Τα Χριστούγεννα του 1958 ο Άγιος Βασίλης είχε φανεί εξόχως γενναιόδωρος με τον οχτάχρονο φιλοπερίεργο και αεικίνητο Μανούσο. Το δώρο του για εκείνες τις γιορτές ήταν μια – συλλεκτικής αξίας σήμερα- μηχανή προβολής ταινιών Super 8. Η ιδέα του παππού του να του χαρίσει με τη μεσολάβηση του κοσμαγάπητου Άγιου ένα τέτοιο δώρο όχι μόνο σφράγισε τα παιδικά χρόνια του εγγονού του, ο οποίος πολλές δεκαετίες αργότερα θα εξακολουθούσε να μνημονεύει τις ταινίες του Τσάρλι Τσάπλιν και του «Χοντρού & Λιγνού» που «κατανάλωνε» απνευστί σε εκείνη τη μηχανή, αλλά καθόρισε τελικά την ζωή του.
Σε εκείνο το παιδικό παιχνίδι απέδιδε το ενδιαφέρον και τελικά τη γνήσια αγάπη του για την εικόνα ο Μανούσος Μανουσάκης, ένας εραστής του κινηματογράφου που όμως έμελλε να καθιερωθεί και να δημιουργήσει τις μεγαλύτερες επιτυχίες του στην ελληνική ιδιωτική τηλεόραση. Αν μιλάμε βέβαια για παιδικά βιώματα που έπλασαν τον Μανουσάκη και τον καθοδήγησαν να ιχνηλατήσει – με βήμα στέρεο και αποτύπωμα διακριτό- στον κόσμο του θεάματος, δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε την άρρητη αλλά αναντίρρητη επιρροή που είχε στην απόφαση του να σπουδάσει σκηνοθεσία στο Λονδίνο η θεία του Ειρήνη Παππά.
Η Καρυάτιδα του σινεμά, όπως την είχε κάποτε περιγράψει κάποτε ο Αλέκος Σακελλάριος, ή η Ελληνίδα θεά, όπως αποκρυσταλλώθηκε στο συλλογικό ασυνείδητο, με την καριέρα αλλά και τη στάση της απέναντι στην ζωή έγινε η καύσιμη ύλη που ανατροφοδοτούσε το πάθος του ανιψιού της να αφηγείται ιστορίες. Άλλωστε την περίοδο που εκείνος ξεκινούσε να αντιλαμβάνεται τον εαυτό του και τον κόσμο, η αδελφή της μητέρας του, το κορίτσι από το Χιλιομόδι της Κορινθίας κατακτούσε την οικουμενική ακτινοβολία και διασημότητα με φιλμ, όπως «Τα κανόνια του Ναβαρόνε», ο «Ζορμπάς» και το «Ζ».
«Τμήμα Ηθών»: Κάτι πολύ μεγαλύτερο από σκέτο καλτ
Για το μεγαλύτερο μέρος του κοινού, ενός κοινού που αντιλήφθηκε και τελικά αγάπησε τον εκλαϊκευμένο τρόπο που ο αείμνηστος δημιουργός μίλησε για τις πιο δύσκολες, τις πιο σκοτεινές και τις πιο άβολες πλευρές των ανθρώπων και της κοινωνίας, ο Μανούσος Μανουσάκης ταυτίστηκε με το θρυλικό σήμερα «Τμήμα Ηθών». Μια αστυνομική, όμως στο βάθος της ανθρώπινη, τηλεοπτική σειρά 112 επεισοδίων που προβλήθηκε στον ΑΝΤ-1 την τριετία 1992-1995. Η συμμετοχή της Ειρήνης Παππά στη δημιουργία του σήριαλ που καθιέρωσε τον σκηνοθέτη και του εξασφάλισε το προνόμιο να λέει τις ιστορίες που ήθελε και κυρίως με τον τρόπο που οραματιζόταν μπορεί να μην ήταν εμφανής, υπήρξε όμως καθοριστική.
