Στις 27 Νοεμβρίου 1942 γεννιέται στο Σιάτλ των ΗΠΑ ο Johnny Allen Hendrix, ένα αγόρι αφρικανικής καταγωγής με ινδιάνικες ρίζες, που έμελλε να αναγνωριστεί παγκοσμίως ως ο θρύλος της κιθάρας στην ιστορία της ροκ μουσικής, με το όνομα Τζίμι Χέντριξ.
Το ξεκίνημα
«ΤΟ ΒΗΜΑ» της 17ης Σεπτεμβρίου 2000, γράφει για τον σούπερ σταρ της κιθάρας:
«Το πρώτο του όνομα ήταν Johnny Allen, αλλά λίγο αργότερα του το άλλαξε ο πατέρας του σε James Marshall. To Jimi το επέλεξε ο άνθρωπος που τον ανακάλυψε, ο μπασίστας των Animals Τσας Τσάντλερ ο οποίος έγινε μάνατζερ του και τον έφερε στην Αγγλία για να ξεκινήσει την καριέρα του που ήταν τόσο σύντομη αλλά τόσο περιεκτική.
»Το 1958 αγόρασε, για πέντε δολάρια, μια ακουστική κιθάρα από έναν φίλο του και δημιούργησε το πρώτο του συγκρότημα The Velvetones ενώ μερικούς μήνες αργότερα απέκτησε την πρώτη του ηλεκτρική κιθάρα (μία Surpo Ozark 1560S) για να δημιουργήσει τους The Rocking Kings. Το 1961 πήγε στον στρατό και ύστερα από λίγο άρχισε να συνεργάζεται με πολλούς γνωστούς μουσικούς, με το όνομα Τζίμι Τζέιμς.
»Εκείνη την περίοδο έπαιξε με τους: Αϊκ και Τίνα Τάρνερ, Σαμ Κουκ, Λιτλ Ρίτσαρντ και Isley Brothers ενώ ταυτόχρονα συμμετείχε και στο γκρουπ: Blue Flames. Στις αρχές του 1966 τον άκουσε ο Τσάντλερ και τον πήρε στην Αγγλία για τη δημιουργία ενός νέου γκρουπ, που το πλαισίωσαν ο ντράμερ Μιτς Μίτσελ και ο μπασίστας Νόελ Ρίτινγκ. Οι Jimi Hendrix Experience ξεκινούσαν δράση και το πρώτο τους τραγούδι «Hey Joe» κυκλοφόρησε στις αρχές του 1967, για να ακολουθήσει ο δίσκος “Are you Experienced?”».
“Are you Experienced?”
Ο δίσκος γνώρισε πολύ γρήγορα μεγάλη εμπορική επιτυχία και πρόκειται πλέον για ένα από τα πιο δημοφιλή άλμπουμ όλων των εποχών.
Στον «Ταχυδρόμο» της 22ης Σεπτεμβρίου 1993, στην στήλη «ΔΙΣΚΟΘΗΚΗ: Τα καλύτερα κομμάτια από βινύλιο», οι Νίκος Π. Αντωνιάδης και Γιάννης Σημαντήρας γράφουν:
«Το “Purple haze” δεν ήταν μονάχα το πρώτο τελείως ψυχεδελικό single του Jimi Hendrix, ήταν επίσης κι ένας δίσκος που έμελλε να αλλάξει τη συμπεριφορά του κόσμου ως προς την προσέγγιση του rock ‘n’ roll, αλλά κυρίως όσον αφορά το παίξιμό του. Ήταν ένας δίσκος που ακουγόταν όπως τίποτα στη γη.
»Το “Purple haze” ήταν το παραδοσιακό blues περασμένο μέσα από τα wah wah και τα fuzz της τεχνολογίας των 60s. Ακουγόταν σαν τη μουσική του Διαβόλου».
»Το καλοκαίρι του 1967 επέστρεψε θριαμβευτής για να εμφανιστεί στο περίφημο φεστιβάλ Monterey Pop, ενώ πήρε μέρος και στο Woodstock. Η τελευταία του εμφάνιση σε μεγάλο φεστιβάλ έγινε τον Αύγουστο του 1970, όταν επέστρεψε στην Αγγλία για το: Isle of Wight festival μαζί με τους Doors, Free, Who, Λέοναρντ Κοέν, Σαντάνα, Μάλις Ντέιβις, Sly & the Family Stone, Chicago και Τζόνι Μίτσελ».
