Όταν ο Ντόναλντ Τραμπ κέρδισε τις προεδρικές εκλογές το 2016, δεν είχε προηγούμενη πολιτική εμπειρία και για να στελεχώσει την κυβέρνησή του, αναγκάστηκε να βασιστεί σε καθιερωμένα πρόσωπα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, πολλά από τα οποία εξελίχθηκαν στους λεγόμενους «ενήλικες στο δωμάτιο» που τον συγκρατούσαν στις ακρότητες του. Αυτή τη φορά, ήταν αναμενόμενο ότι για να στελεχώσει την κυβέρνηση Τραμπ 2.0 θα αντλούσε από την μεγάλη «δεξαμενή MAGA» που έχει στο μεταξύ δημιουργηθεί στο αμερικανικό πολιτικό τοπίο.
Οι επιλογές του όμως για τη νέα κυβέρνησή του είναι «πολύ πιο παράλογες από τις προηγούμενες», όπως τις χαρακτηρίζει ο Economist, αφού ως μοναδικό κριτήριο είναι η πίστη στον πρόεδρο. Επιλογές τόσο παράλογες που, σύμφωνα με τους αναλυτές, μπορεί να αντιμετωπίσουν δυσκολία να επικυρωθούν από τη Γερουσία, και ας κατέχουν την πλειοψηφία οι Ρεπουμπλικανοί.
Η Γερουσία, η οποία έχει την εξουσία να εγκρίνει ή να απορρίψει τους υποψήφιους υπουργούς, πρέσβεις και άλλα στελέχη του Τραμπ, έκανε την δική της επιλογή αυτή την εβδομάδα, όταν οι Ρεπουμπλικανοί γερουσιαστές επέλεξαν για ηγέτη τους στο σώμα τον Τζον Θουν από τη Νότια Ντακότα, που ανήκει στη μετριοπαθή πτέρυγα των Ρεπουμπλικανών, και όχι τον εκλεκτό του Τραμπ, Ρικ Σκοτ. Για να αποφύγει την απόρριψη προτεινόμενων στελεχών του, ο Τραμπ σκέπτεται να χρησιμοποιήσει ένα «παραθυράκι» του Συντάγματος που επιτρέπει ο πρόεδρος να προχωρά σε απευθείας διορισμούς αξιωματούχων όταν η Γερουσία βρίσκεται σε περίοδο διακοπής των συνεδριάσεων. Κάτι τέτοιο βέβαια σπανίως συμβαίνει, καθώς οι γερουσιαστές φροντίζουν να συνεδριάζουν όταν συντρέχει τέτοιος λόγος ώστε να ασκούν την εξουσία τους: να ελέγχουν την κυβέρνηση.
Μένει λοιπόν να φανεί εάν οι μετριοπαθείς Ρεπουμπλικανοί θα επιλέξουν να θέσουν όρια στον νέο πρόεδρο, απορρίπτοντας όσους υπουργούς είναι προδήλως ακατάλληλοι για τη θέση που τους ανατέθηκε. Τέσσερις «αποστάτες» Ρεπουμπλικανοί γερουσιαστές θα αρκούσαν για να συμβεί αυτό (αφού οι Ρεπουμπλικανοί ελέγχουν τις 53 από τις 100 έδρες της Γερουσίας).
Οι τρεις πιο ακατάλληλοι
Οι τρεις πιο ανησυχητικές επιλογές του Τραμπ έγιναν μέσα σε ένα εικοσιτετράωρο: για τα υπουργεία Άμυνας και Δικαιοσύνης και την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών. Ο Πιτ Χέγκσεθ, σχολιαστής του Fox News και βετεράνος του στρατού, θα είναι ο υπουργός Άμυνας. Ο Χέγκσεθ έχει μηδενική κυβερνητική εμπειρία, είναι έντονος επικριτής του ΝΑΤΟ, αμφισβητεί τη woke κουλτούρα και τον ρόλο των γυναικών στον στρατό.