Ο Μανουσάκης αρχικά είχε αποφασίσει να γυρίσει μια σειρά εστιάζοντας στην ιστορία μιας ιερόδουλης. Όμως το project όδευε προς ναυάγιο. Ένα βράδυ, συντρώγοντας με την θεία του, μοιράστηκε την απογοήτευση που τότε έμοιαζε αξεπέραστη στα μάτια του. Εκείνη ήταν που φύτεψε στο νου το σπόρο της ιδέας. Ότι, αντί να ασχοληθεί με την ιστορία μιας πόρνης, θα μπορούσε να αναμετρηθεί με πολλές ανάλογες ιστορίες στο όριο νόμου και παρανομίας.
Την επομένη ο Μανουσάκης κατέθεσε την ιδέα του στον Μίνωα Κυριακού. Τα γυρίσματα ξεκίνησαν λίγες ημέρες αργότερα με κεκτημένη ταχύτητα. Το σήριαλ στο οποίο συμμετείχαν αλλά και μαθήτευσαν στρατιές Ελλήνων ηθοποιών χαρακτήρισε τόσο ανεξίτηλα τον σκηνοθέτη, ώστε όταν χρόνια αργότερα εγκαταστάθηκε στο σπίτι-ησυχαστήριό του στο Πόρτο Ράφτη ζήτησε από το δήμο η οδός της κατοικίας του να ονομαστεί Ηθών. Η επιθυμία του βρήκε ευήκοα ώτα από τις αρχές.
«Να πω “στοπ” ή “πάμε” και να τελειώσω εκεί, να φύγω έτσι από τη ζωή. Είναι η καλύτερη αναχώρηση».
Θα περίμενε κανείς ότι ο Μανούσος Μανουσάκης, ένας άνθρωπος που έδωσε τα χέρια με τη δημοσιότητα πριν από τρεις δεκαετίες, ταύτισε το όνομά του με τα τηλεοπτικά hits και έχαιρε αναγνώρισης, εκτίμησης και ομόθυμου σεβασμού από το σινάφι μου, θα ήταν ένας άνθρωπος μακρινός, ίσως απρόσιτος, περιχαρακωμένος μέσα στην επιτυχία του.
Όμως στην πραγματικότητα ήταν το ακριβώς αντίθετο. Προφανώς αυτή η ταπεινότητα, η προσήνεια και το ανοιχτό πνεύμα του, αρετές που μπόλιασε σε κάθε τηλεοπτικό πόνημά του, ήταν που έκαναν κάθε του δουλειά να ενδιαφέρει, να απηχεί και κυρίως να συγκινεί το κοινό. Την αμεσότητά και τον αδιαμεσολάβητο τρόπο του μπορούσε κανείς να υποψιαστεί ακόμα και από τον τρόπο που είχε επιλέξει να επικοινωνεί με τους ανθρώπους μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα.
Ο Μανουσάκης δεν προχωρούσε σε περισπούδαστες αναλύσεις – αυτές προτιμούσε να τις κάνει με τους συνομιλητές του κατά πρόσωπο-, δεν μοίραζε θέσφατα και πολύ περισσότερο δεν έτρεφε τη φιλαυτία του. Αντιθέτως, είχε μια μικρή αλλά ενδεικτική του χαρακτήρα του συνήθεια. Ευχόταν χρόνια πολλά στους εορτάζοντες κάθε ημέρας και ειδικά τις τελευταίες ημέρες – που ήταν τελικά και οι τελευταίες ημέρες της ζωής του- μοιραζόταν με αγωνία και ανυπομονησία τις ημέρες προβολής των επεισοδίων από το «Δίχτυ» της ΕΡΤ1 ή αλλιώς της σειράς που έμελλε να καταγραφεί ως το κύκνειο άσμα του.
Τις τελευταίες ώρες, στον απόηχο της είδησης του θανάτου του δημιουργού, έχει έρθει ξανά στον αφρό της επικαιρότητας μια παλιότερη δήλωσή του. Όταν ο Μανουσάκης εξομολογούνταν πως θα ήθελε να φύγει από την ζωή μέσα στο φυσικό του χώρο, σε ένα δηλαδή γύρισμα: «Να πω “στοπ” ή “πάμε” και να τελειώσω εκεί, να φύγω έτσι από τη ζωή. Είναι η καλύτερη αναχώρηση», έλεγε. Με έναν τρόπο ικανοποίησε την επιθυμία του, έχοντας παρακολουθήσει την προηγούμενη Παρασκευή την πρεμιέρα της ύστατης σειράς του.
