Ο Σταμάτης Φασουλής έχει το θέατρο, τα έργα, τις σκηνοθεσίες, τους ηθοποιούς. Έχει κι έναν τρόπο να περνά την ζωή μέσα απ’ όλα όσα κάνει: Να μπλέκει το ευτελές με το μεγαλειώδες, το νέο με το παλιό, το πολιτικό με το κωμικό, το όραμα με την ματαιοδοξία -μας συγκινεί, μας προβληματίζει, μας κινητοποιεί.
Φέτος επιστρέφει στην παλιά ελληνική κωμωδία: Σκηνοθετεί και παίζει στο θεατρικό των Αλέκου Σακελλάριου και Χρήστου Γιαννακόπουλου «Η αριστερά, η δεξιά και ο κυρ-Παντελής» (Μικρό Παλλάς), με τον τίτλο του έργου να αποτελεί μια καλή αρχή για κουβέντα στο νέο ΒΗΜΑ Talks.
Επιστρέψατε στην παλιά ελληνική κωμωδία όπως το περασμένο καλοκαίρι στην επιθεώρηση. Δύο είδη που σας έχουν χαρακτηρίσει…
Και είναι δύο εντελώς διαφορετικοί χώροι. Την δεκαετία του’90, όταν η ελληνική κωμωδία είχε σχεδόν πεθάνει και ήταν εξοστρακισμένη απ’ το ελληνικό θέατρο, στο Βεάκη, για επτά χρόνια, ήταν το ελληνικό έργο. Όταν είπα τότε ότι θ’ ανεβάσω Τσιφόρο-Βασιλειάδη, είπαν όλοι πάει αυτός θα καταστραφεί, δεν είναι στα καλά του, ξεπερασμένα πράγματα. Παρόλα αυτά μετά τον Τσιφόρο, ήρθε ο Κεχαΐδης, ο Διαλεγμένος, ο Παντελής Χορν. Και στην συνέχεια εγκαινίασαν στην Αθήνα για πρώτη φορά τη δουλειά τους οι Ρεποθανάσηδες που λέω εγώ, ο Μιχάλης Ρέππας και ο Θανάσης Παπαθανασίου με τους «Μπαμπάδες με ρούμι». Γιατί ως τότε ήταν μόνο στην τηλεόραση και είχαν κάνει και μία παράσταση στο Θεσσαλικό Θέατρο.
Από τότε μεσολάβησαν έργα του σύγχρονου ρεπερτορίου στο Χορν, η περιήγηση στο μιούζικαλ…
Περνώντας τα χρόνια, δεν ήθελα να ξανακάνω ελληνική κωμωδία. Μετά το ‘93, ‘95 έγινε και μόδα. Αυτό που μου λέγανε ότι δεν έπρεπε ν’ ανέβει γιατί δεν θα το δει κανείς, έγινε μόδα και αναστήθηκαν όλες οι ελληνικές κωμωδίες. Αλλά δεν μπορώ ν’ αντιγράψω και τον εαυτό μου…
Επίσης ήθελα να γυρίσω και στην επιθεώρηση που είχα να παίξω ουσιαστικά απ’ το ‘92. Ίσως με τα χρόνια να θέλω να ξαναγυρνάω στις αρχές μου, χωρίς να παρατήσω βέβαια κι όλα τ’ άλλα.
Τώρα τι άλλαξε;
Τώρα ηρέμησε το τοπίο εντελώς. Και μου βγήκε σε καλό σαν αίσθηση. Αυτό που εισπράττω στο Μικρό Παλλάς με τον «Κυρ-Παντελή» έχω να το εισπράξω απ’ τους «Μπαμπάδες», τέτοια ανταπόκριση του κοινού την ώρα που παίζεται η παράσταση. Το κοινό δηλαδή δεν παρακολουθεί πια τις ατάκες, παρακολουθεί κινήσεις, βλέμματα, γελάει με μια έξοδο, με μια είσοδο. Αυτό για να σου πετύχει δεν είναι εύκολο και είμαι πολύ ευτυχισμένος τώρα που μου πέτυχε. Σπάνια ήμουν ευτυχισμένος όλο τον τελευταίο καιρό. Όλο κάτι μου έλειπε, δεν ήξερα τι.