Η Τάλσι Γκάμπαρντ, μια συνωμοσιολόγος πρώην Δημοκρατική βουλευτής που τον Αύγουστο μετατράπηκε σε σκληροπυρηνική τραμπική και η οποία είναι γνωστή για τις φιλορωσικές της απόψεις, θα είναι η επόμενη διευθύντρια της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών. Η Γκάμπαρντ, που μεταξύ άλλων θα επιβλέπει 18 υπηρεσίες κατασκοπείας, έχει επανειλημμένως εκφράσει θέσεις σε ευθεία αντίθεση με τα συμφέροντα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, ενώ μια από τις πιο αξιομνημόνευτες στιγμές της ήταν όταν συνάντησε τον δικτάτορα της Συρίας Μπασάρ αλ Άσαντ, διακηρύσσοντας πως «δεν είναι εχθρός των ΗΠΑ».
Αποκορύφωμα αποτελεί η επιλογή του Ματ Γκέιτζ, βουλευτή της Φλόριντα, για υπουργό Δικαιοσύνης. Το FBI, επί του οποίου ο υπουργός Δικαιοσύνης έχει τον εποπτικό έλεγχο, έχει θέσει υπό έρευνα τον Γκέιτζ μεταξύ άλλων για trafficking ανηλίκων, σεξουαλική παρενόχληση και παράνομη χρήση ναρκωτικών. Δεν του έχουν απαγγελθεί κατηγορίες, αλλά αντιμετωπίζει έρευνα από την Επιτροπή Δεοντολογίας της Βουλής και δηλώνει αθώος.
Στις τρείς παραπάνω περιπτώσεις είναι ξεκάθαρος ο διορισμός πιστών «αυλικών» χωρίς σχετική εμπειρία σε ευαίσθητες θέσεις από τις οποίες ο Τραμπ ένιωσε ότι είχε προδοθεί στο παρελθόν.
Αμφιλεγόμενες επιλογές
Η Κρίστι Νόεμ, κυβερνήτης της Νότιας Ντακότα, αποτελεί μια ακόμη από τις πολλές αμφιλεγόμενες – και πιστές στον ίδιο – προσωπικότητες που επιλέγει ο Τραμπ για τη νέα κυβέρνησή του, διορίζοντάς την υπουργό Εσωτερικής Ασφάλειας. Ως κυβερνήτης, η Νόεμ είχε βάλει στο στόχαστρο τις κοινότητες των ιθαγενών, υπονοώντας ότι οι ηγέτες τους επωφελούνται από τα καρτέλ ναρκωτικών, σχόλια που οδήγησαν στην απαγόρευση εισόδου της σε εδάφη που ελέγχονται από κοινότητες ινδιάνων – στο νέο της κυβερνητικό χαρτοφυλάκιο περιλαμβάνονται αρμοδιότητες που έχουν να κάνουν με τους ιθαγενείς.
Ένα ακόμη μελανό σημείο της είναι η έκδοση ενός αυτοβιογραφικού βιβλίου, στο οποίο περιγράφει πώς σκότωσε μια κατσίκα που είχε στο σπίτι της αλλά και το 14 μηνών σκυλί της, επειδή δεν ήταν το ιδανικό κυνηγετικό σκυλί και ήταν «μη εκπαιδεύσιμο». Αργότερα υποστήριξε ότι αυτές οι ιστορίες είχαν σκοπό να αναδείξουν πόσο ικανή είναι να κάνει «τα πιο φρικιαστικά πράγματα όταν είναι απαραίτητο». Ερωτηθείς σχετικά, ο Τραμπ είπε πως η Νόεμ «είχε μια κακή εβδομάδα, όπως έχουμε όλοι».
