Η διαγραφή του πρώην Πρωθυπουργού από την ΚΟ και το κόμμα της ΝΔ μετά την συνέντευξή του στο Βήμα της Κυριακής, ενδεχομένως να έχει χαρακτήρα ιστορικής τομής. Σε αντίθεση με την προηγούμενη αποχώρησή του πριν από τριάντα ένα χρόνια, συμβαίνει σε μία συγκυρία γενικότερων πολιτικών και ιδεολογικών αναδιατάξεων, ανεξαρτήτως των πραγματικών κινήτρων της κριτικής του και των περιθωρίων αντίδρασης του εν ενεργεία Πρωθυπουργού.

Οι εξελίξεις στα μέτωπα για τα οποία προβληματίζεται ο διαγραφείς είτε θα τον δικαιώσουν, είτε θα τον διαψεύσουν. Σε κάθε περίπτωση όμως, η απομάκρυνσή του διαμορφώνει μία συνθήκη δυνάμει κρίσης, η οποία θα μπορούσε να προκαλέσει ένα ντόμινο εξελίξεων.

Προς το παρόν είναι άγνωστο αν θα υπάρξουν πρόθυμοι να τον ακολουθήσουν, διακινδυνεύοντας την  πολιτική τους πορεία και διαταράσσοντας την συνοχή της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και την πολιτική σταθερότητα.

Είναι όμως βέβαιο ότι η εξέλιξη θα λειτουργήσει ως θρυαλλίδα μίας συζήτησης για τον πολιτικό προσανατολισμό του κόμματος και της ίδιας της κυβέρνησης, σε ένα περιβάλλον γενικευμένης ρευστότητας. Η σύμπτωση έχει ένα επιπλέον ενδιαφέρον, καθώς η διαγραφή συνέβη δύο μόλις ημέρες έπειτα από την πολιτική επανατοποθέτηση του Πρωθυπουργού, με αφορμή και την εκλογική εξέλιξη στις ΗΠΑ.

Οι αφορμές για τις ενδεχόμενες περαιτέρω εκδηλώσεις προθέσεων θα παρουσιαστούν σύντομα, αρχικώς κατά τη διαδικασία ψήφισης του προϋπολογισμού και εν συνεχεία με την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας.

Εν αναμονή αυτών, αν υπάρχει κάποιος που δεν έχει πολλούς λόγους να χαίρεται, αυτός είναι ο έτερος πρώην Πρωθυπουργός και πρόεδρος της ΝΔ. Είτε τον ενδιέφερε η Προεδρία της Δημοκρατίας, είτε όχι, η πρόταση του ονόματός του από τον όψιμο πολιτικό του συνοδοιπόρο, μάλλον εκμηδένισε τις όποιες πιθανότητές του.