Η ψυχεδελική εποχή και τα ναρκωτικά
Τα χρόνια στα οποία δρούσε καλλιτεχνικά ο Χέντριξ έμειναν στην ιστορία ως «Psychedelic era», η εποχή της εξέγερσης των χίπιδων που ήταν αντίθετοι στο κατεστημένο, στους θεσμούς και τα στερεοτυπικά πρότυπα της κοινωνίας. Η φιλοσοφία τους χαρακτηριζόταν από αξίες όπως η συλλογικότητα, η ειρήνη, η σεξουαλική απελευθέρωση, η δημιουργικότητα στις τέχνες και τη μόδα. Ο ψυχεδελικός τρόπος ζωής συσχετιζόταν άμεσα με την ευρεία χρήση ναρκωτικών, κυρίως του LSD. Οι μαγευτικοί ήχοι της μουσικής σε συνδυασμό με τη χρήση τέτοιων παραισθησιογόνων ουσιών προσέφεραν στη νεολαία της εποχής την αίσθηση των ψυχεδελικών φαντασιώσεων.
Ο Τζίμι Χέντριξ επηρεασμένος από την αντικουλτούρα των χίπιδων και τη νέα τάση βυθίστηκε από νωρίς στον κόσμο των ναρκωτικών.
«ΤΟ ΒΗΜΑ» της 19ης Σεπτεμβρίου 1970 αναφέρει:
«Την περασμένη άνοιξη συνελήφθη στον Καναδά για κατοχή ηρωΐνης. Μερικούς μήνες αργότερα εδήλωνε σε μια συνέντευξή του: “Πιστεύω ακράδαντα ότι ο καθένας θα μπορούσε να κάνη και να σκέπτεται αυτό που θέλει, εφ’όσον δεν ενοχλεί κανέναν”».
«ΤΟ ΒΗΜΑ» στις 17 Σεπτεμβρίου 2000 γράφει:
«“Θέλω να δημιουργήσω ένα νέο είδος μουσικής, ένα νέο είδος τζαζ. Δεν μπορώ να το περιγράψω αλλά μέσα στο κεφάλι μου ξέρω πώς ακριβώς ακούγεται”.
»Αυτό τον ήχο δεν θα τον ακούσουμε ποτέ. Οι μουσικές ιδέες του ξεχείλιζαν από παντού, ήταν έτοιμες να ανατινάξουν το κεφάλι του και το μουσικό του ταξίδι ήταν χωρίς επιστροφή, σε μια περιοχή του Σύμπαντος που φαίνεται ότι δεν θα φθάσει ποτέ κανείς άλλος.
»Άλλωστε δύο ημέρες πριν από τον θάνατό του έλεγε στον δημοσιογράφο Ρόι Καρ λίγο μετά την εμφάνισή του στο θρυλικό τζαζ κλαμπ του Ρόνι Σκοτ: “Θα πάω να παίξω στο πρώτο ροκ φεστιβάλ που θα γίνει στην Αφροδίτη. Ίσως με τον Sun Ra…”».
Ο «αχόρταγος εραστής»
Ο Χέντριξ συνδύαζε την έντονη σκηνική παρουσία με μια μουσική αντίληψη που περιείχε στοιχεία από σόουλ, μπλουζ, ροκ, τζαζ και φολκ μουσική. Οι ψυχεδελικοί ήχοι, σε συνδυασμό με το πάθος του για την μουσική, τον συνέπαιρναν τόσο που η ερωτική έξαρσή του φούντωνε, έπαιζε τοποθετώντας την κιθάρα του ανάμεσα στα πόδια του κάνοντας ερωτικές κινήσεις με τους θαυμαστές του να παρακολουθούν άναυδοι το μουσικό θέαμα, έως τη στιγμή που κατέληγε να σπάει την κιθάρα του σε χίλια κομμάτια από το μένος του.
Ο «Ταχυδρόμος» της 18ης Αυγούστου 1983 γράφει για την προσωπική ζωή του Χέντριξ:
«Η φήμη του σαν αχόρταγου εραστή τον μετέτρεψε γρήγορα στο σεξουαλικό είδωλο της δεκαετίας του ’60. Η εξωτική ομορφιά του, το πανύψηλο σώμα του και οι σκανδαλιστικές ιστορίες που κυκλοφορούσαν γι’ αυτόν, κάναν χιλιάδες γυναίκες άσχετα από χρώμα και ηλικία να τον ονειρεύονται. Και όπως φαίνεται ο Τζίμυ δεν χαλούσε χατίρι καμιάς. Γιατί ήταν πραγματικά αχόρταγος. Σπάνια έπεφτε στο κρεβάτι με λιγότερο από τρεις γυναίκες και κατάφερνε να τις ικανοποιεί όλες. Τα γούστα του δεν γνώριζαν ούτε φυλετικούς, ούτε κοινωνικούς περιορισμούς. Έκανε αδιακρίτως έρωτα σε κυρίες της υψηλής κοινωνίας – όταν του το ζητούσαν – και σε κοινές πόρνες.