«Δεν θέλω να μείνω εγώ, αλλά θέλω να μείνει κάτι από μένα».
Σας αρέσει που σας αντιγράφουν;
Βέβαια είναι μια ικανοποίηση να λες ότι αυτό που έκανα αρέσει και σ’ άλλους και ασχολούνται μ’ αυτό. Απ’ την άλλη, όταν δεν ασχολούνται ωραία, είναι σαν να το λερώνουν -υπάρχουν βέβαια και παραστάσεις που είναι συγκλονιστικές. Ωστόσο όταν κάτι γίνει μόδα, παύει να έχει ουσία. Πρέπει να είσαι λίγο πριν τη μόδα, να μην την ακολουθείς, να την προτείνεις.
Και πώς το πετυχαίνει κανείς αυτό;
Είναι ένας συνδυασμός. Είναι και μυαλό και καρδιά και αίσθηση και μυρωδιά, θερμοκρασία της εποχής -αν την αντιλαμβάνεσαι σωστά. Είναι πολλά. Δεν είναι ότι τώρα θα κάτσω να σκεφτώ τι θα προτείνω. Τα ζυγιάζεις τα πράγματα και πρέπει στο θέατρο να τα ζυγιάζεις με όλο σου το είναι. Γιατί μπορεί να έχεις μία πάρα πολύ ωραία ιδέα και να μην είναι η ώρα της να παιχτεί. Αυτό το έργο που είναι του ‘46 σε οποιαδήποτε άλλη εποχή θα ήταν λίγο επικίνδυνο. Το φαντάζεσαι να παιζόταν το ‘48 στον Εμφύλιο ή επί Παπάγου, επί δικτατορίας, στη Μεταπολίτευση; Θέλει και την εποχή του το εύρημα. Νομίζω ότι τώρα έχουμε μία απόσταση απ’ τα πράγματα οπότε μπορούμε να δούμε και τα πιο δραματικά από κωμική ματιά. Ας πούμε, είναι αυτό που έκαναν οι Μόντυ Πάιθονς με τα Πάθη του Ιησού στο «Ένας προφήτης μα τι προφήτης». Έλεγες ότι αποκλείεται να κάνουν κωμωδία με τα θεία, -κι όμως ήρθε μια στιγμή που μπορούσες να την κάνεις. Νομίζω ότι το αντίστοιχο είναι και εδώ: Ότι μπορείς να κάνεις κωμωδία μ’ όλο αυτό το τραγικό πράγμα που συνέβαινε την δεκαετία του’40. Αρχίζει απ’ τον πόλεμο και δεν ξέρω πότε τέλειωσε πραγματικά. Βοήθησε, νομίζω, κι η καταστροφή του ΣΥΡΙΖΑ.
Και το δίπολο αριστερά-δεξιά;
Στο αριστερός-δεξιός που είναι και το θέμα του έργου όπως φαίνεται κι απ’ τον τίτλο, το αριστερός έχει καταργηθεί. Άλλωστε και το αριστερό μέτωπο, που έλεγε πρώτη φορά αριστερά, λάθος έκανε. Ήταν πρώτη φορά αριστερά με άκρα δεξιά, ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Ποτέ δεν ήταν ΣΥΡΙΖΑ -όποτε ήταν σκέτο, άρχιζε να φυραίνει. Απ’ τη στιγμή που αυτός ο πόλος χάθηκε, η δεξιά, δεν ασχολείται καθόλου με το μέτωπο της αριστεράς. Αλλά όπως βλέπουμε τώρα πάλι πάει να γίνει με το κέντρο. Οπότε νομίζω ότι τώρα ήταν η ώρα γι’ αυτό το έργο, ή μπορεί και να μην ήταν. Γιατί δεν εξηγούνται τα πράγματα στο θέατρο -μια λογική προσέγγιση κάνω.
