Θα διαβαστεί ως τραγική ειρωνεία. Όμως η ιστορία του Αντώνη Λυμπέρη, αν και φτιάχτηκε με πρώτη ύλη τις glossy σελίδες, τις φωτογραφίες, τους τίτλους και τις γραμματοσειρές των εμβληματικών για τη δεκαετία του ‘90 περιοδικών, στην πραγματικότητα μοιάζει να ξεπήδησε μέσα από αυτές.

Είναι ένα από εκείνα τα απίστευτα κι όμως αληθινά success stories που φιλοξενούνταν καταγεγραμμένα μαεστρικά σε χιλιάδες λέξεις στις σελίδες των εντύπων του – ειδικά δε του Status που υπήρξε το πλέον αγαπημένο από τα εκδοτικά παιδιά του.

Μπορεί οι περισσότεροι να γνώρισαν τον αείμνηστο Λυμπέρη, όταν πια η εικόνα του είχε αγγίξει εκείνο που η αργκό της χρυσής εποχής του lifestyle Τύπου περιέγραφε ως larger than life και ο ίδιος είχε γίνει η επιτομή του ισχυρού, επιδραστικού και φυσικά πάντα κομψού και αψεγάδιαστου εκδότη, ενός ανθρώπου που διαμόρφωνε την κοινή αισθητική, όμως η αλήθεια είναι πως οι απαρχές του υπήρξαν πολύ πιο ταπεινές και κυρίως πολύ πιο μποέμικες απ’ όσο θα υπολόγιζε κανείς.

Είναι αυτό το plot twist, η ανατροπή που κάνει την ιστορία της ζωής του ακόμα πιο ενδιαφέρουσα (ως ανάγνωσμα) αλλά και που καταδεικνύει με τον πλέον ανάγλυφο τρόπο πως ο Λυμπέρης δεν υπήρξε ένας άνθρωπος που ευνοήθηκε από την τύχη ή είχε αυτοσκοπό το κέρδος και το χρήμα. Μια ήταν ανέκαθεν η κινητήρια δύναμη για εκείνον. Το πάθος του.

Πώς ξεκίνησαν όλα

Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί για παράδειγμα πως ο άνθρωπος που συνέβαλε στη διαμόρφωση της καθεστηκυίας τάξης της εγχώριας σόου μπιζ, που άλλαξε τον τρόπο που βλέπουμε και αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο αλλά και τον εαυτό μας, που εισήγαγε καινά δαιμόνια μέσα από τα 55 περιοδικά που εξέδιδε σε 5 χώρες (Ελλάδα, Κύπρος, Βουλγαρία, Ρουμανία και Ρωσία) στον κολοφώνα της δόξας του ξεκίνησε την ουρανομήκη εκδοτική πορεία του με μαγιά 20 χιλιάδες δραχμές, δανεικές από το κομπόδεμα της μητέρας του;

Ή ποιος θα σκεφτόταν πως εκείνος που δημιούργησε μια εκδοτική αυτοκρατορία και μάλιστα τη στέγασε από το 2003 στα πλέον πολυτελή και απαράμιλλα αισθητικά γραφεία κάποτε είχε ως ορμητήριο το εφηβικό δωμάτιό του σε εκείνο το πατρογονικό διαμέρισμα των 80 τετραγωνικών μέτρων στην πλατεία Βικτωρίας;

Και όμως από εκεί άρχισε να ξετυλίγεται ο μίτος της προσωπικής ιστορίας του πίσω στις αρχές των 80s, μιας πορείας που μπορεί κανείς να στοιχηματίσει – και να είναι σχεδόν βέβαιος πως δε θα βγει χαμένος- ότι θα καθήλωνε μια δεκαετία αργότερα τους πολλά εκατομμύρια αναγνώστες των περιοδικών του που χαρακτήρισαν το νεοελληνικό lifestyle.

