Ένα στοιχείο το οποίο δεν έχει εκτιμηθεί όσο θα έπρεπε κατά τη διάρκεια της πρόσφατης, πολυετούς ελληνικής κρίσης είναι η αντοχή των θεσμών. Έγιναν πολλαπλές απόπειρες υπονόμευσης ή και κατάλυσής τους, ειδικά κατά την ταραγμένη περίοδο 2014-2019· είτε μέσω μεθοδεύσεων, σκοτεινών συμμαχιών και εργαλειοποίηση της εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας, είτε με την προκήρυξη του τραυματικού δημοψηφίσματος με το νεφελώδες δίλημμα, είτε με την ενορχήστρωση σκευωριών και τις διώξεις πολιτικών προσώπων ή τις απόπειρες πολιτικού ελέγχου των ΜΜΕ και πολλά άλλα, περισσότερο ή λιγότερο γνωστά.
Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο και στις περισσότερες περιπτώσεις επειδή τις κρίσιμες στιγμές λειτούργησαν κάποια αντανακλαστικά, προσώπων ή πολιτικών οργανισμών, τα χειρότερα αποφεύχθηκαν.
Υπό το πρίσμα αυτό, γίνεται αντιληπτή η νευραλγική σημασία του θεσμού της αντιπολίτευσης. Ειδικότερα δε της αξιωματικής, που ορίζεται με σαφήνεια και συνεπάγεται προνόμια, υποχρεώσεις και καθήκοντα.
Σήμερα η χώρα βρίσκεται ενώπιον μίας πρωτοφανούς εναλλαγής κομμάτων στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Δεν έχει προκύψει από εκλογές, αλλά από τον κοινοβουλευτικό εκφυλισμό του κόμματος, που το 2023 ήταν δεύτερο σε ψήφους.
Είναι και αυτό μία ένδειξη της δυνατότητας των θεσμών να καλύπτουν τα κενά, όταν τα πρόσωπα δεν είναι σε θέση να αντεπεξέρχονται στις αποστολές που τους ανατίθενται. Απαιτείται όμως προσοχή. Αυτή η αλλαγή σκυτάλης δεν εγγυάται τίποτε και σε κανέναν. Και υπάρχει το (υποθετικό, αλλά όχι απίθανο) ενδεχόμενο, η νέα αυτή κοινοβουλευτική τάξη να μην είναι μόνιμη. Θα αρκούσε μία επιστροφή κάποιων βουλευτών στις τάξεις του δεύτερου σε εκλογική δύναμη κόμματος, ώστε να αλλάξει και πάλι ο συσχετισμός. Αν μη τι άλλο, η ρευστότητα αυτή υποσκάπτει και πάλι την αξιοπιστία της πολιτικής και επιβάλλει στους πρωταγωνιστές να αναλογιστούν τις ευθύνες τους