Είναι θέμα ενστίκτου;
Με προδίδει μερικές φορές το ένστικτο, αλλά με πιάνει το πείσμα και δεν το βάζω κάτω. Θυμάμαι, πίστευα πως αν κάνουμε στην Ελεύθερη Σκηνή μια επιθεώρηση με τον Σαββόπουλο θα σκίσει. Και πήγαμε άπατοι -τα Χριστούγεννα κατεβήκαμε. Η συνταγή ήταν τέλεια, η μίξη ήταν τέλεια, τα πήγαμε πολύ καλά μεταξύ μας. Οι ίδιοι άνθρωποι γράψαμε τα κείμενα, παίζαμε. Δεν πέτυχε η συνταγή.
Αυτό το έχω και με τους ηθοποιούς. Θέλω πολύ να αναδεικνύεται σε κάθε παράσταση ένας νέος ηθοποιός ή ένας ηθοποιός που δεν τον ξέρετε. Πολλές φορές το έχω καταφέρει αλλά έχω αποτύχει και άλλες τόσες…
Δείγμα μεγαλοσύνης ή ματαιοδοξίας;
Είναι δείγμα μιας περίεργης ματαιοδοξίας. Μπορεί να είναι και μεγαλοσύνη, αλλά δεν μπορώ να το κρίνω εγώ αυτό -ούτε θέλω. Εγώ δεν θέλω να με θυμάται κανείς. Και το λέω πολύ ειλικρινά. Θέλω να φύγω αθόρυβα -γι’ αυτό και το έχω κανονίσει, ούτε πρώτα νεκροταφεία ούτε τίποτα. Όπως αθόρυβα ήρθα έτσι αθόρυβα να φύγω. Δεν θέλω να μείνω εγώ, αλλά θέλω να μείνει κάτι από μένα. Κι αυτό το κάτι είναι μία αίσθηση για το θέατρο ή μια φόρμα θεατρική. Είναι ν’ ακούω ή ν’ ακούγεται η φωνή μου, ένας τονισμός μου ή ο τρόπος που αντιμετωπίζεται ένας νέος άνθρωπος. Οπότε όταν εγώ θα λείπω, να είναι σαν να ζω, σαν να ζει αυτό που ονειρεύτηκα. Γιατί αυτό που ονειρεύτηκα είναι πολύ καλύτερο από εμένα, πολύ πιο σημαντικό, άσχετα αν δεν το κατάφερα. Μπορεί να το συνεχίσουν άλλοι. Αυτό λοιπόν είναι μία ιδιότυπη ματαιοδοξία. Ποτέ δε λέω ότι τα έχω καταφέρει. Και δεν το έχω πει γιατί, πρώτα-πρώτα, δεν το έχω δει να γίνεται, παρά ελάχιστες φορές. Τρεις-τέσσερις φορές το έχω πλησιάσει στο 85-90%… Όλα τα άλλα ήταν μία καλή παράσταση, μια κακή παράσταση, μια μέτρια παράσταση. Αλλά αυτό που ονειρεύτηκα έγινε δύο-τρεις φορές.
«Πρέπει να είσαι λίγο πριν τη μόδα, να μην την ακολουθείς, να την προτείνεις».
Όπως;
Έγινε, ας πούμε στο «Τρίτο Στεφάνι» έγινε στο «Βίρα τις Άγκυρες» που ήμουν πολύ κοντά σ’ αυτό που φανταζόμουν -που «δειλά εφαντάσθην μαθητής», που λέει κι ο ποιητής. Και σε κάτι πολύ λαϊκό και πολύ φασαριόζικο στο «Κλουβί με τις τρέλες». Σε τρία ανόμοια πράγματα. Άντε και σε καμία άλλη, ίσως και στον «Θάνατο του Εμποράκου»… Απ’ τις επιθεωρήσεις, στο «Κι εσύ χτενίζεσαι» είχα συγκινήσεις που δεν τις είχα νιώσει ποτέ στο θέατρο και σπάνια τις ένιωσα μετά.
