Ο κύβος ερρίφθη, όπως κάποτε αναφώνησε ο Ιούλιος Καίσαρ προετοιμαζόμενος να διασχίσει τον Ρουβίκωνα ποταμό, και έτσι ο Ντόναλντ Τραμπ αναμένεται να ορκιστεί ο 47ος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών.

Αμέσως μετά τις πρώτες «ανατρεπτικές», ως προς τις αρχικές εκτιμήσεις, «βοές» της κάλπης αναδύθηκαν φωνές σε όλον τον πλανήτη, διερωτώμενες για το πώς και το γιατί το αμερικανικό εκλογικό σώμα έτεινε ευήκοων ους προς τον ηχηρό, έντονο,  συντηρητικό και, κατά πολλούς, αναχρονιστικό και μισαλλόδοξο πολιτικό λόγο του επανεκλεχθέντος «πλανητάρχη», αν φυσικά υποθέσουμε ότι ο συγκεκριμένος όρος έχει ακόμα την αλλοτινή του υπόσταση στο σύγχρονο γεωπολιτικό status quo.

Την ίδια ώρα, ο «Δημοκρατική» λόγος που,  πριν από τέσσερα χρόνια, είχε εξασφαλίσει την πλειοψηφία, παρουσιάζοντας την παράταξη ως εκείνη που θα υπερασπιστεί τα δικαιώματα των γυναικών, των μειονοτήτων, της εργατικής τάξης, απογοήτευσε σημαντικά με τη διακυβέρνησή του τους ψηφοφόρους, που ήλπιζαν στη σαφή βελτίωση των συνθηκών της ζωής τους και στην εξασφάλιση μιας πιο ισότιμης και δημοκρατικής κοινωνίας, στρέφοντας σημαντικό μέρος ακόμα και των νέων ψηφοφόρων προς τον δεξιό πόλο.

Παράλληλο αποτέλεσμα της απογοήτευσης ήταν 16 εκατομμύρια Αμερικανοί πολίτες να απέχουν, σε σχέση με τις εκλογές του 2024, από τις κάλπες με το μεγαλύτερό τους μέρος να προέρχεται από το «στρατόπεδο» των Δημοκρατικών. Αποχή, που ταυτόχρονα υποδηλώνει, για μια ακόμη φορά τον τελευταίο καιρό σε ένα συλλογικό δρώμενο, τον κλονισμό των παραδοσιακών θεσμών, ενώ λειτουργεί ως ξεκάθαρο δείγμα της εξάντλησης, της απογοήτευσης, του θυμού, της ματαίωσης και του αισθανόμενου εγκλωβισμού των πολιτών απέναντι σε ένα αδιέξοδο φαινομενικά μέλλον, προϊόν των αλλεπάλληλων κρίσεων, των πολέμων και της κλιματικής αλλαγής. Πολιτών, που έπαψαν κατ’ επέκταση να πιστεύουν στο πολιτικό σύστημα.

Μια άρση της εμπιστοσύνης που ήταν επομένη, καθώς οι πολιτικοί αγνοούν ότι ο καθοδηγητής των εξελίξεων πρέπει να στέκεται απέναντι στο λαϊκό κάλεσμα κατά τρόπο ανάλογο με αυτόν που ένας ορθός φροντιστής / γονιός είναι συναισθηματικά διαθέσιμος και ανταποκρίνεται θετικά στην κάλυψη των παιδικών αναγκών, μη γνωρίζοντας, συνεπώς, πώς να δομήσουν έναν ασφαλή συναισθηματικό δεσμό με τον πολίτη.

Διεισδύοντας περισσότερο στα πλαίσια αυτής της γονεϊκής ερμηνευτικής προσέγγισης και προσδίδοντας ρόλους στους χώρους που συναποτελούν τη σύγχρονη πολιτική πραγματικότητα, αφού, συν τοις άλλοις ανταποκρίνονται, εύκολα, στη δομή του παραδοσιακού δίπολου, δηλαδή άνδρας – γυναίκα, πατέρας – μητέρα, δεξιά – αριστερά, συντηρητισμός  –  προοδευτισμός, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο προοδευτισμός,  εν προκειμένω οι Δημοκρατικοί, ανταποκρίνεται, κατά κάποιον τρόπο, στο σύμβολο της μητέρας λόγω των παραδοσιακών προβαλλόμενων αξιών της αλληλεγγύης και της κοινωνικής πρόνοιας, που τον εκφράζουν. Ο συντηρητισμός δε της δεξιάς όχθης με πολιτικές, συν τοις άλλοις, της προστασίας – ασφάλειας και της αναπτυξιακής λογικής, μέσω ατομικών ή ιδιωτικών πρωτοβουλιών, εκφραζόμενος στον αμερικανικό πολιτικό καμβά από τη ρεπουμπλικανική λογική συνηχεί ασφαλώς με το σύμβολο του πατέρα.

