Με την ανάδειξη ηγεσίας και στο ΣΥΡΙΖΑ κλείνει ο κύκλος πολιτικής αναστάτωσης που άνοιξε μετά τις εθνικές εκλογές του 2023 και κορυφώθηκε έπειτα από τις ευρωεκλογές του προηγούμενου καλοκαιριού.
Αυτό που μένει να φανεί τώρα είναι εάν το κόμμα που διακρίθηκε στον λαϊκισμό, μπορεί να μετατραπεί σε κάτι διαφορετικό.
Πάντως, δεν πρέπει να λησμονούνται τα όσα μεσολάβησαν ώσπου να καταλήξει στην εκλογή της νέας του ηγεσίας. Ούτε και να υποτιμάται το υψηλό ποσοστό του κατ’ εξοχήν εκπροσώπου της πραγματικής φυσιογνωμίας του κόμματος.
Στην ουσία ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα διχασμένο κόμμα, με διακριτά χαρακτηριστικά των δύο άτυπων, έστω, συνιστωσών του.
Η μεγάλη εικόνα φανερώνει όμως ένα πολυδιασπασμένο πολιτικό σύστημα, το οποίο στην κοινοβουλευτική του έκφανση μπορεί να αποδειχθεί προβληματικό και δυνάμει αποσταθεροποιητικό.
Παρά ταύτα, παραμένει η βασική πολιτική συνθήκη των τελευταίων ετών. Η κυβέρνηση διαθέτει την κοινοβουλευτική και πολιτική ισχύ, που διαφυλάσσει μία στοιχειώδη ομαλότητα και της παρέχει την ευχέρεια να προχωρήσει στο έργο της.
Τα θέματα προς διαχείριση και τα προβλήματα προς αντιμετώπιση είναι πολλά και γνωστά και ο χρόνος έως τις επόμενες εθνικές εκλογές ανοίγει για όλους, κυβέρνηση και αντιπολίτευση, ένα ευρύ εξεταστικό πεδίο.
Υπό μία έννοια πάντως, όλες οι αναδιατάξεις των τελευταίων μηνών κλείνουν τον κύκλο της πολιτικής ανωμαλίας της προηγούμενης δεκαπενταετίας, έστω και αν αφήνουν ίχνη.
Με το μερίδιο ευθύνης που τους αναλογεί, όσες πολιτικές δυνάμεις διεκδικούν τίτλους αξιοπιστίας, οφείλουν να διασφαλίσουν την πολιτική σταθερότητα. Και είναι πιθανό, αυτό να είναι ένα βασικό κριτήριο πολιτικής αξιολόγησης, όταν έλθει η ώρα της κάλπης.