Η φήμη ενός καλλιτέχνη που έγκειται;
Περισσότερο θα ’λεγα ότι είναι το έργο που αφήνει σε ανθρώπους. Στο θέατρο, την ώρα που τελειώνει η παράσταση, δεν πρόκειται κανείς να την ξαναδεί, δεν είναι όπως στο σινεμά, δεν είναι όπως ένα έργο ζωγραφικής, ένα ποίημα, μια μουσική σύνθεση. Σβήσαν τα φώτα, πάει τελείωσε, όσοι την είδαν την είδαν. Απλώς αφήνει μία φήμη, αλλά η φήμη δεν είναι το ουσιαστικό για μένα. Καμαρώνω, ας πούμε, για την φράση που είπε ο Δημήτρης Καραντζάς, ότι αποφάσισα ν’ ασχοληθώ με το θέατρο απ’ τη στιγμή που είδα το «Βίρα τις Άγκυρες». Και έγινε τέτοιου είδους σκηνοθέτης, δηλαδή δεν αντέγραψε το είδος ή τη μορφή, τη φόρμα, αλλά αντέγραψε το πνεύμα που τον οδήγησε σ’ άλλες φόρμες, σ’ άλλους δρόμους. Από εκεί μπορεί να υπάρχει μια ματαιοδοξία -αλλά μέχρι εκεί. Ούτε φωτογραφίες, ούτε αρχείο, ούτε τα έργα που έχω μεταφράσει, ό,τι έχω γράψει. Αν αξίζουν κάποιος θα τα βρει. Αν δεν αξίζουν, άστα να πάνε στο διάολο.
Κάνω μια αυθαίρετη σύνδεση. Μήπως συνδέεται με το ότι δεν έχετε οικογένεια, παιδιά;
Μα το επέλεξα. Όπως επέλεξα να μην έχω αρχείο. Φοβήθηκα πολύ να ’χω παιδιά και φοβάμαι ακόμα. Το θεωρώ μεγάλη ευθύνη και αισθάνομαι αδύναμος να την αναλάβω. Θαυμάζω τους ανθρώπους που κάνουν παιδιά, που τα φροντίζουν και τα οδηγούν σε μια ζωή με καλύτερες συνθήκες. Αλλά ποτέ δεν το ζήλεψα. Μέχρι που έλεγα ότι έχουμε παιδί στην οικογένεια, εγώ είμαι. Πάντως, η πραγματικότητα είναι φόβος, μεγάλος φόβος ότι δεν θέλω αυτά που θα περάσω εγώ να τα περάσει κι άλλος.
Παιδιά κάνει σχεδόν όλος ο κόσμος…
Είχα μία δόση ψώνιου, μπορώ να πω. Είναι αυτό που λέει ο ποιητής, «Αν ευτυχής ή δυστυχής είμαι, δεν εξετάζω. Πλην ένα πράγμα με χαράν στο νου μου πάντα βάζω – που στην μεγάλη πρόσθεσι (την πρόσθεσί των που μισώ) – που έχει τόσους αριθμούς, δεν είμ’ εγώ εκεί απ’ τες πολλές μονάδες μια. Μες στ’ ολικό ποσό δεν αριθμήθηκα. Κι αυτή η χαρά μ’ αρκεί» (Κ.Π. Καβάφης, «Πρόσθεσις», 1897).
Είχα μία τέτοια άποψη για τα πράγματα. Και κάπως έτσι είναι κι όλη μου η ζωή. Όχι ότι νόμιζα πως οι πολλοί έχουν άδικο, αλλά ότι έχουν ένα δίκιο λίγο αραχνιασμένο. Ήταν κι η εποχή τέτοια -ό,τι ήταν κόντρα στο οικοδόμημα, ήταν πρωτοπορία. Άλλωστε δεν θέλω να με θυμούνται, θέλω να με ξεχάσουν. Δεν θέλω το πλήθος. Το πλήθος το θέλω μόνο να είναι στην πλατεία και να περνάμε καλά, να κλαίμε, να γελάμε, να σκεφτόμαστε. Εκεί για μένα είναι ο άνθρωπος.
