Κι αν είναι μαθημένο από ουρές που καταλήγουν μπροστά στην είσοδό του το «Διογένης studio»! Κι αν είναι μαθημένος από ουρές ο Λάκης Λαζόπουλος! Ένας από τους πιο παλιούς και ιστορικούς χώρους διασκέδασης στην Αθήνα είναι το νέο τηλεοπτικό σπίτι για το «Αλ Τσαντίρι Νιούζ» αλλά και για τον άνθρωπο που το όνομά του είναι συνώνυμο της σάτιρας – η οποία αν λογίζεται ως τέτοια έχει εξ ορισμού πολιτικό περιεχόμενο. Καμία έκπληξη λοιπόν για το γεγονός ότι ήδη από τις 20:00 δύο μεγάλες ουρές είχαν σχηματιστεί στη συμβολή της Συγγρού με την Αμφιθέας από κόσμο που ήθελε να παρακολουθήσει από κοντά την επιστροφή του Λάκη Λαζόπουλου στην τηλεόραση και στο MEGA, τη συχνότητα δηλαδή που τον ανέδειξε, ανήμερα μάλιστα των 35ων γενεθλίων του καναλιού.
Αν δεχτούμε ότι υπάρχει «το κοινό του Λαζόπουλου» (το 31,5% τηλεθέασης δείχνει ότι υπάρχει) τότε ο πυρήνας του είναι εδώ. Γυναίκες κυρίως, αλλά και άνδρες, οι περισσότερες και οι περισσότεροι στα τελευταία σκαλοπάτια της κλίμακας του δυναμικού κοινού (18-54), χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν συναντούσες και κόσμο νεότερο, ακόμα και φοιτητές. Είχαν φτάσει στο «Διογένης» σε παρέες, ελάχιστοι ήταν εκείνοι που περίμεναν ανά δύο, πόσο μάλλον μόνοι τους. Και όλοι τους περιποιημένοι, με τη φροντίδα που θα έδειχναν για μια casual σαββατιάτικη έξοδο. Βλέπεις, όταν υπάρχει η πιθανότητα να βρεθείς έστω και για λίγα δευτερόλεπτα σε πλάνο της prime time ζώνης οφείλεις να είσαι κατάλληλα προετοιμασμένος.
Περισσότερο όμως και από αυτό, καταλάβαινες πως όλος αυτός ο κόσμος δεν ντύθηκε, στολίστηκε, βγήκε από το σπίτι του σε μέρα χωρίς ΜΜΜ λόγω της γενικής απεργίας και περίμενε όρθιος για τουλάχιστον 45 λεπτά έξω από την πόρτα του «Διογένης» για 15″ δημοσιότητας και τις ομαδικές selfie. Δεν είναι εδώ ως απρόσωπο κοινό που θα γεμίσει ένα τηλεοπτικό πλατό, αλλά ως καλεσμένοι που έρχονται να τιμήσουν τον αγαπημένο τους οικοδεσπότη, ο οποίος μέσα σε λίγα χρόνια διένυσε τη διαδρομή από την άκριτη αποθέωση στην ηχηρή αποκαθήλωση.
Παρά την αναμονή ουδείς διαμαρτυρήθηκε. Μακάρι και σε άλλες ουρές της καθημερινότητας μας να δείχναμε αντίστοιχη υπομονή και ευγένεια. Κι όταν γύρω στις 20:45 άνοιξαν οι πόρτες δεν υπήρξαν ούτε σπρωξίματα, ούτε παράπονα για το ποιος μπαίνει πρώτος και ποιος δεύτερος, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν και εκείνοι που ήθελαν να πατήσουν πιο γρήγορα τη χαρακτηριστική παχιά κόκκινη μοκέτα του «Διογένη». Αν χρειαζόταν να επινοήσουμε μια κλίμακα ευγένειας, τότε η «ουρά Λαζόπουλου» θα ήταν η βαθμίδα που θα αντιστοιχούσε στο άριστα.