Από τον «Βαρθολομαίο» στο «Ουζερί Τσιτσάνης»
Ακούγεται οξύμωρο, όμως ο 74χρονος σκηνοθέτης που ταύτισε το όνομά του με τις τηλεοπτικές επιτυχίες και μάλιστα όχι παίρνοντας εύκολες παρακάμψεις αλλά ακολουθώντας το μη αναμενόμενο δρόμο δεν αγάπησε τίποτα περισσότερο από τον κινηματογράφο. Οι περισσότεροι μπορεί να ξεχωρίζουν την ταινία «Ουζερί Τσιτσάνης», ένα φιλμ αφιερωμένο στην εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης, του 2015 ως το κινηματογραφικό magnum opus του, όμως περισσότερο σημαδιακή για την καριέρα του ήταν μία από τις πρώτες του με τον τίτλο «Βαρθολομαίος».
Έχοντας επιστρέψει με φόρα και νεανικό θυμό στην Ελλάδα από τις κινηματογραφικές σπουδές του στο Λονδίνο ο Μανουσάκης δημιούργησε το 1970 ένα φιλμ με πρωταγωνιστές καθημερινούς κατοίκους του Χιλιομοδίου. Η ταινία είχε μια περιπετειώδη διαδρομή, αφού λογοκρίθηκε από την Χούντα, προβλήθηκε τελικά σε ένα αντιφεστιβάλ που οργάνωσε ο ίδιος ο Μανουσάκης στο περιθώριο του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και αργότερα στην Αλκυονίδα. Μεταξύ σοβαρού και αστείου ο σκηνοθέτης έλεγε πως το φιλμ είχε δημιουργήσει περισσότερο buzz με την απαγόρευση παρά με την προβολή του.
«Κανείς άλλος στην ελληνική τηλεόραση δεν βρήκε το θάρρος και δεν μπήκε στον κόπο να αναδείξει με τον πιο εκλαϊκευμένο τρόπο την κοινωνική ανισότητα, τις διαφορές, το φόβο απέναντι σε κάθε ετερότητα».
Όμως ένιωθε βαθιά ευγνωμοσύνη για τις συζητήσεις που είχε πυροδοτήσει, για το γεγονός ότι τις προβολές είχαν παρακολουθήσει ο Ελύτης και ο Χατζιδάκις και βέβαια για τη γνωριμία του με την γυναίκα της ζωής του, την Μαρία. Γνωρίστηκαν το 1972 στη Θεσσαλονίκη, παντρεύτηκαν τρία χρόνια αργότερα, απέκτησαν δύο παιδιά, τον Μανώλη και την Κλεώνη, και κατάφεραν να κάνουν το για πάντα μαζί πράξη. Ο Μανουσάκης έλεγε πως δεν υπήρξε ούτε στιγμή που μετάνιωσε για το γεγονός ότι πέρασε μια ολόκληρη ζωή με την σύζυγό του.
«Ψίθυροι Καρδίας»: Μια σειρά απέναντι στον ρατσισμό
Το ίδιο αναπολογητικός ήταν και σε σχέση με το τηλεοπτικό έργο του, το οποίο μπορεί να αγαπήθηκε με πάθος από το κοινό τη στιγμή που προβαλλόταν, όμως μάλλον εκτιμήθηκε εκ των υστέρων. Το 1997 ο Μανουσάκης είχε μια σχεδόν τρελή και σίγουρα προωθημένη ιδέα για τα χρηστά ήθη εκείνης της εποχής. Αποφάσισε να μεταφέρει στη μικρή οθόνη την ιστορία ενός ασύμβατου κοινωνικά, ανήκουστου για να είμαστε ειλικρινείς και σύμφωνοι με τα τα ταμπού και τις προκαταλήψεις της ελληνικής κοινωνίας, ανάμεσα σε έναν λευκό άνδρα και μια Ρομά γυναίκα. Οι «Ψίθυροι Καρδιάς» έγραψαν ιστορία όχι μόνο εξαιτίας της θηριώδους τηλεθέασης, η οποία έφτασε ακόμα και στο 76,7% και έκτοτε παραμένει αξεπέραστη, αλλά κυρίως λόγω της θεματικής τους που με έναν τρόπο μας τοποθέτησε όλους απέναντι στον καθρέφτη μας. Όχι με υψωμένο δάχτυλο.