Υπ’ αυτό το πρίσμα, είναι απαραίτητο να συνυπολογίσουμε ότι η φιλελεύθερη όχθη βάδισε προεκλογικά χωρίς ξεκάθαρο βηματισμό, χωρίς η Χάρις να κατορθώσει να διαφοροποιηθεί σημαντικά από έναν Μπάιντεν που απέκτησε, κατά τη θητεία του, το προσωνύμιο «Jenocide Joe», στηρίζοντας το Ισραήλ και αποτυγχάνοντας, ως εκ τούτου, παταγωδώς στην κάλυψη της στεντόρειας απαίτησης για αποκατάσταση της ειρήνης. Απαίτηση, η οποία «ενσαρκώθηκε» στο μεγαλύτερο αντιπολεμικό αμερικανικό κίνημα μετά το 1968 και τις κινητοποιήσεις για τον πόλεμο του Βιετνάμ. Με μόνο όχημα, στην εκστρατεία της, χιλιοειπωμένες υποσχεσιολογίες περί περιορισμού της ακρίβειας, ελέγχου των τιμών και προάσπισης των γυναικείων δικαιωμάτων, χωρίς όμως αντίστοιχο, εναργές πλαίσιο υλοποίησης, ήταν επόμενο να εγερθούν εσωκομματικοί τριγμοί και η παράταξη να θυμίζει μια «μητέρα» που αδυνατεί να καθρεφτίσει και να εκφράσει ουσιαστικά τις σύγχρονες επιθυμίες και ανάγκες των παιδιών της – πολιτών.

Φυσική συνέπεια ήταν, επομένως, όπως και σε μια παρόμοια σχέση μητέρας – παιδιού, η δημιουργία ενός ανεπαρκούς – ανασφαλούς δεσμού, οδηγώντας τον ψηφοφόρο, βαθμηδόν, από τη διαμαρτυρία (εκροές προς άλλους χώρους), στην απελπισία και τη συναισθηματική αποδέσμευση (απώλεια προτύπου – αποχή).

Με μια, συνεπώς, αφερέγγυα μητρική βάση η σαφέστατη κοινωνική κόπωση εκδηλώθηκε ταυτόχρονα με την απελπισία και μέσα από την αντίδραση, η οποία ασυνείδητα αναζήτησε τη γιατρειά της θεσμικής αστάθειας, ιδίως μέσα σε έναν κόσμο, φυσικά ή συναισθηματικά, «ορφανό» από πατέρες, ακριβώς σε αυτό το σύμβολο του Πατέρα – Άνδρα.

Έτσι μπορεί να εξηγηθεί, αφ’ ενός γιατί μια γυναίκα ήταν σχεδόν καταδικασμένη, σε επίπεδο ψυχολογίας της μάζας, να ηττηθεί σε αυτήν την «κούρσα» και αφ’ ετέρου αυτή η «δεύτερη ευκαιρία», όπως από πολλούς χαρακτηρίζεται η επανεκλογή του Τραμπ στον αμερικανικό προεδρικό θώκο. Ο Πατέρας, λοιπόν, εκφρασμένος στο πρόσωπο του Τραμπ, λόγω της εσωτερικής ανάγκης να μην αφεθεί το παιδί στην αβεβαιότητα, στην ανυπαρξία, στην «αγκαλιά του θανάτου», όπως λέει ο Ιταλός συνάδελφος, Massimo Recalcati, αποζητείται, συγχωρείται, καθαίρεται και του επιτρέπεται η επιστροφή.