Οι παραστάσεις που φτιάχνετε είναι κάτι σαν γέννα;
Η χαρά και η συγκίνηση στο θέατρο είναι εν τω γεννάσθαι, στις πρόβες δηλαδή. Μετά, αν πετύχει η παράσταση είναι εντάξει, αν δεν πετύχει… Αλλά στις πρόβες ανθίζουν τα πράγματα. Είναι υπέροχες οι πρόβες.
Διατηρείτε πάντα μια επαφή με τους νεότερους ανθρώπους…
Είναι τόσα τα πράγματα που μπορούμε ν’ ανταλλάξουμε, έχω τόσα να δώσω και άλλα τόσα και περισσότερα. Αλλά χωρίς νέους ανθρώπους δεν μπορώ να κάνω δουλειά και δεν μ’ αρέσει αυτό που γίνεται -μια ομάδα νέων ανθρώπων μόνοι τους ή μια ομάδα ηλικιωμένων. Άμα δεν ανακατευτεί το πράγμα δεν είναι θέατρο, είναι παρέα.
«Το κακό δεν είναι ότι δεν υπάρχουν σημαντικοί άνθρωποι, είναι ότι δεν έχουμε μάτια να τους δούμε».
Εσείς όμως κάνατε θέατρο με παρέα…
Ναι στην αρχή, αλλά μετά αναμείχθηκαν τα πράγματα. Στο «Σώσε» έπαιζε ο Ντίνος Ηλιόπουλος, στην επιθεώρηση ήρθε ο Αλέκος Αλεξανδράκης. Μετά, όταν τελείωσε πια το θέμα της Ελεύθερης Σκηνής και του Ελεύθερου Θεάτρου, όλες οι παραστάσεις για τις οποίες αποφάσιζα μόνος μου είχαν όλες τις ηλικίες.
Συνεργασίες, απώλειες. Τι αφήνουν μέσα σας;
Δεν είναι μόνο η απώλεια του ανθρώπου είναι κι ότι βλέπεις χρόνια να πεθαίνουν μέσα σου, εποχές να πεθαίνουν. Γιατί αυτοί οι άνθρωποι φεύγοντας παίρνουν μαζί τους και τις αναμνήσεις τις κοινές. Πολλές φορές λέω να πάρω την Άννα που μόνο αυτή το ξέρει αυτό -και δεν υπάρχει πια.
Την Άννα Παναγιωτοπούλου…
Ναι, ήταν ο πιο δικός μου άνθρωπος στο θέατρο. Κι αυτό κράτησε 22 χρόνια, 22 χρόνια στενής συνεργασίας και μετά συνέχισε -να τη σκηνοθετώ, να παίζουμε μαζί.
Το θέατρο φτιάχνει φιλίες;
Ναι, όχι πολλές. Τότε ήταν μια παρέα που αποφάσισε να κάνει θέατρο. Όχι ένα θέατρο που έκανε φιλίες.
Απ’ την καλοκαιρινή σας εμπειρία με την επιθεώρηση, το πολιτικό εξακολουθεί να προκαλεί τον κόσμο;
Ξέρετε κάτι; Ο κόσμος πια δεν ενθουσιάζεται ούτε συγκινείται τόσο με την ονοματολογία, αλλά με τα αποτελέσματα των πράξεων μιας πολιτικής θέσης. Πριν από χρόνια γελάγαμε με το ύψος του Μητσοτάκη, με τον ώμο που κούναγε. Τώρα κάτι τέτοιο δεν θα ήταν αστείο. Τώρα ο κόσμος γελάει με τα αποτελέσματα των πράξεων. Όπως η φράση ενός μικρομεσαίου μ’ ένα μικρό μαγαζάκι που κάθε τόσο έλεγε «μας γ…μησε το ΙΚΕΑ». Αυτό για μένα είναι πολιτικό σχόλιο, όχι κοινωνικό. Ότι το κεφάλαιο πια είναι παντού και καταβροχθίζει τα πάντα, όχι μόνο επαγγέλματα, αλλά και ζωές. Πολύ σκληρό.