Η πιστή σύμμαχος του μεγιστάνα «θα συνεργαστεί στενά» με τον Τομ Χόμαν, που θα αναλάβει να χειριστεί το φλέγον ζήτημα της μετανάστευσης, έναν σκληροπυρηνικό που ο Τραμπ όρισε ως «Τσάρο των Συνόρων». Η καινούργια αυτή θέση δημιουργήθηκε για να επιβλέπει την εκστρατεία μαζικής απέλασης μεταναστών. Ο Χόμαν αποτελεί ένα βασικό πρόσωπο της πρώτης θητείας του Ρεπουμπλικανού προέδρου, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για ορισμένες από τις πιο αμφιλεγόμενες πολιτικές του, όπως των χωρισμό των μεταναστών γονέων από τα παιδιά τους.
Άλλον ένας πιστός του κινήματος MAGA, που καταψήφισε την επικύρωση του εκλογικού αποτελέσματος το 2020, ο πρώην βουλευτής από το Λονγκ Άιλαντ Λι Ζέλντιν θα ηγηθεί της Υπηρεσίας Προστασίας του Περιβάλλοντος στη νέα κυβέρνηση Τραμπ. Αποτελεί άλλη μια έκπληξη στο κυβερνητικό σχήμα, αφού διαθέτει βαρύ ιστορικό καταψήφισης νόμων για την προστασία του περιβάλλοντος.
Η φιλοϊσραηλινή dream team
Η ομάδα που έχει συνθέσει ο Τραμπ για τη διαχείριση της κρίσης στη Μέση Ανατολή φαίνεται έτοιμη να ωθήσει την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ σε μια ακόμη πιο στενή σχέση με την κυβέρνηση του Ισραήλ. Η επιλογή του γερουσιαστή της Φλόριντα, Μάρκο Ρούμπιο, ως υπουργού Εξωτερικών, της βουλευτού της Νέας Υόρκης Ελίζ Στεφάνικ ως πρέσβη στον ΟΗΕ, του πρώην κυβερνήτη του Άρκανσο Μάικ Χάκαμπι ως πρέσβη στο Ισραήλ και του Στίβεν Γουίτκοφ, κατασκευαστή ακινήτων και συμπαίκτη του Τραμπ στο γκολφ, ως ειδικό απεσταλμένο στη περιοχή, εύλογα χαροποίησε τους φιλοϊσραηλινούς υποστηρικτές του εκλεγμένου προέδρου.
Ο Ματ Μπρουκς, διευθύνων σύμβουλος του Ρεπουμπλικανικού Εβραϊκού Συνασπισμού, χαρακτήρισε τους υποψηφίους «μια πραγματική dream team για μια ισχυρή, ακλόνητη σχέση ΗΠΑ-Ισραήλ».
Ο Ρούμπιο είναι σθεναρά υπέρ του Ισραήλ, ευθυγραμμίζεται απόλυτα με τον πρωθυπουργό Μπενιαμίν Νετανιάχου και μάλιστα τον Μάιο, κατέκρινε διαρκώς τον πρόεδρο Μπάιντεν που πίεζε το Ισραήλ να μην στείλει στρατεύματα στη Ράφα της νότιας Γάζας.
Η Στεφάνικ, το «Ρεπουμπλικανικό αστέρι» όπως την αποκαλεί ο Τραμπ, αφού το 2020 προωθούσε και εκείνη τους ψευδείς ισχυρισμούς του περί εκλογικής απάτης, έγινε πρωτοσέλιδο στα αμερικανικά μέσα πέρυσι όταν ηγήθηκε της απομάκρυνσης των προέδρων μεγάλων πανεπιστημίων επειδή «δεν αντιμετώπιζαν επαρκώς» τον αντισημιτισμό στις πανεπιστημιουπόλεις όπου λάμβαναν χώρα φιλοπαλαιστινιακές διαδηλώσεις.