Η πολιτική του σκαλέτα, άλλωστε, έβριθε ξεκάθαρα από πρωταρχικές πληρώσεις αναγκών που ένας παραδοσιακός πατέρας μπορεί με αποφασιστικότητα να καλύψει. Ευαγγελίστηκε πως θα τερματίσει τις συρράξεις, λέγοντας πως «σε 24 ώρες», πριν καν ορκιστεί πρόεδρος, θα παύσει τον ρωσοουκρανικό πόλεμο, υπόσχεση που συνδυαστικά με τη ρήση του «ας έχουμε λίγη ειρήνη», ανταποκρίθηκε, χωρίς αμφιβολία, στη λαϊκή απαίτηση για ασφάλεια, την οποία επιχείρησε, επίσης, να καλύψει, χαρακτηρίζοντας την κλιματική αλλαγή «φάρσα», φιλοδοξώντας να αποκαθηλώσει ρητορικά τον παγκόσμιο κίνδυνο. Παράλληλα, μέσα από τη «μεγάλη απέλαση» των παρανόμων και των διακινητών ναρκωτικών και ανθρώπων, σε συνδυασμό με την απεμπλοκή των ΗΠΑ από τις ξένες υποθέσεις και συγκρούσεις, υποβάλλεται ένας παραδοσιακός, πατρικός – πατριαρχικός προστατευτισμός μέσω της οριοθέτησης του οίκου – κράτους.

Η τιμή και η αναγνώριση στους προπάτορες του οποίου, επιχειρήθηκε να αποδωθεί μέσα από τις εξαγγελίες για την παύση φορολόγησης των επιδομάτων κοινωνικής ασφάλισης στα «περήφανα γηρατειά» του αμερικανικού έθνους, ενώ η στάση του προς την εξασφάλιση της παραδοσιακής συνέχειας και της παγιωμένης θεώρησής του διαφάνηκε μέσα από την πρόθεση για οικονομικές κυρώσεις απέναντι σε εκπαιδευτικά ιδρύματα που διδάσκουν την κριτική της φυλετικής θεωρίας, αλλά και διεμφυλικές θεματικές.

Η υιοθέτηση, συνεκδοχικά, της εικόνας ενός παραδοσιακού πατριάρχη, ενός ηγέτη – ήρωα, «θυσιαζόμενου» στην παραδοσιακή, ανδρική αρένα του εργασιακού και δημόσιου βίου, που αποκαλύφθηκε, συν τοις άλλοις, με δηλώσεις στη νικητήρια ομιλία του, όπως: «θα παλεύω για εσάς κάθε μέρα, με κάθε ανάσα που έχω», ενός ύπατου χορηγού, που ως άλλος «πατέρας» εγγυάται το αμερικανικό αύριο και σε «σύνδεση» με τον μεγάλο πατέρα – Θεό («ο Θεός μου έσωσε τη ζωή για κάποιον λόγονα κάνω την Αμερική μεγάλη»), επαναφέρει διανοητικά το «σκοροφαγωμένο αμερικανικό όνειρο», υποσχόμενος έναν «χρυσό αιώνα», ήταν αρκετή, μέσα στη διεθνή ενδοψυχική δίψα για πατέρα, ώστε να του χαρίσει τη νίκη σε όλα τα όργανα και τα επίπεδα της εξουσίας, με την υποστήριξη, τόσο της εκλεκτορικής, όσο και της λαϊκής ψήφου.

Μπορεί, ωστόσο, το πρότυπο αυτό να αποτελέσει έναν ουσιαστικό «πατέρα» των εθνών;

Απαντώντας στο ερώτημα αυτό, θα χρειαστεί να διερευνήσουμε τον άνθρωπο πίσω από το ηγετικό προσωπείο. Μόλις συμβεί, διαπιστώνουμε ότι ο Ντόναλτ Τραμπ, όπως και η πλειονότητα των πολιτικών, πάσχει από το ίδιο πατρικό, άλλοτε φυσικό και άλλοτε συναισθηματικό κενό, που δόμησε η προαιώνια, κατασκευασμένη, διαχωριστικού τύπου, πραγματικότητα των δύο σφαιρών (δημόσιος & εργασιακός βίος – ιδιωτικός βίος / άνδρας – γυναίκα), και η οποία κράτησε διαχρονικά τον, κατά τις κοινωνικές επιταγές, σκληρό και δυνατό πατέρα – άνδρα, μακριά από την εστία του, δημιουργώντας τεράστια κενά.

