Η «Στέλλα», η εμβληματική ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη, βασισμένη στο θεατρικό έργο του Ιάκωβου Καμπανέλη, «Στέλλα με τα κόκκινα γάντια», με πρωταγωνίστρια τη Μελίνα Μερκούρη, έκανε πρεμιέρα στις 21 Νοεμβρίου 1955.
Η «Στέλλα» μια καλλιτεχνικά άρτια, πιστότατη και ταυτόχρονα αβίαστη καταγραφή της αισθητικής, της ατμόσφαιρας, του ύφους και των παθών της ελληνικής κοινωνίας μιας συγκεκριμένης περιόδου, ανήκει στις ταινίες που συνέθεσαν τη ραχοκοκαλιά του ελληνικού κινηματογράφου.
Οι γεννημένοι από τη δεκαετία του 1980 και μετά σίγουρα τη γνωρίζουν. Πώς όμως να την περιγράψεις μέσα σε λίγες γραμμές σε όσους τυχόν δεν τη γνωρίζουν;
Σε λίγες γραμμές
Δανείζεσαι την περιγραφή των «ΝΕΩΝ», από το ούτε πολύ μακρινό, ούτε και πολύ κοντινό 1993, όταν η ταινία θα προβαλλόταν τηλεοπτικά από το MEGA.
«Την έχουν πει “λυδία λίθο του ελληνικού κινηματογράφου”, την έχουν χαρακτηρίσει και “ακρογωνιαίο” λίθο. Για μας είανι το ελληνικό “Όσα παίρνει ο άνεμος” όχι από την πλευρά του πανάκριβου πολύωρου έπους, αλλά από την πλευρά του μύθου.
»Κι ενώ θα έπρεπε κανονικά να την έχουμε βαρεθεί εξαιτίας των πολλαπλών μεταδόσεων από τηλεοράσεως, αλλά και των κινηματογραφικών προβολών και κάποιων βαπτίσεων εσχάτως…
»Εν τούτοις…Μόλις την είδαμε να ξαναπαίζεται τρέχουμε. Ο Μιχάλης Κακογιάννης τιμά τον ελληνικό κινηματογράφο και βρίσκει στο πρόσωπο της Μελίνας Μερκούρη την ιδανική Ελληνίδα Κάρμεν της αθηναϊκής γειτονιάς, που τα δίνει όλα για τον έρωτα στην πιο αγνή του μορφή. Τόσο αγνή ώστε να φαίνεται αμαρτωλή.
»Ο Μάνος Χατζιδάκις έχει συνθέσει κλασικά τραγουδιά. Ο Βασίλης Τσιτσάνης τα παίζει στο μπουζούκι. Ο Γιάννης Τσαρούχης στα σκηνικά, η Ντένη Βαχλιώτη στα κοστούμια, ο Ιάκωβος Καμπανέλλης θεατρικός εμπνευστής του κειμένου. Ό,τι καλύτερο διέθετε η Ελλάδα.
»Και πλάι στη Μελίνα ο Φούντας, ο Αλεξανδράκης, η Ζουμπουλάκη, ο Παπαγιαννόπουλος, η Καββαδία, η Καλογερίκου και η Βέμπο…Όσες φορές και να παιχθεί, θα τα ξαναλέμε».
Η «Στέλλα» απέσπασε θετικότατες κριτικές στο εξωτερικό. Το 1955, στις Κάννες, έχασε στο νήμα τον Χρυσό Φοίνικα (όπως και η Μελίνα Μερκούρη, που, ύστερα από διαφωνία της κριτικής επιτροπής, απέσπασε ειδικό βραβείο ερμηνείας) ενώ το 1956, κατέκτησε τη Χρυσή Σφαίρα μη αγγλόφωνης ταινίας.
Κριτικές
Λίγες ημέρες μετά την πρεμιέρα της ταινία, ο «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ» της 3ης Δεκεμβρίου 1955 συγκεντρώνει τις κριτικές του Τύπου της περιόδου εκείνης και καταγράφει τις – σε πολλά σημεία αντιφατικές – αντιδράσεις.
Γράφει ο Κρίτων στον «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ» της 3ης Δεκεμβρίου 1955.
