Στην ιστορική σχέση ΣΥΡΙΖΑ και ΠαΣοΚ αναφέρθηκε ο Αλέξης Τσίπρας στο μήνυμά του, κατά την εκδήλωση της παρουσίασης του βιβλίου του Αντώνη Κοτσακά και του Χάρη Τσιόκα «Ιστόρηση 50 χρόνων. Από τα κέντρα λήψης αποφάσεων ΠαΣοΚ-ΣΥΡΙΖΑ». Παράλληλα έκανε λόγο για προσπάθεια «των ελίτ που καταδυναστεύουν τη χώρα» να «ξαναγράψουν την Ιστορία».

Ο πρώην πρωθυπουργός επεσήμανε την ανάγκη επαγρύπνησης των προοδευτικών δυνάμεων σημειώνοντας πως «σε μια χώρα με παράδοση όχι μόνο λαϊκών αγώνων, αλλά και στενής διασύνδεσης της κρατικοδίαιτης ελίτ με τη συντηρητική Δεξιά, που οδηγεί σε κάθε είδους αντιδημοκρατικές πρακτικές και εκτροπές, οι προοδευτικές δυνάμεις οφείλουν να μετρούν προσεκτικά κάθε τους βήμα».

«Δεν υπάρχουν δυστυχώς εύκολες απαντήσεις κι αυτό αφορά κυρίως στην Αριστερά και στα κόμματα του προοδευτικού τόξου. Προφανώς οι αξίες που κινούν την πρόοδο παραμένουν επίκαιρες, αλλά η μετατροπή τους σε κτήμα της κοινωνίας, σε υλική δύναμη, και εν τέλει σε καθημερινή πράξη απαιτεί πολύ περισσότερα από την θέληση και την αποφασιστικότητα» τόνισε ο κ. Τσίπρας και πρόσθεσε:

«Δεν ήμουν ποτέ και δεν είμαι και σήμερα θιασώτης της απογοήτευσης και του αναχωρητισμού, που προκαλεί η δύσκολη πραγματικότητα και τα αναπάντητα ερωτήματα. Αντίθετα, πιστεύω πάντα στη σκέψη του Ρομέν Ρολάν, που υιοθετήθηκε και έγινε γνωστή από τον Γκράμσι: Στην απαισιοδοξία της νόησης και την αισιοδοξία της βούλησης».

Σχολιάζοντας την 50χρονη διαδρομή που πραγματεύεται το βιβλίο ο πρώην πρωθυπουργός είπε: «Μπορώ να αναφερθώ όμως, διαβάζοντάς το, αλλά και κωδικοποιώντας τις δικές μου εμπειρίες και τις εμπειρίες του ΣΥΡΙΖΑ, σε κάποιες σκέψεις, που ίσως να έχουν κάποια σημασία.

Το πρώτο είναι ότι το ΠαΣοΚ, όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ, επιχείρησαν μια «έφοδο στον ουρανό», που όπως κι αν κρίνει κανείς το αποτέλεσμά της, άφησε βαθύ αποτύπωμα τόσο στην πορεία της χώρας, όσο και στις συνειδήσεις.

Και δεν είναι καθόλου τυχαία η προσπάθεια των ελίτ που δυναστεύουν τη χώρα να ξαναγράψουν την Ιστορία. Να αλλοιώσουν ακόμα και την ιστορική μνήμη. Και έχουν το knowhow,αν κρίνουμε από το πώς σε άλλες εποχές έκαναν πολύ χειρότερα, μεταμορφώνοντας τους δωσίλογους της κατοχής σε εθνικόφρονες και τους αντιστασιακούς σε προδότες.

Το δεύτερο είναι ότι καμιά καλή πρόθεση, κανένα καλό πρόγραμμα, δεν αρκεί, αν δεν έχουμε την καθαρή ματιά για να διαβάσουμε σωστά τους συσχετισμούς και τις διαθέσεις της κοινωνίας. Γιατί πάντα στην πολιτική είναι σοβαρό τι λες, αλλά ακόμα πιο σοβαρό ποιος το ακούει.

Και το τρίτο είναι ότι σε μια χώρα με παράδοση όχι μόνο λαϊκών αγώνων, αλλά και στενής διασύνδεσης της κρατικοδίαιτης ελίτ με τη συντηρητική Δεξιά, που οδηγεί σε κάθε είδους αντιδημοκρατικές πρακτικές και εκτροπές, οι προοδευτικές δυνάμεις οφείλουν να μετρούν προσεκτικά κάθε τους βήμα. Όχι για να υποστείλουν τους στόχους τους, αλλά για να μπορέσουν, συνδυάζοντας την αποφασιστικότητα με τη σύνεση, να κάνουν πράξη τις ίδιες τους τις δεσμεύσεις».