Αναπάντεχο; Όχι. Όσοι ανέμεναν γνώριζαν ότι όλα θα κυλήσουν όπως πρέπει, την ώρα που πρέπει και ότι κανείς δεν υποτιμά τη νοημοσύνη τους. Αυτό ακριβώς άλλωστε δεν είναι εδώ και χρόνια το debate ανάμεσα σε όσους παρακολουθούν φανατικά Λαζόπουλο και σε όσους τον μισούν: αν παίζει ή όχι με τη νοημοσύνη τους.
Η ταξιθεσία ολοκληρώθηκε ομαλά και μέσα σε λίγα λεπτά. Παντού έβρισκες ένα άτομο της παραγωγής με τα μαύρα φούτερ και το χαρακτηριστικό καρπούζι του «Τσαντιριού» για να σε εξυπηρετήσει. Από τον εξώστη, ο dj προσπαθούσε να ζεστάνει το παγωμένο λόγω του δυνατού κλιματισμού πλατό. Όπως φαινόταν από τις αντιδράσεις του κόσμου σε όλη τη διάρκεια της εκπομπής, τα περάσματα από Μητροπάνο σε Δάντη και από Νταλάρα σε Ρέμο δεν λειτουργούν με επιτυχία μόνο στα γαμήλια πάρτι αλλά κα στο «Τσαντίρι». Και τελικά, κοίτα να δεις που υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι μπορεί να χορεύουν το «Shick, Shack, Shock» και μετά από λίγα λεπτά να βουρκώνουν με τον αγώνα των συμβασιούχων πυροσβεστών.
Ένα remix του «Μηδέν» ακούγεται δυνατά και η φωνή της Αρβανιτάκη να τραγουδά σε στίχους του Λαζόπουλου «βάλαμε φωτιά στα φρένα» συνοδεύει τον floor manager που μετρά αντίστροφά μέχρι να εμφανιστεί στους τηλεοπτικούς δέκτες το σήμα του «Αλ Τσαντίρι» για πρώτη φορά μετά από πέντε χρόνια, η μεγαλύτερη περίοδος «χειμέριας νάρκης» της εκπομπής από το 2004 που ξεκίνησε.
Υπάρχει λόγος να μιλήσει ο Λαζόπουλος;
Το χθεσινό επεισόδιο ήταν το 240ο επεισόδιο του «Τσαντιριού» (αν εξαιρέσουμε δύο επεισόδια που προβλήθηκαν μόνο μέσω διαδικτύου το 2021), παρόλα αυτά το άγχος και το τρακ δεν έλειπαν. Μόλις έφτασε η ώρα για το πρώτο διάλειμμα, έβγαλε έναν βαθύ αναστεναγμό ανακούφισης και ευχαρίστησε όσους βρισκόμασταν από κάτω για τη στήριξη. Μα για σκεφτείτε πώς άφησε ο Λαζόπουλος το πολιτικό σκηνικό το 2019 και πώς το βρίσκει το 2024 -είναι σαν να έχουν περάσει αιώνες. Μετά από μια πανδημία, έναν πόλεμο και μια γενοκτονία (αμφότερα στη «γειτονιά» μας), τα Τέμπη, το σκάνδαλο των υποκλοπών, φυσικές καταστροφές που επαναλαμβάνονται κάθε χρόνο με ακρίβεια Ελβετού κλητήρα, την εξαΰλωση του ΣΥΡΙΖΑ, εύλογα αναρωτήθηκε ο Λαζόπουλος «Μα έπρεπε να φθάσει ο τρίτος Παγκόσμιος για να βρεθούμε;».