Μετά την κόντρα αριστερά-δεξιά τι έπεται;
Απ’ τη μία η κόντρα έφτανε και σε πράγματα απαράδεκτα, απ’ την άλλη βλέπεις τώρα και μια γενικότερη αδιαφορία. Η αποχή έφθασε το 60%. Δηλαδή το 40% βγάζει πρωθυπουργό; Τα πράγματα πιέζουν τη μεσαία τάξη να εξαφανιστεί. Συρρικνώνεται, συμπιέζεται πάρα πολύ η μεσαία τάξη, ασφυκτικά. Ό,τι άρχισε ο Τσακαλώτος θα το τελειώσει η εποχή ανεξαρτήτως πρωθυπουργού. Νομίζω ότι εκεί πάει το πράγμα κι αυτός είναι ο τρόμος μου.
«Όπως αθόρυβα ήρθα έτσι αθόρυβα να φύγω».
Αλλά καμιά κοινωνία δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς τη μεσαία τάξη;
Ίσως αυτή η νέα κοινωνία να μπορεί. Αναπτύσσεται κάτι πολύ φασιστικό, απειλητικό. Συγκεντρώνεται το κεφάλαιο σε πολύ λίγα άτομα, σε πολύ λίγες εταιρείες πια. Το 5% έχει φτάσει να ’χει εισοδήματα όσο το 95%. Παλιότερα δεν ήταν έτσι- υπήρχαν οι κροίσοι, οι μεγαλοεπιχειρηματίες, αλλά όχι κι έτσι.
Πως το αντιμετωπίζουν οι πολιτικοί;
Δεν μπορούν γιατί έχουν γίνει υποχείρια του κεφαλαίου, δεν μπορούν να κάνουν χωρίς το κεφάλαιο. Έχουμε ξεφύγει πολύ. Κι απ’ την άλλη είναι κι η κλιματική κρίση. Δεν είμαι αισιόδοξος για το μέλλον.
Πιστεύετε ότι έχουν μικρύνει οι άνθρωποι, οι εποχές;
Το κακό δεν είναι ότι δεν υπάρχουν σημαντικοί άνθρωποι, είναι ότι δεν έχουμε μάτια να τους δούμε. Μίκρυνε κι η όραση μας, πολύ.
Στα προεκλογικά του ΠΑΣΟΚ συνταχθήκατε με την Άννα Διαμαντοπούλου. Δεν σκεφτήκατε την έκθεση;
Όχι, καθόλου. Δεν ανήκω σ’ αυτόν τον χώρο, μ’ ενδιέφερε όμως πάρα πολύ να ήταν υποψήφια και νικήτρια η Άννα Διαμαντοπούλου. Ακόμα και δεξιός να ήμουν, που δεν είμαι, θα ’θελα έναν αντίπαλο σαν την Διαμαντοπούλου.
Πολιτικά πως αυτοχαρακτηρίζεστε;
Άστεγος, πρώην αριστερός.
«Μας διέπει αυτή η επαναστατικότητα που καταναλώνεται μόνο στα λόγια».