Η συνάντηση του Λυμπέρη με τη δημοσιογραφία ήταν μάλλον τυχαία. Ή για να είμαστε ακριβείς ήταν αποτέλεσμα της ανήσυχης, δραστήριας και φιλοπερίεργης φύση του. Γιος μιας μεσοαστικής αθηναϊκής οικογένειας ο άνθρωπος που κάποτε θα ταυτιζόταν με τη μετεωρική άνοδο του περιοδικού Τύπου στη χώρα μας είχε από έφηβος ακόμα δύο μεγάλες αγάπες. Το σερφ και τη φωτογραφία.

Κι αφού δεν μπορούσε να σπουδάσει το πρώτο, αποφάσισε να εντρυφήσει στην εικόνα. Μετά το Λύκειο έφυγε για τη Γερμανία. Σπούδασε αρχικά φωτογραφία στην Κολονία και κατόπιν σκηνοθεσία στο Μόναχο.

Η γνώση της γερμανικής γλώσσας αποδείχτηκε καθοριστική και άνοιξε – χωρίς κανείς να μπορεί να το προβλέψει τότε- το δρόμο για το μεσουράνημά του. Αφού είχε επιστρέψει στην Ελλάδα και μετά τη θητεία του στις τάξεις του Ναυτικού, ο Λυμπέρης συνέχισε να κάνει αυτό που είχε καλλιεργήσει ως δεύτερη φύση του. Ταξίδευε τον κόσμο, έκανε σερφ και απαθανάτιζε με τη νεανική λαιμαργία του εικόνες.

Η ιστορία πίσω από το πρώτο περιοδικό του

Σε ένα από αυτά τα ταξίδια, συγκεκριμένα στις Μπαχάμες, ένας Γερμανός εκδότης του φύτεψε το σπόρο της ιδέας. Αφού αγαπούσε τόσο πολύ να δαμάζει τα κύματα με τη σανίδα του και αντιλαμβανόταν τη δύναμη και της δυναμική της εικόνας, θα μπορούσε να παντρέψει αυτά τα δύο πάθη του σε ένα περιοδικό.

Αυτή είναι η σύντομη αλλά ενδεικτική της τολμηρής φύσης του Αντώνη Λυμπέρη ιστορία του περιοδικού «Surf & Ski». Ή αλλιώς του πρώτου περιοδικού που έθεσε τα θεμέλια για την εκκόλαψη του νεαρού Λυμπέρη σε εκδότη.

Η αρχή του ήταν όσο κινηματογραφική μπορεί να φανταστεί κανείς. Επρόκειτο για ένα εντελώς DIY εγχείρημα. Σχεδόν όλα περνούσαν από τα χέρια του ενώ ήταν ο ίδιος που προσέγγιζε υποψήφιους διαφημιζόμενους με την παλιά και δοκιμασμένη μέθοδο πόρτα-πόρτα.

Με το θρυλικό λευκό 2CV του φορτωμένο με τα σύνεργα του σερφ o αεικίνητος νεοσσός τότε εκδότης αναζητούσε ανθρώπους που θα αντιλαμβάνονταν το υπό διαμόρφωση ακόμα τότε όραμά του και θα το στήριζαν.

Τελικά αποδείχτηκαν περισσότεροι από όσους θα περίμενε κι ο ίδιος. Το παρθενικό εκδοτικό του εγχείρημα που πήρε σάρκα και οστά χάρη στο δάνειο που έλαβε από τη μητέρα του πήγε τόσο καλά ώστε ένα χρόνο αργότερα απέκτησε και αδελφάκι, το περιοδικό «Ο κόσμος του τένις» ενώ το 1983 γεννήθηκε και το πιο επιτυχημένο από τα πρώτα του εκδοτικά projects, «Ο κόσμος του βίντεο».

 Status: Η πιο κομβική στιγμή της καριέρας του

Ο Λυμπέρης μέσα σε δύο χρόνια είχε αποδείξει ότι και ήθελε και μπορούσε. Μάλιστα μπορούσε ακόμα περισσότερα απ’ όσα τολμούσε κάποτε να υποθέσει κι ο ίδιος. Η πιο κομβική στιγμή της καριέρας του, αυτή που θα μπορούσε να περιγράψει κανείς με περίσσευμα ποιητικής αδείας ως συνάντηση με το πεπρωμένο του, ήρθε στα τέλη της δεκαετίας του ‘80. Το 1988 η ελληνική κοινωνία είχε πάρει πια απόφαση πως ελάχιστα κοινά είχε με αυτό που ήταν πριν από πέντε ή δέκα χρόνια.

