Οι Charlatans με την επανέκδοση του άλμπουμ του 1994 «Up to Our Hips» (Deluxe Edition), οι Primal Scream με τον Bob Gillespie στο «Come Ahead» και οι Eat-Girls με «Area Silenzio», αποδεικνύουν ότι αν και εκκινούν από διαφορετικές αφετηρίες εντούτοις καταλήγουν στο ίδιο σταθμό. Αυτόν της δημιουργίας και του προσωπικού οράματος.
The Charlatans | «Up to Our Hips» (Deluxe Edition)
Στο μακρινό ή κοντινό 1994 (εξαρτάται πως νιώθει κανείς και όχι κατ’ ανάγκην πότε γεννήθηκε), οι Charlatans – εκ των πιονέρων της πάλαι ποτέ σκηνής του Madchester – κυκλοφόρησαν το «Up to Our Hips». Πρόκειται για το τρίτο στούντιο άλμπουμ του βρετανικού ροκ συγκροτήματος (κυκλοφόρησε στις 21 Μαρτίου 1994 μέσω της Beggars Banquet Records). Το δεύτερο ήταν το «Between 10th and 11th» στις αρχές του 1992 ενώ η πρώτη του δισκογραφική κατάθεση ήταν το «Some Friendly» το 1990.
Σε αυτή την τρίτη εργασία τους, οι Charlatans, ξεκίνησαν να δημιουργήσουν ένα άλμπουμ εμπνευσμένο από την κλασική ροκ, συνδυάζοντας τα πάντα. Aπό τον Dylan και τους Stones μέχρι ό, τι άλλο είχαν στο μυαλό τους. Το «Up to Our Hips» παρήχθη από τον Steve Hillage, ο οποίος κατά κάποιο τρόπο άλλαξε τον ήχος τους, πρόσθεσε περισσότερα κρουστά ή μάλλον ήταν περισσότερο ενεργά και δεν τα κατάφερε άσχημα. Στα μεγάλα συν του δίσκου η κιθάρα του Mark Collins και το μπάσο του Martin Blunt.
Η επανέκδοση του άλμπουμ ( 2LP/2CD/DIGITAL) περιλαμβάνει το αρχικό άλμπουμ εκτός από 10 μπόνους κομμάτια που αποτελούνται από ζωντανές ηχογραφήσεις, σπάνιες μίξεις και άλλα, όλα σε επιμέλεια του Tim Burgess. Η ειδική συσκευασία έχει ολοκαίνουργιο επανασχεδιασμένο artwork του Nik Void και το LP είναι πετρόλ μπλε βιοβινύλιο.
Μουσικά, ο ήχος του «Up to Our Hips» θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως funk rock και ως Britpop αν και τα μέλη του συγκροτήματος σε συνεντεύξεις που έδωσαν μετά χρόνια, δεν συμφώνησαν με τον όρο Britpop. Μάλιστα ο τραγουδιστής του συγκροτήματος Tim Burgess είχε δηλώσει, ότι αυτό που έκανε κάθε μέλος του γκρουπ, σε αυτόν τον δίσκο ήταν να διευρύνει τους μουσικούς του ορίζοντες, έχοντας επιρροές από τα έργα των Beach Boys , Can, Faces, Funkadelic, Beatles, Bob Dylan, Jimi Hendrix .
+ : είναι αυτοί που έγραψαν το «The only one I know»
– : ίσως σήμερα το άλμπουμ κάπου κουράζει
4 / 5
Primal Scream | «Come Ahead»
Το πρώτο άλμπουμ των Primal Scream μετά από οκτώ χρόνια με οδηγό πάντα τον Bobby Gillespie, βρίσκει τον τελευταίο σε φόρμα με και soul και funk διάθεση. Και αυτό πολύ μας αρέσει. Ο σκωτσέζος μουσικός, τραγουδιστής, τραγουδοποιός, πολυοργανίστας, ιδρυτικό μέλος, βασικός στιχουργός και μοναδικό συνεχές μέλος των Primal Scream, σε αυτό τον δίσκο κάνει ότι είναι δυνατόν ώστε να αναζωογονήσει τόσο τον εαυτό του όσο και εμάς.