Ως εκ τούτου, ο μικρός Ντόναλντ μεγάλωσε με έναν πατέρα, τον Φρεντ, αυστηρό, σκληρό και συναισθηματικά απόντα, με πολύ υψηλές γονικές προσδοκίες, που, όντας πρώτα αυτός επιτυχημένος στον επιχειρηματικό κλάδο των ακινήτων (βλ. και συμβολικά την έννοια του οίκου), του μεταβίβασε την εικόνα της καταξίωσης, μέσα από την ανταγωνιστικότητα, την επικράτηση και την υλική επίτευξη, ενώ επεδίωξε να του σφυρηλατήσει περαιτέρω την παραδοσιακή, ανδρική, πανοπλία της κοινωνικής μάθησης, δια της πειθαρχίας, στέλνοντάς τον στα δεκατρία του σε στρατιωτική σχολή.

Με αυτόν τον απόντα συναισθηματικά πατέρα, επιχείρησε, όπως πολλοί άλλοι, να συναντηθεί, ακολουθώντας τον οικείο δρόμο της εργασίας και αποζητώντας την πατρική προσοχή, αποδοχή και αναγνώριση από τη συσσώρευση πλούτου, ενώ και η κατοπινή πατρική, προς αυτόν, υποστήριξη περιορίστηκε στο οικονομικό και επιχειρηματικό σκέλος, με το όποιο συναίσθημα, ως κίνδυνος εκθήλυνσης να αντιμετωπίζεται ως αδυναμία.

Δεδομένου του γεγονότος ότι δεν διέθετε έναν συναισθηματικά συμμετοχικό πατέρα να τον διδάξει, μεταξύ άλλων, την αλληλεγγύη, τον αυτοέλεγχο, την αντίσταση στις πιέσεις, την ουσιαστική συνεργασία και την ικανότητα της δημιουργίας σύνθετων κοινωνικών και διαπροσωπικών σχέσεων, ήταν επόμενο να υποπέσει, και εκείνος, στο ολίσθημα της «υλικής υπερπλήρωσης» των συναισθηματικών του ελλειμάτων, τάση πανομοιότυπη με αυτή που οδηγεί συχνά τους ηγέτες των χωρών να αναπαράγουν στην πολιτική τους τα έντονα αδιέξοδα της προσωπικής τους ζωής, εισάγοντας τον πλανήτη στις πολυεπίπεδες, προαναφερόμενες κρίσεις.

Το παραπάνω μοντέλο διαχείρισης εμφανίζει γλαφυρές αποτυπώσεις σε όλα τα φάσματα της πορείας και του βίου του. Καθώς, ξεκάθαρα ως άνθρωπος δίνει έμφαση στην πολυτέλεια και στη χλιδή, γεγονός που πιστοποιείται από τα πολυτελή οχήματα και ενδιαιτήματά του (Πύργος Τραμπ – Mar-a-Lago κ.α.), ακολουθεί στρατηγικές υπέρμετρης και παράτολμης επιχειρηματικής επεκτατικότητας, απλώνοντας τις δραστηριότητές του από τα εμφιαλωμένα νερά ως τα καζίνο, που τον οδήγησαν, ουκ ολίγες φορές, σε πτωχεύσεις εταιρειών. Εκδηλώνεται, επίσης, στις πολιτικές του κατευθυντήριες μέσα, παραδείγματος χάριν, από δημοσιοοικονομικές ελαφρύνσεις στους ήδη οικονομικά ισχυρούς ή μέσα από την επικείμενη ανάκληση των διατάξεων και ρυθμίσεων για το κλίμα και την ηλεκτροκίνηση, με την ταυτόχρονη ενίσχυση των εξορύξεων ορυκτών καυσίμων.