Ο έρωτας με την εγγλέζα κοκκινομάλλα
»Στη σύντομη όμως ζωή του, ο Τζίμυ Χέντριξ, εκτός απ’ τις παντός είδους και μορφής εφήμερες σχέσεις κατόρθωσε να δημιουργήσει και σοβαρούς δεσμούς.
»Η μεγαλύτερή του αγάπη ήταν μια όμορφη κοκκινομάλλα Εγγλέζα, που κατάφερε να τον κρατήσει κοντά της τρία ολόκληρα χρόνια. Η Κάθυ Έτσιγκαμ ήταν τόσο παράφορα ερωτευμένη μαζί του, που για να τον κρατήσει κοντά της προτίμησε να θυσιάσει και το τελευταίο ίχνος γυναικείας αξιοπρέπειας.
(…)
»Έλεγε γι αυτόν: “Ο Τζίμυ χρησιμοποιεί τις γυναίκες, όπως άλλοι άνθρωποι καπνίζουν τσιγάρα. Ξέρω ότι έχει σπείρει παιδιά σ’ όλα τα μήκη της γης”.
»Ο Χέντριξ εκμεταλλευόμενος την ανοχή της δε δίσταζε να φέρνει τις αγαπημένες του μπαρ-γούμεν στο κοινό τους σπίτι, για να απολαύσει τον απαραίτητο σ’αυτόν ομαδικό έρωτα. Δύσκολα όμως μπορούσε ν’ ανεχθεί και το παραμικρό παραστράτημα της Κάθυ. Σ’ ένα τους καυγά, μάλιστα, της έσπασε τη μύτη με μια κλωτσιά. Η Κάθυ για να τον εκδικηθεί το βράδι που ο Τζίμυ κοιμόταν τον κτύπησε στο κεφάλι μ’ ένα βαρύ τηγάνι. Το μοιραίο αποφεύχθηκε αλλά σε λίγο καιρό το ζευγάρι χώρισε.
Δεσμός με μια πόρνη και μια καθηγήτρια πατινάζ
»Μια άλλη μακρόχρονη σχέση του μεγάλου ροκ κιθαρίστα ήταν αυτή με την Ντέβον Γουίλσον, μια όμορφη νέγρα μπαρ-γούμαν, που είχε ξεκινήσει την «καριέρα» της σαν λαϊκή πόρνη, και είχε εξελιχθεί στη «βασίλισσα» των μπαρ-γούμεν.
»Η σχέση της με τον Τζίμυ Χέντριξ ήταν έξω από κάθε μορφή συμβατικότητας. Αυτός μαγεύτηκε από το υπέροχο μαύρο κορμί της και τη λύσσα της για το σεξ. Αυτή εκτός από ποτά του “σέρβιρε” άφθονο σεξ, ναρκωτικά – η ίδια ήταν χωμένη με τα μούτρα στην ηρωίνη – του προμήθευε γυναίκες και εκτελούσε και χρέη γραμματέα, όταν χρειαζόταν. Σε αντάλλαγμα αυτός της παρείχε ένα σεβαστό μισθό, της “κάλυπτε” πλήρως τις σεξουαλικές της ανάγκες και της χάρισε μια ζηλευτή θέση ανάμεσα στις συναδέλφους της. Και απ’ ότι φαίνεται έτρεφε πάντα γι’ αυτή τη γυναίκα ένα περίεργο είδος τρυφερής αγάπης. Ίσως γιατί την έβλεπε σαν κάποιον που του έμοιαζε πολύ.
»Ο τελευταίος του μεγάλος δεσμός ήταν με μια πανύψηλη Γερμανίδα καθηγήτρια πατινάζ. Την γνώρισε σε μια συναυλία που έδινε στη Γερμανία και τόσο του άρεσε που της αφιέρωσε όλο το κοντσέρτο. Μετά από αυτό η Μόνικα Ντάνεμαν, που έως εκείνη την μέρα δεν είχε πάει με άλλον άντρα, έγινε η επίσημη ερωμένη του. Η ίδια μάλιστα έλεγε ότι ο Χέντριξ της είχε ζητήσει να παντρευτούν. Αυτό όμως κανείς δεν μπορεί να το εξακριβώσει, μια που σε λίγο καιρό ο μεγάλος τροβαδούρος της ροκ, πέθανε από υπερβολική χρήση ναρκωτικών».
Αυτοκτονία ή ατύχημα;
Στις 18 Σεπτεμβρίου 1970 ο μουσικός κόσμος θρηνεί για την απώλεια ενός από τους πιο επιδραστικούς συνθέτες της ροκ σκηνής. Ποια ήταν όμως πραγματικά η αιτία θανάτου του Χέντριξ;
«ΤΟ ΒΗΜΑ» της 17ης Σεπτεμβρίου 2000 γράφει:
«Λίγες ημέρες προτού πεθάνει έλεγε: “Νιώθω πολύ κουρασμένος. Θέλω να φύγω μακριά, να χαθώ στον Ωκεανό, σ’ένα μικρό νησί με έναν κοκκοφοίνικα στη μέση μακριά από την πίεση και τα ναρκωτικά”.