Πώς σχολιάζετε την ίδρυση Ανωτάτης Σχολής Παραστατικών Τεχνών;
Νομίζω ότι μπαίνει το νερό στο αυλάκι. Δειλά-δειλά, αρχίζει αυτό που λέγαμε εδώ και χρόνια. Θυμάμαι όταν ο πρωθυπουργός κύριος Καραμανλής κάλεσε όλο τον κόσμο για να γίνει τότε η Ακαδημία -απ’ τον Λευτέρη Βογιατζή, την Ρούλα Πατεράκη ως τον Θόδωρο Τερζόπουλο, είπαμε ότι κάτι θα γίνει. Τίποτα δεν έγινε. Ούτε τηλέφωνο δεν τους πήραν. Τους ξεχάσαν κι ας τους κάλεσαν με τόσες τυμπανοκρουσίες. Οπότε ναι, τώρα, είναι μια αρχή. Συχνά εμείς οι καλλιτέχνες, απ’ την πολλή επαναστατικότητά μας, και βάζω και τον εαυτό μου μέσα, αδικούμε υπουργούς του Πολιτισμού. Εκτός απ’ την Μελίνα, ο Μικρούτσικος έκανε τις επιχορηγήσεις, η Λυδία Κονιόρδου τις επανέφερε, η Μενδώνη στην περίοδο της πανδημίας έδωσε λεφτά στο θέατρο, τώρα ο Πιερρακάκης (σ.σ. υπουργός Παιδείας), προχωρά στην ίδρυση της Ανωτάτης Σχολής Παρασταστικών Τεχνών. Δεν τους τα αναγνωρίζουμε. Βλέπουμε μόνον τα αρνητικά, υπάρχουν και καλά όμως. Μας διέπει αυτή η επαναστατικότητα που καταναλώνεται μόνο στα λόγια.
Στην εποχή μας στερεότυπα ανατρέπονται και νέα επιβάλλονται…
Ναι. Κι ενώ είναι μια καλή αρχή φοβάμαι ότι θα καταλήξει σε μια αντισηψία που θα μας γυρίσει πίσω με ταχύτητα, με μεγάλη ορμή. Με την ίδια ορμή που πάει προς τα μπρος, γυρίζει προς τα πίσω -κανονικό μπούμερανγκ αν δεν βρεθεί το μέτρο. Γιατί χρειάζεται μέτρο. Φυσικά και κερδήθηκαν πράγματα απ’ αυτά τα κινήματα, αλλά απ’ την άλλη προχωράμε σε κάτι ασφυκτικό -χωρίς αέρα και με πολύ detol. Αυτό που χρειάζονται όλα αυτά τα κινήματα είναι έλλειψη φανατισμού. Ο φανατισμός γεννάει φασισμό, πάντα, ή αριστερά ή δεξιά. Αλλά πάλι το νέο και ορμητικό, αν δεν έχει φανατισμό, δεν μπορεί ν’ ανθίσει. Δεν είναι εύκολα τα πράγματα. Δεν μπορούμε ν’ αποφασίσουμε ποιο είναι το σωστό, αλλά μπορούμε να πούμε τι φοβόμαστε.
Νιώθετε φόβο, ανασφάλεια;
Σε μένα ο φόβος έχει μπει στη ζωή μου, αλλά μπορεί να είναι προσωπικό -πώς θα μιλήσεις, πως συμπεριφερθείς; Ύστερα βλέπεις πόση βία έχει μέσα η οικογενειακή ζωή. Θεωρούσαμε ότι είμαστε πολύ προοδευτικοί και το έχουμε ξεπεράσει, αλλά το φίδι έτρωγε κόσμο μες στα σπίτια.
Ποιο είναι το προσωπικό σας όραμα;
Να ασχολούμαι με το θέατρο, όχι μόνο σαν ηθοποιός ή σκηνοθέτης, με όλα. Και να συνεχίσουν τα Θεατρικά Βραβεία Δημήτρης Χορν. Η καθιέρωσή τους είναι ένα απ’ τα πράγματα για τα οποία είμαι πολύ περήφανος στην ζωή μου, μαζί μ’ αυτές τις δύο-τρεις παραστάσεις που είπαμε.
*Κεντρική φωτό: Μενέλαος Μυρίλλας
*Αγοράστε εισιτήρια για όλες τις κορυφαίες εκδηλώσεις στο inTickets.gr.