Μπορεί ο Μανουσάκης να υπήρξε ένας μεγάλος δάσκαλος της τηλεόρασης, όμως δεν ήθελε να διδάξει μέσα από τις σειρές του. Αλλά να καταγράψει και να αναδείξει. Το πραγματικό και το αυτονόητο. Κομβικό ρόλο στη δημιουργία της σειράς-θρύλου είχε η πολυαγαπημένη σύζυγός του. Εκείνη ήταν που διέσχιζε καθημερινά για να πάει στην εργασία της τον καταυλισμό των Ρομά που υπήρχε τότε πίσω από το Νομισματοκοπείο και του πρότεινε να μεταφέρουν αυτές τις εικόνες αληθινής ζωής στη μικρή οθόνη. «Ήταν μια σειρά απέναντι στο ρατσισμό και στη μισαλλοδοξία», επισήμαινε ο δημιουργός το καλοκαίρι του 2023, προσκεκλημένος μαζί με τους πρωταγωνιστές του, Αννα Μαρία Παπαχαραλάμπους και Απόστολο Γκλέτσο, στο podcast MEGA Reunion.
Ένας μάστορας της εικόνας
Παρότι δημοφιλής και αγαπητός και μολονότι αποδείχτηκε ένας μάστορας των λαϊκών θεαμάτων, ο Μανουσάκης δε χάιδεψε ποτέ τα αυτιά του κοινού του και πρόκρινε στα έργα του το ρεαλισμό αντί του εύκολου (και εύπεπτου) λαϊκισμού. Η επιλογή του αν μη τι άλλο τον δικαίωσε. Κατάφερε να να θίξει και να μιλήσει για τα μείζονα σε ένα μεγάλο και χαοτικά ετερόκλητο κοινό, όπως αυτό της τηλεόρασης, με τον πιο απλό, εύληπτο και άμεσο τρόπο. Μπορεί κάποιοι να εξέλαβαν ως καλτ των έρωτα ανάμεσα σε έναν λευκό και μια τσιγγάνα («Ψίθυροι Καρδιάς»), σε έναν Αλβανό και μια Ελληνίδα («Η αγάπη ήρθε από μακριά»), σε μια αγιογράφο και σε έναν ιερέα («Άγγιγμα Ψυχής») ή σε μια φοιτήτρια και ένα μουσουλμάνο της Δυτικής Θράκης («Μη μου λες αντίο»), όμως στο τέλος της μέρας η αλήθεια είναι πως κανείς άλλος στην ελληνική τηλεόραση δεν βρήκε το θάρρος και δεν μπήκε στον κόπο να αναδείξει με τον πιο εκλαϊκευμένο (και άρα αντιληπτό) τρόπο την κοινωνική ανισότητα, τις διαφορές, το φόβο απέναντι σε κάθε ετερότητα.
Μπορεί να επικρίθηκε κάποτε για την επιλογή της θεματολογίας του, όμως ποτέ κανείς δεν αμφισβήτησε την τίμια προσέγγισή του, τη γνήσια περιέργεια και βέβαια τον αριστοτεχνικό τρόπο του. Ο αείμνηστος σκηνοθέτης υπήρξε ένας μάστορας της εικόνας είτε καταπιανόταν με υποθέσεις αταίριαστων ερώτων είτε τις φορές που πάντρεψε τη μικρή οθόνη με την ιστορία («Το κόκκινο ποτάμι») είτε όταν μετέφερε μεγάλη λογοτεχνία στους δέκτες μας («Βαρδιάνος στα Σπόρκα», «Ποιος ήταν ο Φονεύς του Αδελφού μου», «Κρίσιμες Στιγμές»).
Ο Μανουσάκης, ένας άνθρωπος σύγχρονος, πολυδιαβασμένος και φύσει ανήσυχος όρισε την ελληνική μυθοπλασία και διαμόρφωσε την τηλεόραση όπως την ξέρουμε σήμερα. Χωρίς να το κάνει θέμα ή να περιαυτολογεί και κυρίως χωρίς ποτέ να θεωρεί τον εαυτό του πιο σημαντικό ή σπουδαίο από εκείνο που είχε να πει.