χρυσοχοΐδης άρχισε να συνομιλεί με έναν παλαιό τρομοκράτη, που ζήτησε ο ίδιος να τον συναντήσει.

«Ο συγκεκριμένος άνθρωπος μου μίλησε αρχικά στο τηλέφωνο, μου συστήθηκε ως Χι, γι’ αυτό κι εγώ έτσι τον αποκαλούσα στη συνέχεια. Μου ζήτησε απόλυτη εχεμύθεια και την προστασία μου, αφού θα μου εξέθετε στοιχεία και γεγονότα για τις τρομοκρατικές οργανώσεις. Ο Χι μάς άνοιξε πρώτη φορά τα μάτια για συγκεκριμένα πρόσωπα που είχαν συμμετοχή στη 17Ν. Μας μίλησε αρχικά για τον άνθρωπο «με το κουλό χέρι», όπως τον έλεγε –μιλούσε για τον Παύλο Σερίφη, όπως διαπιστώσαμε αργότερα–, που είχε συμμετάσχει στη δολοφονία του Γουέλς. Επίσης, ο Χι μάς μίλησε για τον πιο δραστήριο στρατολόγο της οργάνωσης, που ωστόσο δεν ήταν καθόλου βέβαιο ότι συμμετείχε σε χτυπήματα.

»Δεν γνώριζε πρόσωπα ούτε και ονόματα, η συνεισφορά του ωστόσο ήταν πολύτιμη για δύο λόγους. Μας αποκάλυψε τον τρόπο σκέψης, το πολιτικό και ψυχικό υπόβαθρο των ανθρώπων αυτών, και μέσα από τις περιγραφές περιστατικών φωτογράφισε πρόσωπα για τα οποία υπήρχαν ενδείξεις από την πλευρά της αστυνομίας. Έτσι μπόρεσε η υπηρεσία και ταυτοποίησε τον Βασίλη Τζωρτζάτο, τον ίδιο αυτόν άνθρωπο που είχε προσαχθεί το 1992 στην Ασφάλεια, όταν παρακολουθούσε τον Αμερικανό στρατιωτικό ακόλουθο Μακιντάιρ και αφέθηκε ελεύθερος λόγω έλλειψης στοιχείων.

»Τέλος, ο Χι αναφέρθηκε στον «Ψηλό», όπως τον αποκαλούσε. Αυτός, μας είπε, ήταν ο αρχηγός της οργάνωσης. Ισχυρίστηκε ότι δεν ήξερε το πραγματικό του όνομα, αν και τον είχε συναντήσει στην αρχή της μεταπολίτευσης. Για τα ελληνικά δεδομένα, ο Γιωτόπουλος ήταν όντως ψηλός, και με όσα μας είπε ο Χι γι’ αυτόν βεβαιωθήκαμε ότι είχαμε βάλει στο στόχαστρο το σωστό άτομο».

Η γιάφκα της Πάτμου

Στις 29 Ιουνίου 2002, στον Πειραιά, ο εκρηκτικός μηχανισμός που κουβαλούσε ο Σάββας Ξηρός έσκασε στα χέρια του και άρχισε να ξετυλίγεται το κουβάρι της «17 Ν». Τα πρόσωπα της οργάνωσης έγιναν γνωστά, όπως και οι δύο γιάφκες, με πρώτη εκείνη της Πάτμου.

«Την Τετάρτη το μεσημέρι, και ενώ στα πρωτοσέλιδα όλων των εφημερίδων φιγουράριζε από το πρωί η φωτογραφία του Σάββα Ξηρού, μου τηλεφώνησε ο Αντώνης Καρακούσης, διευθυντής τότε στην εφημερίδα «Καθημερινή», λέγοντάς μου ότι μια κυρία είδε στην εφημερίδα τη φωτογραφία του τρομοκράτη και τον αναγνώρισε. Της τηλεφώνησα αμέσως και η κυρία μού είπε ότι το εν λόγω άτομο ερχόταν τακτικά σε ένα διαμέρισμα ακριβώς απέναντι από το σπίτι της, στην οδό Πάτμου στα Πατήσια.

Νωρίς το απόγευμα, με ένα από τα κλειδιά του Ξηρού, ο Δημητρόπουλος με τους άντρες του άνοιξε το διαμέρισμα της Πάτμου και επικοινώνησε μαζί μας λέγοντάς μας ότι βρισκόταν αναμφίβολα μέσα σε γιάφκα της οργάνωσης. Μου μιλούσε στο κινητό και η φωνή του τρεμόπαιζε από συγκίνηση. Μου ανέφερε τι έβλεπε καθώς κινούνταν μέσα στο διαμέρισμα: «Τώρα βλέπω μπροστά μου τη σημαία της 17Ν… Τώρα…». Εμεινε άφωνος, καθώς βρέθηκε μπροστά στον τοίχο, φωτογραφία του οποίου είχε στείλει στις εφημερίδες η οργάνωση, με τη σημαία περιστοιχισμένη από πορτρέτα του Μαρξ, του Αρη Βελουχιώτη και του Τσε Γκεβάρα, και από κάτω στημένα διάφορα όπλα».