«Ύστερα από την επιτυχία που εσημείωσε στο φεστιβάλ των Καννών, η “Στέλλα”, η νέα ταινία του Μιχ. Κακογιάννη, παρουσιάσθηκε την περασμένην εβδομάδα και στην Αθήνα.
»Εάν η εισπρακτική της κίνηση απετέλεσε πραγματικό ρεκόρ, η ομοφωνία των κριτικών να την χαιρετίσουν ως την “καλυτέρη έως τώρα επίτευξι του ελληνικού κινηματογράφου” (Έθνος), δεν υπήρξε ολιγώτερο αξιοσημείωτη.
»Η ομοφωνία αυτή θα ήταν συγκινητική εάν δεν συνέβαινε, για τους κριτικούς μας, τα ίδια λόγια να κρύβουν διαφορετικές πραγματικότητες.
«Μεγάλη ηθοποιός»
» “ΤΟ ΒΗΜΑ” βλέπει τρία πράγματα στην ταινία αυτή: «Μία μεγάλη ηθοποιό, ένα πολύ καλό σενάριο, μία καλή σκηνοθεσία”. (..)
»Η κριτικός της “Kαθηνερινής” αφού είδε, όπως μας διαβεβαιώνει πέντε φορές την ταινία, τολμά να πη ότι “η ερμηνεία της Μελίνας είναι μία μεγάλη, πλούσια, δημιουργία διεθνούς κλάσεως”, ενώ ο κριτικός της “Αυγής” μάς εξηγεί πιο αναλυτικά ότι “η Μελίνα χρησιμοποιεί τις υποκριτικές της δυνατότητες με αφάνταστη φυσικότητα σε μία κλίμακα, που πάει από την πιο φτηνή χυδαιότητα ως τον πιο δυνατό δραματικό τόνο”.
»(Γιατί τώρα τα δύο αυτά σημεία βρίσκονται αναγκαστικά τόσο απομακρυσμένα το ένα από το άλλο, ο κριτικός δεν μας το εξηγεί, όταν όμως δούμε παρακάτω πόσο “αριστοκρατικός” είναι στα γούστα του, θα καταλάβουμε πόσο του εστοίχισε ο έπαινος του αυτός).
»Τέλος για το “Βήμα” η κ. Μελίνα Μερκούρη αναδεικνύεται ως “η πρώτη ηθοποιός του κινηματογράφου μας. Δεν υπάρχει άλλη που να στέκεται στο ιδικό της ύψος. Έχει ένα πρόσωπο αληθινά θαυμάσιο, όπου τα “αισθήματα σκαλίζονται – και δεν εκφράζονται με μορφασμούς – έχει ένα σώμα και χέρια και δάκτυλα και μαλλιά και παράστημα μεγάλης καλλιτέχνιδος και έχει ένα ήθος καλλιτεχνικό, για το οποίο δίκαια ημπορεί να υπερηφανεύεται.
»Αν κάποιος έκανε την “Στέλλα” μια ταινία πρώτης γραμμής, ο κάποιος αυτός ήταν η κ. Μερκούρη”.
Το θέμα
Πάντως πέρα από την ερμηνεία και την παρουσία της Μελίνας Μερκούρη, όσον αφορά τα υπόλοιπα στοιχεία της «Στέλλας» καταγράφηκαν διαφωνίες μεταξύ των κριτικών των ημερών εκείνων.
«Το θέμα του έργου αγανάκτησε πολλούς, και πρώτο και καλύτερο, τον κριτικό της “Αυγής”: Αφού απορρίψει “με αγανάκτησιν το περιεχόμενο της ταινίας, θα μας εξήγηση ότι “αυτό που βλέπουμε είναι ένα ξεδιάντροπο μελόδραμα, που προβάλλει ό,τι χαμηλότερο, ό,τι πιο “λούμπεν”, ό,τι πιο χυδαίο και καθυστερημένο στοιχείο υπάρχει στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα”.
»Κάτι, δίχως άλλο, ήξερε η “Έστια” που είχε σπεύσει να προειδοποιήση ότι “στο σενάριο ημπορεί να ευχαριστή τους Γάλλους…αλλά δεν είναι του είδους που αρέσει εις τον μέσον Αθηναίον θεατήν”.