«Κι αν υπάρχει λόγος να μιλήσω» ήταν από τις πρώτες ατάκες της πρόζας του, παραφράζοντας το «Αν υπάρχει λόγος» του Νταλάρα που εκείνη τη στιγμή έπαιζε ζωντανά η ορχήστρα του.Πράγματι, δεν είναι πως έλειπαν οι αφορμές στη διάρκεια αυτής της πενταετίας. Από τη μία, είναι τέτοια η βαναυσότητα της εποχής που νεκρώνει κάθε διάθεση για χιούμορ. Από την άλλη, έχει διαμορφωθεί ένα τόσο ασφυκτικό πλαίσιο δημόσιο λόγου -ή καλύτερα δημόσιας αφωνίας- που μια εκπομπή όπως το «Αλ Τσαντίρι», με όλες τις αφ’ υψηλού ή και ουσιώδεις επιφυλάξεις που μπορεί να έχει κάποιος για το περιεχόμενό της, δύσκολα βρίσκει θέση στο τηλεοπτικό πρόγραμμα -παρά το γεγονός ότι μιλάμε για εκπομπή που αποτέλεσε φαινόμενο με θηριώδεις τηλεθεάσεις και, κυρίως, παρά το γεγονός ότι φέρει την υπογραφή ενός εκ των κορυφαίων και ευφυέστερων κωμικών της χώρας.
Αν στην πρώτη του επιστροφή, το 2019, το στοίχημα του Λαζόπουλου ήταν να παραμείνει συναφής, το 2024 είναι διαφορετικό: να σταθεί με αξιώσεις μέσα σε ένα περιβάλλον θεσμικής διαστρέβλωσης της πραγματικότητας, γενικευμένης αποχαύνωσης («Όλοι οι οργισμένοι, χαπακώθηκαν», θα πει) και εκκωφαντικής σιωπής.
Μα και σε προσωπικό επίπεδο, αυτή η πενταετία που κύλησε σφραγίστηκε από τον θάνατο της πολυαγαπημένης της συζύγου, Τασούλας, και από τη διαχείριση του πένθους αυτής της απώλειας. Ο Λαζόπουλος του 2024 ανεβαίνει στη σκηνή λιγότερο γκαζωμένος, με ένα βάρος ολοκληρωτικά δικό του. Εξακολουθεί να έχει επίγνωσή της κοινωνικής αδικίας αλλά, τουλάχιστον στην πρεμιέρα του, δεν παρουσιάστηκε με διάθεση να υποδείξει, αν και το κοινό από κάτω ήταν προετοιμασμένο να ακούσει με ευλάβεια ένα «κήρυγμα».
Το νέο «Αλ Τσαντίρι»
Η καλύτερη στιγμή του ήταν το δεύτερο μέρος, εκεί όπου μάλλον είδαμε τι νέο θα φέρει στο «Αλ Τσαντίρι». Έκλεισε το μάτι σε μια νεότερη γενιά τηλεθεατών που δεν κρατά τηλεκοντρόλ αλλά σκρολάρει στον καναπέ εντάσσοντας μπόλικο TikTok, σατιρίζοντας με χάρη τα γραφικά του Νίκου Ευαγγελάτου και προβάλλοντας την πιο meme πλευρά της Αγγελικής Νικολούλη μέσα από τις αντιδράσεις της -οι οποίες ήδη έχουν κερδίσει τη δική τους δεσπόζουσα θέση ως gifakia σε κάθε group chat. Απαγκιστρώθηκε σημαντικά από την αυτοναφορικότητα της τηλεόρασης, ανακυκλώνοντας υλικό από άλλες εκπομπές, ενώ ήταν αισθητά μικρότερος ο χρόνος που αφιέρωσε στα βίντεο από τις λαϊκές.
Είδαμε επίσης αρκετά deepfake βίντεο με ai φωνές των πρωταγωνιστών της επικαιρότητας. Τεχνικά άρτια, όμως στη ροή του σόου αυτό το εύρημα μάλλον δεν δούλεψε και τόσο καλά για ένα ενδεικτικό της κοινωνικής συγκυρίας λόγο: η πραγματικότητα πολλές φορές ξεπερνά τη σάτιρα και έτσι δεν έκανε σε κανέναν εντύπωση όταν, πχ, την ai φωνή του Άρη Πορτοσάλτε να λέει ότι οι γονείς φταίνε για την επιβάρυνση των νοσοκομείων αφού δεν φροντίζουν να βάζουν ένα πουλόβερ στα παιδιά τους. Θα μπορούσε πράγματι να είχε ειπωθεί. Προσωπικά googlara για να θυμηθώ πότε ακριβώς το είχε πει.