Ο «Λάμπρος»

«Ο Μιχάλης Οικονόμου μεταφέρθηκε αμέσως με το ελικόπτερο πίσω στην Αθήνα, στη ΓΑΔΑ, όπου τον περίμεναν ο Σύρος με τον Διώτη. Ο εισαγγελέας τού είπε ότι ο αριθμός ταυτότητας δεν δείχνει κανέναν Μιχάλη Οικονόμου, παρά μια άγνωστη γυναίκα. Και μετά ανέλαβε ο Σύρος, που του είπε ορθά κοφτά: «Δεν σε λένε Μιχάλη Οικονόμου και το ξέρουμε. Τι έχει γίνει;».

«Ασ’ τα αυτά», του απάντησε εκείνος, αποφασισμένος πια ότι το παιχνίδι είχε τελειώσει, «αυτός που ήθελες είμαι, αυτός που γράφουν οι εφημερίδες». (Το όνομα του φερόμενου ως αρχηγού είχε στο μεταξύ διαρρεύσει.) «Ποιος δηλαδή;», ξαναρώτησε ο Σύρος, για να πάρει την πολυπόθητη απάντηση: «Ο Αλέξανδρος Γιωτόπουλος. Μη με ρωτήσεις τίποτε άλλο, δεν ξέρω το παραμικρό, αλλά και να ξέρω, δεν θα μιλήσω». Από τότε δεν του πήραμε κουβέντα».

Και ο «Λουκάς»

Την ίδια στάση κράτησε και ο «Λουκάς», ο Δημήτρης Κουφοντίνας. Όταν παραδόθηκε στη ΓΑΔΑ «τους ξεκαθάρισε από την αρχή τα πράγματα: «Κοιτάξτε να δείτε, αναλαμβάνω την πολιτική ευθύνη για τις ενέργειες της οργάνωσης, αλλά δεν πρόκειται να σας πω τίποτα άλλο».

Βόμβα στην Κατεχάκη

Ο Χρυσοχοίδης, όμως, δεν είχε ξεμπερδέψει με την τρομοκρατία. Ακολούθησαν οι Πυρήνες της Φωτιάς, ο Επαναστατικός Αγώνας, και ένα ακόμα θύμα, τον υπασπιστή του Γιώργο Βασιλάκη.

«Ο Γιώργος Βασιλάκης είχε αρχίσει να ελέγχει έναν έναν τους φακέλους της αλληλογραφίας μου. Ενας φάκελος μεγέθους Α3 έγραφε πάνω ως αποστολέα τον φυγόδικο Χρήστο Καραβέλα, γνωστό σε όλους από τον Τύπο εκείνη την εποχή ως στέλεχος της Siemens, για την οποία είχε ξεσπάσει το σκάνδαλο τον προηγούμενο χρόνο. Ο Γιώργος άνοιξε τον φάκελο, που είχε κυψελίδες στο εσωτερικό περίβλημα και ο εκρηκτικός μηχανισμός που περιείχε εξερράγη. Η έκρηξη έκανε ολόκληρο το κτίριο της Κατεχάκη να σειστεί. Το ωστικό κύμα διέλυσε την πόρτα του γραφείου του, όπως και τα τζάμια όλου του ορόφου. Παντού γύρω μου υπήρχαν συντρίμμια, κομμάτια μπετόν, ξύλου και γυαλιού.

»Προσπαθώντας να είμαι όσο πιο ψύχραιμος γινόταν, άρχισα να φωνάζω τα ονόματα συνεργατών που ήξερα ότι βρίσκονταν ακόμα στο γραφείο. Ένας δεν ανταποκρίθηκε στο κάλεσμά μου, ο Γιώργος Βασιλάκης. Ήταν εφιαλτική η σκηνή που αντίκρισα μπαίνοντας στο γραφείο του. Ο ίδιος κειτόταν στο πάτωμα με το σώμα του διαμελισμένο. Η βόμβα είχε εκραγεί στα χέρια του. Δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψω την εικόνα του νεκρού υπασπιστή μου, που δεν αναγνωριζόταν, μια εικόνα που δεν θα ξεχάσω ποτέ όσο ζω».

Marfin

«Το περιστατικό της Marfin ήταν από αυτά που με σημάδεψαν ως άνθρωπο και ως πολιτικό. Οι έρευνες της αστυνομίας ξεκίνησαν αμέσως, κράτησαν καιρό, μα δυστυχώς απέβησαν άκαρπες. Όταν επέστρεψα στο υπουργείο το 2019, ο φάκελος Marfin ξανάνοιξε, τα στελέχη της αρμόδιας υπηρεσίας εργάστηκαν φιλότιμα, ωστόσο με την αποχώρησή μου δεν γνωρίζω τη συνέχεια.

»Θεωρώ κηλίδα για τη δημοκρατία και ντροπή τη μη εξιχνίαση του εγκλήματος αυτού και τη μη απόδοση δικαιοσύνης. Ντροπή επίσης και ασέβεια στη μνήμη των θυμάτων αποτελούν οι διάφορες θεωρίες που κυκλοφόρησαν για το ποιος είναι υπεύθυνος για αυτήν τη σφαγή. Είναι καθήκον των διωκτικών αρχών και της δικαιοσύνης να διαλευκάνουν την υπόθεση και να τιμωρήσουν όσους εμπλέκονται, έστω και μετά από τόσα χρόνια».