Το Ξηρόμερο/Dryland στην 60ή Μπιενάλε της Βενετίας υπήρξε μια πρόκληση για να σπάσουν οι καθιερωμένοι κώδικες εκπροσώπησης: τόσο στους ηλικιακούς περιορισμούς και τις συνθήκες επιλογής που προκρίνουν το «μέσον» της καριέρας, όσο και στη συνθήκη καριέρας στο ατομικό πλαίσιο. Η πρόταση έδωσε χώρο στο συλλογικό πέρα από ατομικές η ομαδικές παρουσιάσεις, σε μια από κοινού δημιουργία που άφησε διαφορετικά πεδία να εμπλακούν και να γίνουν έδαφος ανταλλαγής, σύγκρουσης, διαπραγμάτευσης και αναπροσαρμογής, ξεφεύγοντας από τα όρια του «εγώ».
Η θεματική που ενέπλεκε τη σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον, τη γη, το νερό, την έλλειψη ή την περίσσεια, ήρθε απροσδόκητα σε μια περίοδο φυσικών καταστροφών στις περιοχές αναφοράς του έργου. Χωρίς την πρόθεση της καλλιτεχνικής ομάδας, μπλέχτηκε τραγικά με τις φονικές πλημμύρες στη Θεσσαλία, αλλά και με τις πρόσφατες οικολογικές καταστροφές στη Μεσόγειο. Τα πολιτιστικά χαρακτηριστικά του πανηγυριού, γεωγραφικά αποτραβηγμένα, ήρθαν στο κέντρο σε ένα πλαίσιο αποτυχίας άφιξης σε αυτή τη φαντασιακή συνθήκη της «κάθαρσης». Ήρθαν ως μέρος της καθημερινής μελαγχολίας, ως ένας κύκλος παραγωγής που τελικά πενθεί μέσα από τον χορό. Αυτή η δυναμική μετέβαλε και τη δική μου οπτική, μετακινώντας τη θέση θέασης στην επιμελητική έρευνα των τελευταίων ετών γύρω από το σώμα εν κινήσει, του χορού σε σχέση με το πολιτικό σώμα και τις συνθήκες ρήξης και διαφυγής.
«Ο στόχος ήταν να αναδείξουμε την αποτυχία ως συστατικό της δημιουργίας».
Η αποτυχία, η συμπερίληψή της και η αναγνώρισή της, ήταν σημαντική σε ένα πλαίσιο που προκρίνει μια εικόνα μόνιμης τεχνητής άφιξης στο επιθυμητό, άμεσα συνδεδεμένης με την ευδαιμονία του καταναλωτισμού. Ο στόχος ήταν να αναδείξουμε την αποτυχία ως συστατικό της δημιουργίας και, τελικά, να αποδεχτούμε ότι οι εντάσεις και οι αντιφάσεις —αυτές που μας τρομάζουν— είναι που συνθέτουν την ουσία του έργου. Αυτό έρχεται παράλληλα με την δυστυχώς αποτυχία του συλλογικού, σε ένα πλαίσιο που προκρίνει την ατομική αναγνώριση. Δεν είμαι σίγουρος αν η διαδικασία ξέφυγε από τις παγίδες ή αν στάθηκε με ειρωνική συνέπεια σε αυτές και ως διαχείριση του περιεχομένου με τις διαδικασίες αποκλεισμού, σύγκρουσης, τα παιχνίδια εξουσίας που στην καρδιά τους αναφέρονται στο έργο. Κατάφερε όμως, κατά τη γνώμη μου, να αφήσει τα ρήγματα να αναδείξουν κάτι πραγματικά ζωντανό.
Η συλλογικότητα στο Ξηρόμερο αποδεικνύεται ως συνεχής πάλη. Οι διαφορετικές φωνές των καλλιτεχνών που συμμετείχαν, οι διαφορετικές οπτικές που προέκυψαν, δεν ήταν πάντα εύκολο να συγχωνευτούν και, νομίζω, ορθώς. Αυτές οι αντιφάσεις, οι αναγκαίες εντάσεις, δημιούργησαν τη δυναμική του έργου. Σαν μια σύνθεση που δεν ισχυρίζεται τίποτα αυτονόητο, αλλά σε καλεί να τη διαπραγματευτείς, να αμφισβητήσεις το κάθε «σήμα» που σου δίνει και να αναρωτηθείς: ποιος είσαι, τι βλέπεις, τι σημαίνει αυτό το έργο τώρα για σένα, τη στιγμή που το κοιτάς;
Η αποτυχία, που είναι το «ταμπού» σε τέτοιου είδους διοργανώσεις, έγινε το κύριο θέμα. Η αποτυχία του ποτιστικού μηχανήματος στην καρδιά της εγκατάστασης να κάνει αυτό που καλείται κανονικά, να ποτίσει. Η αποτυχία να συγχρονιστεί, οι διαφορετικοί χρόνοι που δημιουργούνται, το σκούριασμα της μηχανής που γίνεται έμψυχη, ένας μαέστρος που λειτουργεί πέρα από τους κανόνες που του θέτουν, που πετάει την παρτιτούρα. Η αποτυχία είναι ένα μέσο αντίστασης στην ιδέα μιας υποτιθέμενης εξέλιξης, που οδηγεί σε λιμνάζοντα ύδατα και κατεστραμμένες εκτάσεις. Το έργο λοιπόν στέκεται απέναντι σε «επιτυχίες» που πατάνε πάνω σε μια σειρά από παρανοήσεις και παραδοχές που κανείς δεν αμφισβήτησε.