(…)
Είχε φύγει εντελώς. Το γνωστό του μόνιμο χαμόγελο είχε εξαφανιστεί οριστικά από τα χείλη του και έδειχνε πολλά χρόνια μεγαλύτερος. Ήταν μόνο 27 χρονών και όλα τον πίεζαν. Θαυμαστές, εταιρείες, οργανωτές συναυλιών, παρατρεχάμενοι, εφημερίδες και περιοδικά. “Όλοι μου λένε τι πρέπει να κάνω αλλά κανείς δεν νοιάζεται για το τι θέλω να κάνω” ήταν το μόνιμο παράπονό του τον τελευταίο καιρό».
Στον «Ταχυδρόμο» λίγους μήνες μετά τον θάνατό του, στις 22 Ιανουαρίου 1971 γράφεται ότι:
«Ο Τζίμυ Χέντριξ, πνίγηκε από τον ίδιο τον εμετό του, αφού πήρε εννέα υπνωτικά χάπια, θέλοντας, όπως είχε πη, να κοιμηθή μιάμιση ημέρα».
«Ο Τζίμμυ αυτοκτόνησε»
Ωστόσο, μία μέρα μετά τον θάνατο του Χέντριξ «ΤΟ ΒΗΜΑ» της 19ης Σεπτεμβρίου 1970 γράφει, ότι ο ταγουδιστής πέθανε «υπό εντελώς μυστηριώδεις συνθήκες, σε νοσοκομείο του Λονδίνου. Σύμφωνα με μερικά δημοσιεύματα εφημερίδων, ο Χέντριξ, γνωστός για το εξαιρετικά βίαιο στυλ της ερμηνείας των τραγουδιών του, λιποθύμησε αφού έλαβε ποσότητα ναρκωτικών δισκίων. Παρ’όλα αυτά, εκπρόσωπος του νοσοκομείου δήλωσε ότι ο τραγουδιστής ήταν ήδη νεκρός όταν μεταφέρθηκε εκεί και ότι κανείς μέχρι στιγμής δεν γνωρίζει πώς και γιατί πέθανε».
Ο «Ταχυδρόμος» αναφέρει στις 11 Δεκεμβρίου 1970:
«Όσο για το ποιος ήταν ο Τζίμμυ Χέντριξ, αν έπαιρνε ναρκωτικά ή όχι, αν πέθανε από χρήση ναρκωτικών ή αν αυτοκτόνησε, η αλήθεια δεν έχει ακόμη βρεθή. Ειπώθηκε – σαν εκδοχή – πως πέθανε από ναρκωτικά. “Είναι λάσπη, που σκόπιμα την έριξε στο νεκρό μας η αστυνομία – είπαν οι μαύροι φίλοι του. Είναι μια εκδοχή που βόλευε τους ρατσιστές και την υιοθέτησαν και την καλλιέργησαν. Ο Τζίμμυ αυτοκτόνησε. Δεν πέθανε από ναρκωτικά”».
Ο μύθος παραμένει ζωντανός
Με αφορμή τα 30 χρόνια από τον θάνατο του Χέντριξ, ο Μάκης Μηλάτος γράφει στο «ΒΗΜΑ» της 17ης Σεπτεμβρίου 2000:
«Δεν είναι τυχαίο που 30 χρόνια μετά από τον θάνατό του ο μύθος παραμένει ζωντανός συνεχίζοντας να συμβολίζει το απόλυτο ροκ πνεύμα, οι δίσκοι του πουλάνε περισσότερο από οποιουδήποτε άλλου μουσικού δεν είναι στη ζωή, η βιβλιογραφία που αναφέρεται στο πρόσωπό του είναι τεράστια και ίσως είναι ο μόνος που φαίνεται να μην τον φθείρει το πέρασμα του χρόνου.
»Αυτά όμως είναι φυσικά επακόλουθα για έναν μύθο. Η ουσία είναι πως είναι ο μόνος κιθαρίστας ο οποίος κατόρθωσε, μέσω της τέχνης του, να συνδεθεί με το Σύμπαν, να αγγίξει το απόλυτο, να δει τοπία που κανείς άλλος δε θα μπορέσει να δει.
(…)
»Όπως άλλωστε είπε και ο Χένρι Ρόλινς: “Ήταν ο μοναδικός πραγματικά ιδιοφυής που είχε ποτέ το ροκ”».