Η αλλαγή ήταν θεμελιακή. Και ο Λυμπέρης με τη δημιουργία του Status, του περιοδικού που ο ίδιος χαρακτήριζε ως την ψυχή του (και οι περισσότεροι γνώριζαν και ομονοούσαν πως ήταν ο μέχρι κεραίας αντικατοπτρισμός του), ήρθε όχι μόνο να περιγράψει αλλά να γίνει σάρκα από τη σάρκα αυτής της κοσμογονικής μετάβασης.

Μέχρι και το άδοξο τέλος του το 2012, όταν η εκδοτική αυτοκρατορία του Αντώνη Λυμπέρη κατέρρευσε υπό το βάρος της οικονομικής κρίσης, το Status έγινε ο πήχης για κάθε εγχώριο ανδρικό περιοδικό ανάγνωσμα– κάποιοι μάλιστα υποστηρίζουν πως τα στάνταρντ που έθεσε δεν κατάφερε να ξεπεράσει κανένα άλλο έκτοτε.

Μπορεί το Status να έγινε ο πυλώνας του success story των Liberis Publications, όμως ο εκλιπών εκδότης δεν σταμάτησε ποτέ να εξερευνά και να επενδύει στον αχαρτογράφητο ωκεανό των ελληνικών lifestyle περιοδικών.

Άλλωστε υπήρξε διαχρονικά θιασώτης του αμερικανικού δόγματος πως ο ουρανός είναι το όριο, ήταν αναπολογητικά φιλόδοξος και πίστευε ακράδαντα πως ο μόνος τρόπος να αξιοποιήσει τα χρήματα που κέρδιζε από τις εκδόσεις ήταν να τα τοποθετεί σε νέες.

Έτσι γεννήθηκαν περιοδικά-θρύλοι, όπως το 7 Μέρες TV, το Εγώ, το Life & Style ή αλλιώς η έτερη ναυαρχίδα του εκδοτικού ομίλου και εξελληνίστηκαν διεθνείς βαρύτιμοι τίτλοι όπως η Vogue, το Hello! και το Men’s Health. Αλλά δεν ήταν μόνο οι τίτλοι που έκαναν την επιτυχία, η οποία πολλάκις κρίθηκε σκληρά και θεωρήθηκε ενίοτε ακόμα και αναντίστοιχη με όσα συνέβαιναν και απασχολούσαν τον αληθινό κόσμο.

Ήταν και οι άνθρωποι. Και ο Λυμπέρης μαζί με την σύζυγό του Έλενα Μακρή-Λυμπέρη, η οποία υπήρξε το alter ego του στη ζωή αλλά και στις εκδόσεις, είχαν χώρο στα περιοδικά τους μόνο για τους καλύτερους, τους πιο σύγχρονους, τους κορυφαίους στο είδος τους και συνήθως τους πιο ακριβοπληρωμένους συνεργάτες (δημοσιογράφους, φωτογράφους, ενδυματολόγους, make up artists, concepteurs, κλπ).

Κάθε άλλο παρά τυχαίο ήταν το γεγονός ότι ο εκδοτικός κολοσσός Conde Nast είχε δώσει το χρίσμα στον όμιλο Λυμπέρη για την ανάπτυξη των περιοδικών του στη Βαλκανική.

Ο Αντώνης Λυμπέρης, τα περιοδικά και το lifestyle

Ο Αντώνης Λυμπέρης και τα περιοδικά που εξέδιδε είχαν πάντα μια πολύ σαφή, ευθεία και άρα τίμια – άρεσε δεν άρεσε- άποψη για το τι είναι, πώς δομείται και αποδομείται και πώς βιώνεται το lifestyle.