Ο Χάκαμπι δε, ένας ευαγγελιστής χριστιανός που επισκέπτεται συχνά το Ισραήλ, έχει δηλώσει ότι η ισραηλινή κυβέρνηση έχει κάθε δικαίωμα να προσαρτήσει την κατεχόμενη Δυτική Όχθη, λέγοντας πως «Δεν υπάρχει Δυτική Όχθη – είναι η Ιουδαία και η Σαμάρεια». Παράλληλα, αρνείται και τους εποικισμούς «Είναι κοινότητες, είναι γειτονιές, είναι πόλεις. Δεν υπάρχει κατοχή». Μάλιστα, το 2008, απέρριψε ακόμη και το γεγονός ότι οι Παλαιστίνιοι αποτελούν μια ξεχωριστή αραβική ταυτότητα, υποστηρίζοντας αντ’ αυτού ότι ο όρος είναι ένα «πολιτικό εργαλείο για να πάρουν τη γη του Ισραήλ».
Στο ίδιο κλίμα και ο Γουίτκοφ, ο οποίος λειτουργούσε ως συνδετικός κρίκος του Τραμπ στην εβραϊκή επιχειρηματική κοινότητα κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, εδώ και μήνες επικρίνει τους Δημοκρατικούς για τη στάση τους προς τον Νετανιάχου.
Ο Τζον Ράτκλιφ, ο εκλεκτός του Τραμπ για τη CIA, σε πρόσφατη εμφάνισή του στο Fox επαίνεσε το Ισραήλ που έχει βάλει το μαχαίρι στο λαιμό του Ιράν και των αντιπροσώπων του, της Χαμάς και της Χεζμπολάχ. «Θα πρέπει να βοηθήσουμε το Ισραήλ να συνεχίσει», είπε. Αξίζει να σημειωθεί πως ο Ράτκλιφ θεωρείται μια ακόμη κακή επιλογή του Τραμπ.
Πρώην βουλευτής του Τέξας, υπηρέτησε ως διευθυντής της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών το 2020-2021 και ενήργησε ως κύριος σύμβουλος πληροφοριών του Τραμπ κατά την πρώτη του θητεία. Ως διευθυντής της ΕΥΠ, αποχαρακτήρισε μη επαληθευμένες πληροφορίες των ρωσικών μυστικών υπηρεσιών που υποστήριζαν ότι η Χίλαρι Κλίντον ενέκρινε ένα σχέδιο σύνδεσης του Τραμπ με τη Ρωσία και τις κυβερνοεπιθέσεις στην Εθνική Επιτροπή των Δημοκρατικών το 2016. Η απόφαση επικρίθηκε σκληρά, καθώς θεωρήθηκε ότι πολιτικοποιούσε την υπηρεσία για να βοηθήσει προεκλογικά τον Τραμπ.
Οι πιο λογικές επιλογές
Για την ώρα, ο νεοεκλεγείς πρόεδρος των ΗΠΑ έχει προβεί σε 20 διορισμούς και μερικοί από αυτούς έχουν επαρκή προσόντα, όπως κρίνουν οι Νew Υork Τimes — η Προσωπάρχης του Λευκού Οίκου Σούζι Γουάιλς, ή ο Μάικ Βαλς που θα αναλάβει Σύμβουλός Εθνικής Ασφάλειας. Ακόμη και ο Μάρκο Ρούμπιο, παρά την «επιθετικότητά» του, πιθανόν να αποδεχθεί καλός υπουργός Εξωτερικών, εκτιμούν πολλά αμερικανικά μέσα.
Άλλοι, όπως ο Ίλον Μασκ και ο Βιβέκ Ραμασουάμι, αποτελούν μια κατηγορία από μόνοι τους, καθώς είναι επιλογές ανορθόδοξες και ριψοκίνδυνες – και γεμάτες πιθανές συγκρούσεις συμφερόντων – αλλά, με μια πιο αισιόδοξη ματιά, θα μπορούσαν να αποδειχθούν εμπνευσμένες.