Η πρόζα του, φυσικά, κορυφώθηκε με την ατάκα για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται από την Κυβέρνηση η κυρία Καρυστιανού ήδη παίζει παντού στο Χ από χθες βράδυ: «Δηλαδή ζούσε μια ζωή περιμένοντας να σκοτωθεί το παιδί της για να ντροπιάσει τη χώρα;». Προηγουμένως πέρασε από τα ελληνοτουρκικά, με μια κάπως θολή στάση απέναντι στον πρώην πρωθυπουργό και προσφάτως διαγραφέντα από τη ΝΔ, Αντώνη Σαμάρα, αλλά και από τα εσωκομματικά ΣΥΡΙΖΑ («Ένα πτώμα που το κουβαλούν οι τέσσερις υποψήφιοι αρχηγοί του» είπε σε κάποια στιγμή).
Φυσικά δεν ήταν όλα τέλεια. Αρκετά κείμενα ήταν κάπως ξεπερασμένα από τις εξελίξεις της επικαιρότητας, κάποια ζητήματα που ήρθαν στο προσκήνιο τις τελευταίες μέρες, όπως η woke agenda, αναφέρθηκαν επιδερμικά. Η συγκυρία της γενικής απεργίας μάς στέρησε -δικαιολογημένα- τη «ζωντανή» παρουσία της Ελένης Γερασιμίδου.
Το φορτίο του Λαζόπουλου
Μετά το εγκάρδιο χειροκρότημα στο φινάλε, ο κόσμος αποχωρούσε ικανοποιημένος αλλά και με μια κρυφή προσδοκία την οποία θα τρέφει και στα επόμενα επεισόδια: την ανάγκη να γελάσει ακόμα περισσότερο. Όποιος βρέθηκε χθες στο «Διογένης» δεν γινόταν να μην παρατηρούσε ότι το «πάρτι» με τις μουσικές του dj στα διαφημιστικά διαλείμματα λειτουργούσε ως βαλβίδα αποσυμπίεσης -όχι από τη «βαριά» θεματολογία, αλλά από ένα ευρύτερο «πλάκωμα».
Κανείς δεν γνωρίζει αν το ο «Τσαντίρι» θα επανακτήσει την απήχηση του παρελθόντος και πώς θα εξελιχθεί ο ρόλος του Λάκη Λαζόπουλου μέσα στη σεζόν. Έχει κάθε λόγο να νιώθει ικανοποιημένος για με πετυχημένη, παρά το άγχος της, πρεμιέρα. Έχει αρκετή εμπειρία και γνώση ώστε να μην γίνει «αυτός που λέει όσα δεν λένε οι άλλοι» ούτε «αυτός που λέει όσα θέλουμε να ακούσουμε για να πάμε για ύπνο καθησυχασμένοι». Ο επιτονισμός, οι παύσεις, τα ρητορικά ερωτήματα, οι ρητορικές ακροβασίες, το χέρι που πάντα δείχνει προς μια εξουσία, όλα αυτά παραμένουν εκεί. Ο Λαζόπουλος όμως εμφανίστηκε μετά από πολλά χρόνια περισσότερο τρυφερός, περισσότερο ευάλωτος μα ταυτόχρονα στιβαρός.
Λίγα δευτερόλεπτα πριν ολοκληρωθεί ένα από τα τελευταία διαφημιστικά διαλείμματα, ακούγεται από τα ηχεία το «Αν ξαναγεννιόμουνα» με τη φωνή της Αλέκας Κανελλίδου. Ο Λαζόπουλος ζητά να δυναμώσουν την ένταση και σιγομουρμουρίζει το ρεφρέν. Το φορτίο του δεν είναι να νουθετήσει, μα να δώσει μια μάχη οπισθοφυλακής: να διαφυλάξει χώρο και χρόνο για σάτιρα και κριτική· για αυτούς που δεν θα φοβηθούν να ακολουθήσουν.