Οι Primal Scream έχουν περάσει μεγάλο μέρος αυτού του αιώνα στον αυτόματο πιλότο. Κάθε άλμπουμ μετά το «XTRMNTR» του 2000, «ανασκεύασε» με σεβασμό τα βασικά συστατικά του frontman Bobby Gillespie: grooves με οξύτητα, πολιτικούς στίχους, μελωδίες που είτε σε οδηγούν σε πάρτυ είτε σε χαλάρωση με μπαλάντες. Μπορεί κάποια πράγματα να άλλαξαν σε πέρασμα των ετών αλλά τα «More Light» του 2013 και «Chaosmosis» του 2016, δεν έχουν προσφέρει και πολλά, διαφορετικά, πράγματα. Κάποιοι έχουν γράψει ότι αν κάποιος έχει ακούσει ένα άλμπουμ Primal Scream τα τελευταία 25 χρόνια, τα έχει ακούσει όλα. Εν πολλοίς μπορεί αυτό να ισχύει και για το 12ο άλμπουμ της σκωτσέζικης μπάντας «Come Ahead» , αλλά τουλάχιστον εδώ καταδεικνύεται η μεγάλη αγάπη του Gillespie για το funk και τη soul.
Επειδή τα στερνά τιμούν τα πρώτα, εδώ ο Bob και οι Primal Scream, παρουσιάζουν ένα ταξίδι στα χορωδιακά γκόσπελ, στη τζαζ χωρίς να ξεχνά την αγάπη του για την μαύρη μουσική. Στα παραπάνω να προσθέσουμε τον θάνατο του πατέρα του Gillespie και του πληκτρίστα του συγκροτήματος Martin Duffy (μια παλιά οικογενειακή φωτογραφία του πατέρα του Gillespie κοσμεί το εξώφυλλο), δύο γεγονότα που έχουν παίξει τον ρόλο τους, στην ερμηνεία του Bob. To «Come Ahead», ακούγεται ως ταξίδι νοσταλγίας μέσα από την ψυχής των Primal Scream και κυρίως του Bob Gillespie.
+ : η επιστροφή του Bob Gillespie
– : η έλλειψη καθαρού προσανατολισμού στην σύνθεση
4 / 5
Eat-Girls | «Area Silenzio»
Το γαλλικό συγκρότημα Eat-Girls σχηματίστηκε όταν η Amélie Guillon και η Elisa Artero άρχισαν να γράφουν τραγούδια μαζί, ενώ είχαν μείνει στο διαμέρισμά τους κατά τη διάρκεια του lockdown για τον COVID-19 το 2020. Ο Maxence Mesnier, ο οποίος έκανε master στο ντεμπούτο EP των Eat-Girls, έγινε το τρίτο μέλος του γκρουπ όταν άρχισαν να παίζουν ζωντανά. Λίγα χρόνια αργότερα, εμφανίστηκαν στη δισκογραφική Bureau B με έδρα το Αμβούργο με το «Area Silenzio», το ντεμπούτο τους άλμπουμ.
Όπως στο προηγούμενο υλικό τους έτσι και αυτό αναπτύσσει τον θολό, απόκοσμο ήχο. Από την αρχή, έφτιαξαν αραιά, απόκοσμα τραγούδια με προγραμματισμένα ντραμς, έντονα πλήκτρα και φωνητικά που περιστασιακά «φουντώνουν» και γίνονται θορυβώδη, συμμετέχοντας περισσότερο ενεργά στην δομή των τραγουδιών.
Το «On a Crooked Swing» ανοίγει το άλμπουμ με δυνατούς ρυθμούς drum machine ενώ τα φωνητικά του τρίο θολώνουν με ένα απόκοσμο μουγκρητό. Το «Canine» είναι παιχνιδιάρικο τραγούδι με μίνιμαλ ρυθμό, ενώ το «A Kin» έχει post-punk ρυθμό και παλλόμενα synths, που ενισχύονται τελικά από τα γρήγορα χτυπήματα στα τύμπανα. Το απογυμνωμένο και συναισθηματικά άμεσο «Saint’s Discards» είναι το πιο απλό ποπ τραγούδι του άλμπουμ. Συναρπαστικός προβληματισμός για παλιές φιλίες. Μινιμαλιστικό στολίδι «Para los Pies Cansados» ενώ στο «Trauschaft» κυριαρχεί το μπάσο. Οι Eat-Girls, έχουν ιδιαίτερο στυλ και θα περιμένουμε έως ότου το τελειοποιήσουν.
+ : το ιδιαίτερο συνθετικό στυλ τους
– : πολλή πληροφορία ήχων
3,5 / 5