»Δύο ημέρες αργότερα, η ίδια εφημερίδα, συμμορφωνόμενη στις απαιτήσεις των αναγνωστών της καταγγέλει το “κακοηθέστατον σενάριον που εμφανίζει ένα βρωμερόν γύναιον ως πρόμαχον της “ελευθερίας” των ηθών και ως εκ πεποιθήσεως έχθραν του γάμου, τον οποίον θεωρεί απαράδεκτον “φυλακήν”.
Χαρακτήρας και περιβάλλον
»Στο θέμα του έργου ο κριτικός της “Ελευθερίας” πολύ ορθά διακρίνει δύο στοιχεία: “ένα χαρακτήρα και ένα περιβάλλον”: Ο χαρακτήρας είναι μία “αρτίστα των μπουζουκιών…που δεν δέχεται κανενός είδος δεσμούς και καταναγκασμούς…Το περιβάλλον είναι τα μπουζούκια…Ο χαρακτήρας είναι ελκυστικός και, βασικά, πιθανοφανής, το περιβάλλον είναι επίκαιρο”.
»Aλλά ο κριτικός της “Eλευθερίας” δεν ανήκει στην πλειοψηφία. Βεβαίως η κριτικός της “Καθημερινής”, ακόμη πιο ενθουσιώδης απ’ εκείνον, γράφει ότι “μια τέτοια ηρωίδα, τόσο απλή, πρωτόγονη και, συγχρόνως, πλούσια, με όλες τις ερμηνείες που μπορεί κανείς να τη δώση, περήφανη και, για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του Σαίξπηρ, “στον εαυτό της πρώτα αληθινή”, δεν νομίζω να έχη ξαναγίνη.
»Καθόλου όμως σύμφωνη δεν είναι η κριτικός της “Aθηναϊκής”, η οποία σπεύδει να μας υπενθυμίση ότι «η ελευθερία είναι έννοια καλλιεργημένη που προϋποθέτει περισσότερες υποχρεώσεις από δικαιώματα και πρωτίστως κοινωνικό αίσθημα και τοποθέτησι του ατόμου μέσα στο σύνολο”
«Τσουλισμός, μπουζουκισμός, κουτσαβακισμός»
»Οι κύριοι του “Bήματος”, αντιθέτως, φαίνονται να ανήκουν σε άλλη φιλοσοφική σχολή: “To πρόσωπο της ηρωίδος δεν εκφράζει μόνο το ήθος του μπουζουκιού, αλλά και μερικά άλλα χαρακτηριστικά της φυλής μας.
»Δεν θα ήταν λάθος η υπερβολή να ειπωθή ότι ο χαρακτήρας που ζωγραφίζεται έχει διαστάσεις συμβολικές και τις έχει ακριβώς επειδή είναι πειστικός και πιστός σε μια ωρισμένη πραγματικότητα, την οποία εκφράζει.
»Ωστόσο, λίγες μέρες αργότερα, ο χρονογράφος του “Bήματος”, πιστεύοντας, ότι εκφράζει τις εντυπώσεις του “μέσου ανθρώπου” από την “Στέλλα”, θεώρησε χρέος του να ξεσπαθώση: “Eκείνο που αναρωτιόμαστε είναι αν ο τόπος αυτός δεν διαθέτει για προβολή τίποτ’ άλλο από τον τσουλισμό, το μπουζουκισμό, τον κουτσαβακισμό, τα νταϊλίκια, τη μαγκιά, την κουρελαρία, τ’ αγαπητηλίκια…
»Αν τουλάχιστον, αυτά που προβάλλονται αποτελούσαν κανόνα ζωής…Δεν είναι παρά ένας τεχνητός υπόκοσμος, εκζήτηση τολμηρών σκηνών, ακαθαρσία, χυδαιότητα και αθλιότητα που σπάνια τη συναντάτε και σαν εξαίρεση ακόμα.