«Το έργο προσέγγισε το εσωτερικό αποικιοκρατικό βλέμμα από το γεωγραφικό κέντρο προς την περιφέρεια, αλλά και από το καλλιτεχνικό κέντρο επίσης».
Το Ξηρόμερο/Dryland ήταν γεμάτο από αυτές τις μικρές αποτυχίες που, όμως, κάθε φορά αποκτούσαν περισσότερη αξία όσο τις αναλύαμε. Όσο τις αγκαλιάζαμε. Όσο τις ενσωματώναμε στο έργο. Εκεί είναι που το έργο έγινε ένα ζωντανό και ενεργό πεδίο συγκρούσεων και εξελίξεων. Αν το έργο είχε μια κατεύθυνση, ήταν αυτή: η συνεχής αμφισβήτηση (του «σωστού», του «ανθρώπινου», του αποδεκτού», του «δικού μας», «του ξένου»). Στη Βενετία, το ίδιο το έδαφος είναι κυριολεκτικά ασταθές και έτσι οι δεδομένες αλήθειες χάνονται, ή τουλάχιστον ανασυγκροτούνται με έναν τρόπο που ανατρέπει τη στατικότητα τους. Το υγρό στοιχείο στο κέντρο του περιπτέρου επαναφέρει με σκωπτική διάθεση αυτή τη συνθήκη, ο ήχος της μηχανής που μοιάζει σαν ένας κουρασμένος άνθρωπος έτοιμος να καταρρεύσει επίσης.
Το έργο προσέγγισε το εσωτερικό αποικιοκρατικό βλέμμα από το γεωγραφικό κέντρο προς την περιφέρεια, αλλά και από το καλλιτεχνικό κέντρο επίσης. Παράλληλα έθιξε ζητήματα όπως ο έμφυλος ρόλος και η κατασκευή ταυτοτήτων μέσα από μοτίβα της παράδοσης που επιτελούνται σε συνθήκες κοινωνικής συγκρότησης, όπως το πανήγυρι. Εδώ, οι συγγραφείς του καταλόγου ήρθαν σε έναν παράλληλο διάλογο και άνοιξαν επιπλέον συζητήσεις με τα δοκίμιά τους, Ο ρόλος της Ιωάννας Γερακίδη, Άλκηστης Ευθυμίου, Άλεξ Στρέκερ, Ιωάννας Ζούλη, Αναστάσιου Κουκουτάς και Μάριου Χατζηπροκοπίου υπήρξε καταλυτικός. Με τις αιχμηρές τους αναγνώσεις, ο κατάλογος σταμάτησε να είναι ένα επιφανειακό συνοδευτικό υλικό και αντίθετα, έγινε η ζωντανή μαρτυρία της έντασης και της ποικιλίας που διαπραγματευόμαστε, ως το «δεύτερο σώμα», η αντανακλαστική φωνή της έκθεσης.
Καθώς πλησιάζουμε στο τέλος αυτής της διαδρομής, αυτό που μπορεί να πει κανείς είναι ότι το Ξηρόμερο/Dryland ήταν μια άσκηση στο να «σπάσεις» την δεδομένη εικόνα και να αποδεχτείς τα ρήγματα, τις αντιφάσεις, την αποτυχία ως μέσο αναταραχής και αναπροσαρμογής εαυτού. Ενώ δεν καλείται το κάθε περίπτερο να ακολουθήσει την καθορισμένη θεματική της Μπιενάλε, όσο φτάνουμε στο τέλος, μοιάζει το «ξένοι παντού» να είναι όλο και πιο σχετικό.
*Ο Πάνος Γιαννικόπουλος είναι επιμελητή της ελληνικής εκπροσώπησης στην 60ή Διεθνή Έκθεση Τέχνης – La Biennale di Venezia.
**Το Ξηρόμερο / Dryland είναι ένα διαμεσικό συλλογικό έργο σε σύλληψη των Θανάση Δεληγιάννη και Γιάννη Μιχαλόπουλου με συνδημιουργούς την Έλια Καλογιάννη, τον Γιώργο Κυβερνήτη, τον Κώστα Χαϊκάλη και τον Φώτη Σαγώνα.
Εθνικός Επίτροπος | Οργάνωση: ΕΜΣΤ | Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, Αθήνα