Οι έλληνες Millennials γεννήθηκαν με τους ευνοϊκότερους οιωνούς, την εποχή του πρώϊμου «τέλους της ιστορίας». Μεγάλωσαν εν μέσω ραγδαίων αλλαγών, σαν «digital
natives», με την τεχνολογία να έχει μεταβάλλει ριζικά την εργασία, την ψυχαγωγία, αλλά και κάθε κοινωνική αλληλεπίδραση. Ωστόσο, είναι μια άτυχη γενιά, έχοντας βιώσει απανωτές «έκτακτες» καταστάσεις.

Η ύφεση του 2008, η κρίση χρέους του 2010, το δημοψήφισμα του 2015, η πανδημία του 2020, και ο πληθωρισμός του 2022, είναι μερικές μόνο από τις προκλήσεις που έχουν αντιμετωπίσει στη νεαρή ενήλικη ζωή τους. Ενηλικιώθηκαν με την ψευδαίσθηση ότι η μετάβαση στην αγορά εργασίας θα είναι ομαλή, μα ήρθαν αντιμέτωποι με την βάναυση πραγματικότητα των τελευταίων 15 χρόνων, που τους έκανε από νωρίς να νιώθουν οικονομική και προσωπική ανασφάλεια.

Ενώ επιθυμούν δουλειές που να έχουν νόημα και να ευθυγραμμίζονται με τις αξίες τους – όπως ποιοτική απασχόληση και ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής/προσωπικής ζωής – αντί αυτού κατέληξαν να κάνουν βαθιές εκπτώσεις, υπό το μόνιμο φόβο να μείνουν εκτός αγοράς εργασίας. Το αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, είναι ότι κάποιοι μένουν ακόμη με τους γονείς τους, ενώ η πλειοψηφία τους συνεχίζει να νοικιάζει, καθώς οι αλματώδεις αυξήσεις στις τιμές των ακινήτων καθιστούν απαγορευτική την αγορά κατοικίας.

Αυτός ο συνδυασμός εργασιακής επισφάλειας και μη-προσιτής κατοικίας, μια βραδυφλεγής βόμβα στα θεμέλια του δημογραφικού, τους αποτρέπει από μακροπρόθεσμα σχέδια. Το μίγμα γίνεται εκρηκτικό όταν σε αυτά προστεθεί η κλιματική αλλαγή και η έλλειψη δικαιοσύνης, που εντείνει συναισθήματα ματαιότητας. Νιώθουν οτι βρίσκονται σε μια γκρίζα ζώνη, με την ανθρώπινη επαφή να γίνεται ολοένα και περισσότερο μόνο μέσω “likes”, προκαλώντας αισθήματα μοναξιάς και σύγκρισης, τραυματίζοντας περαιτέρω την αυτοεκτίμηση τους και επιδεινώνοντας ραγδαία τους δείκτες γονιμότητας. Δουλεύουν για να φυτοζωούν, ανίκανοι να αναλάβουν τα ηνία της ζωής τους σε μια χώρα που γηράσκει και τους αντιμετωπίζει ακόμα σαν ημιπιτσιρικάδες.

Οι Millennials είναι κουρασμένοι και απογοητευμένοι, μα κατά βάθος έχουν μόνο μια επιθυμία, να εμφανιστεί μια νεράϊδα και με ένα μαγικό ραβδί να τους δώσει την εργασιακή ικανοποίηση που θα τους βοηθήσει να γίνουν ξανά αισιόδοξοι – και πάνω σε αυτό όλα να πάρουν τον δρόμο τους. Αν και καμία κυβέρνηση δεν μπορεί μαγικά να λύσει όλα τους τα προβλήματα, οι ρεαλιστές ανάμεσα τους περιμένουν τουλάχιστον από αυτήν να βάλει φρένο στην αισχροκέρδεια, ώστε να αποκτήσουν μεγαλύτερη αγοραστική δύναμη και πραγματική αυτοδυναμία στις επιλογές τους.

Είναι ενήμεροι για τα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα, αλλά λόγω απογοήτευσης από την πολιτική σκηνή ένα μεγάλο ποσοστό τους απέχει. Και αν κάποτε πολλοί από αυτούς αναζήτησαν μαγικές λύσεις από σύγχρονους ταχυδακτυλουργούς και περήφανους διαπραγματευτές, όσο μεγαλώνουν καταλαβαίνουν πως ξέμειναν από αστερόσκονη και χρειάζονται πρακτικές λύσεις και αληθινή ανάπτυξη. Όταν δεν χάνονται
μέσα σε ψευδεπίγραφες υποσχέσεις για επιστροφή σε χρυσές εποχές τις οποίες δεν έζησαν, τείνουν να επιζητούν λύσεις προσανατολισμένες στο τρίπτυχο: καλές δουλειές, προσιτή κατοικία και περιβαλλοντική συνείδηση.

Με αφορμή την πρόσφατη συμπλήρωση 50 ετών από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, η γενιά του Πολυτεχνείου έχει μπει σε μια φάση αναστοχασμού και περισυλλογής. Αντί να θυμάται στωϊκά το παρελθόν της, είναι κρίσιμο να αντιληφθεί τις ευθύνες της και να βοηθήσει τους Millennials με έναν τρόπο που ποτέ δεν κατάφερε ως τώρα: Να σταματήσει να απαντάει – σαν άλλος υπερπροστατευτικός γονιός – με προσωρινά επιδόματα και κενές διευκολύνσεις σε κάθε τους ανάγκη, αλλά να τους αφήσει να θέσουν τις βάσεις για το μέλλον της χώρας, μαθαίνοντας τους το βάρος της ευθύνης.
Οτιδήποτε λιγότερο, απλά θα τους καταστήσει αδιάφορους κληρονόμους μιας ημιπτωχευμένης χώρας, χαμένους μέσα στην ζούγκλα ενός «γενναίου νέου κόσμου», ικετεύοντας τους επόμενους δανεισμούς και αναζητώντας πάλι μαγικές λύσεις.