»Χάθηκαν, συνεχίζει, ως πηγές εμπνεύσεως “το μικροαστικό σπίτι των πόλεων, το δράμα και η κωμωδία των κοινών ανθρώπων, το ελληνικό χωριό με τους καϋμούς του” – η ηθογραφία, τελοσπάντων, ή έστω το δράμα του “μέσου ανθρώπου”;
»Τηρουμένων των αναλογιών, πρόκειται για την γνώριμη επιχειρηματολογία με την οποία ο ίδιος χρονογράφος υποστηρίζει, ότι η αρχαία τραγωδία είναι ακατάλληλη για “μέσους θεατάς”.
»Στ’ αναμεταξύ όμως, το ηθοπλαστικό μένος του κριτικού της “Αυγής” έχει φθάσει στο κατακόρυφο: “Kανένας ως τώρα δεν τόλμησε να αναγάγη την χυδαία προκλητικότητα μιας πόρνης σε βιοθεωρία… Λευτεριά, λοιπόν, στις γυναίκες να πηγαίνουν με τον πρώτο που θα τους αρέση και πετύχαμε την ανεξαρτησία μας! Δυστυχώς, θάναι πολλά τα θύματα της τολμηρότητος του Κακογιάννη”».
(…)
Ο Κακογιάννης
»Ως σκηνοθέτης ο κ. Κακογιάννης δεν ευρήκε όλους σύμφωνους: Η “Εστία” μάς πληροφορεί ότι “απεδείχθη άριστος”, χωρίς να μας εξηγή τους λόγους (…). Αντίθετα, ο κριτικός της “Ελευθερίας” εξηγεί ότι “το δέσιμο πολλών επεισοδίων είναι αδέξιο, ο χειρισμός τους πότε-πότε ελλειπτικός, η δράση κάνει πηδήματα σαν κάτι να λείπη”. (…)
»Επιεικέστερος ο κριτικός της “Aπογευματινής” δικαιολογεί τον κ. Κακογιάννη, λέγοντας ότι “αν το φιλμ υστερή από τεχνικής πλευράς, σ’ αυτό δεν φταίει ο ίδιος, αλλά τα μέσα που διαθέτει ο ελληνικός κινηματογράφος.
»Θαυμάστρια του σκηνοθέτη και η κριτικός της “Kαθημερινής”, που βρίσκει ότι “η ταινία προχωρεί με ένα αξιοθαύμαστο κρεσέντο, που οφείλεται στο πάθος με το οποίο ο Κακογιάννης ξέρει να δουλεύη και να συντονίζη. (…)
»Η “Αυγή” (…) αφού μίλησε για, την “φανταχτερή σκηνοθεσία” του – και ύστερα απέδειξε ότι μόνο φανταχτερή δεν ήταν, – τον χαρακτήρισε σαν ένα “καλό εμπορικό σκηνοθέτη” (…) Και «Το Βήμα», που είχε να παρατηρήση ότι “η εργασία του είναι δίχως άλλο φροντισμένη και καλή, αλλά δεν μας πείθει ότι ο ίδιος είναι τίποτε περισσότερο από ένας καλός “εμπορικός σκηνοθέτης”».
Η μουσική και τα σκηνικά
»Η μουσική του “maître es μπουζούκια” κ. Χατζιδάκι, – όπως τον αποκαλεί η “Eλευθερία” – προεκάλεσε μερικές συζητήσεις. Η “Ελευθερία”, αφού κάνει την εύστοχη παρατήρηση ότι τα μπουζούκια “έχασαν δυστυχώς την γνησιότητά των από τότε πούγιναν συρμός του καλού κόσμου”, βρίσκει ότι η συνεργασία των κ.κ. Χατζιδάκι και Τσιτσάνη ανήκει στο ενεργητικό της ταινίας, και την γνώμη αυτή συμμερίζονται η “Απογευματινή”, η “Καθημερινή”, και η “Αθηναϊκή”.
»Μόνο, “Το Βήμα” κρίνει ότι “η μουσική τόσο των τραγουδιών, όσο και της ταινίας γενικώς είχε ένα χαρακτήρα νόθο, στον οποίο δυστυχώς αρχίζουμε να συνηθίζουμε”. Για την ίδια τέλος εφημερίδα, όπως και για τις περισσότερες από τις άλλες, τα σκηνικά των κ.κ. Τσαρούχη και Κανιάρη ήταν ικανοποιητικά».