Ήταν αυτή η πολύ στέρεη κοσμοθεωρία του, την οποία ο αναγνώστης μπορούσε να φυλλομετρήσει στις σελίδες των εντύπων του, που τον ανάδειξε στο αντίπαλον δέος του άλλου κραταιού εκδότη της εποχής, του Πέτρου Κωστόπουλου. Οι δύο τους ήταν δύο διαφορετικοί πόλοι, εκπροσωπούσαν και υποστήριζαν δύο διαφορετικούς κόσμους αλλά είχαν ως συγκολλητική ουσία το χιλιοτραγουδισμένο και εκ των υστέρων αμφιλεγόμενο lifestyle.

Ειδικά ο τρόπος που αυτό θα αποτυπωνόταν σε εικόνα για τον Λυμπέρη ήταν το άλφα και το ωμέγα. Πράγμα προφανώς λογικό για έναν άνθρωπο που αγαπούσε τη φωτογραφία, την είχε σπουδάσει και για ένα φεγγάρι είχε εργαστεί ως φωτογράφος. Δεν θα μπορούσε να υπάρξει πιο ανάγλυφη απεικόνιση του τρόπου που εκείνος αντιλαμβανόταν και μεταχειριζόταν το lifestyle από τα βραβεία-θεσμούς που είχε καθιερώσει ως ηχώ των επιτυχημένων εκδόσεών του.

Για πολλά συναπτά έτη κάθε χρόνο το περιοδικό Status απένειμε τα βραβεία για τους Άνδρες της χρονιάς και το περιοδικό Lifestyle απέδιδε τον ίδιο τίτλο για τις γυναίκες. Αν και σήμερα μπορεί να ακούγεται έως και φαιδρό, εκείνη την εποχή η επιλογή των προσώπων ισοδυναμούμε με έναν οιονεί τίτλο τιμής.

Ένας ερασιτέχνης (με την κυριολεκτική σημασία) του περιοδικού Τύπου

Πολλές ιστορίες για τα έργα και του Αντώνη Λυμπέρη στα χρόνια του μεσουρανήματός του μπορεί να ξεσκονίζονται, να λουστράρονται και να έρχονται ξανά στο φως της δημοσιότητας στο άκουσμα της είδησης του θανάτου του.

Πολλοί θα μιλήσουν ενδεχομένως για τα χρόνια της ευμάρειας που έζησε πως παντοδύναμος εκδότης και θα θυμηθούν σπαράγματα του τρυφηλού βίου του – ναι, πιθανότατα οι αιχμές και οι πικρίες θα προέρχονται από ανθρώπους που τον δοξολογούσαν στα χρόνια της κρίσης του και επίχαιραν στην πτώση του.

Όμως αν κάτι στ’ αλήθεια αποκαλύπτει τον χαρακτήρα, το πείσμα και τη γνήσια αγάπη του Λυμπέρη για τις εκδόσεις είναι το γεγονός πως τον Νοέμβριο του 2012, όταν όλα κατέρρεαν ως πύργος από τραπουλόχαρτα ο ίδιος αποφάσισε να μην εξαφανιστεί από προσώπου γης.

Ήταν εκεί, παρών, στο γραφείο του, έτοιμος να δώσει απαντήσεις στους 400 εργαζόμενους που σχοινοβατούσαν στην αβεβαιότητα, την απογοήτευση και τον φόβο. Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει πως ο Λυμπέρης υπήρξε ένας ερασιτέχνης (με την κυριολεκτική σημασία) του περιοδικού Τύπου που υπηρέτησε την glossy αισθητική και το lifestyle σχεδόν με αίσθημα καθήκοντος και ακραίο επαγγελματισμό.

Όπως κανείς δεν μπορεί να μην μνημονεύει την αγωγή του και την ευγένεια του χαρακτήρα του. Αν και οι περισσότεροι θα τον θυμούνται με τη συνήθη στολή εργασίας του, ήτοι τα sur mesure κοστούμια του, η αλήθεια είναι πως ο Λυμπέρης έζησε και δημιούργησε στον εκδοτικό χώρο – με κύκνειο άσμα του τη More Media- ως ένας ακούραστος σέρφερ που πάντα κυνηγούσε το επόμενο μεγάλο κύμα. Και δεν σταμάτησε να κολυμπά, ακόμα κι όταν εκείνο έμοιαζε έτοιμο να τον καταπιεί.