Πολιτική,  που αναμένεται να επεκταθεί ως την αποχώρηση των ΗΠΑ από τη «Συμφωνία του Παρισιού», αφού, ως εδήλωσε, δεν συντρέχει κλιματικός κίνδυνος. Διαφαίνεται, επομένως, η πολιτική πεποίθηση ότι η ευημερία είναι αποτέλεσμα της ιδιωτικής, υλικής συσσώρευσης μέσω των παραδοσιακών – γνώριμων πλουτοπαραγωγικών πηγών και πόρων, που συνιστά, παράλληλα, ένα ακόμα δείγμα της προαιώνιας μανιέρας του παραδοσιακού άνδρα που, όντας εστιασμένος στο εξωτερικό πεδίο, αγνοεί, στον βωμό της επιτυχίας, το εσωτερικό – τον οίκο του, που σε αυτή την περίπτωση είναι ολόκληρος ο πλανήτης.

Ακόμα δε και η σχέση του με το άλλο φύλο ενέχει υλιστικές διαστάσεις, αφού οι εξωτερικά όμορφες και οικονομικά ασθενέστερες παρουσίες, που διαχρονικά τον πλαισίωσαν, αντιμετωπίστηκαν υποσυνείδητα ως κατακτήσεις και τρόπαια, λειτουργώντας ως μέσον επίδειξης και επιβεβαίωσης της ανασφαλούς ατομικής του εικόνας.

Καθίσταται, όπως καταλαβαίνουμε, πέρα από πρόσωπα, εξαιρετικά δύσκολο αυτή η αντίληψη των πραγμάτων να οδηγήσει σε μια βαθειά κοινωνική ανασύσταση και αναζωογόνηση.

Με γνώμονα την παραπάνω διαπίστωση, ποια χαρακτηριστικά χρειάζεται, επομένως, να διαθέτει ένας σύγχρονος πολιτικός ταγός;

Ο ηγέτης «του σήμερα» είναι εξαιρετικά απαραίτητο να συγκεντρώνει, κατά το δυνατόν, τα χαρακτηριστικά ενός ολοκληρωμένου ανθρώπου, ώστε να έρχεται ουσιαστικά και επιτυχημένα αντιμέτωπος με τις σύγχρονες υπαρξιακές και κοινωνικές προκλήσεις.

Να αποτελεί, με άλλα λόγια, μια αρμονική προσωπικότητα, η οποία θα έχει επιτύχει την εξισορρόπηση της αρσενικής και της θηλυκής της πλευράς, μέσα από την ενδοψυχική αποκατάσταση, τόσο του πατρικού, όσο και του μητρικού συμβόλου, αποδομώντας έτσι καίρια παγιωμένες θεωρήσεις και στερεοτυπικές αντιλήψεις.

Με αυτόν τον τρόπο, αν είναι γυναίκα, θα μπορέσει να πλησιάσει τον ανδρικό πόλο (ενδοψυχικά, στην κοινωνία και στην πολιτική), να τον αποδεχτεί και να συνεργαστεί μαζί του, χωρίς προκαταλήψεις, χωρίς ενδόμυχα να τον φοβάται. Θα καταφέρει, επομένως, να καθρεφτιστεί λειτουργικά, υιοθετώντας παραδοσιακά «ανδρικά» χαρακτηριστικά, όπως ο δυναμισμός και η αποφασιστικότητα σε απόλυτη αρμονία με τις θηλυκές της πλευρές.

Αν δε, είναι άνδρας, θα κατορθώσει να αισθάνεται, να εκφράζεται, και να αφουγκράζεται με πληρότητα, όντας ανοιχτός στα συναισθήματα και τις ευαίσθητες όψεις του, αφού θα γνωρίζει, πλέον, πως δεν αποτελούν αδυναμία ή μιαρή εκθήλυνση, αλλά την πραγματική του ισχύ. Ενώ, σε επίπεδο πολιτικών παρατάξεων, αν υποθέσουμε πως θα διατηρήσουν την παραδοσιακή τους δομή, θα ανοίξει τον δρόμο της συνύπαρξης και της συμφιλίωσης, προκαλώντας την ώσμωση της αριστερής – δημοκρατικής παροχής και δημιουργικότητας με τη δεξιά – ρεπουμπλικανική συγκράτηση, εξασφάλιση και υλοποίηση.

Για την ύπαρξη και την αποδοχή αυτού του ηγέτη έχουμε ευθύνη όλοι μας, ατομικά και συλλογικά, και με δεδομένο πως οι ηγέτες προκύπτουν, πρώτιστα, από την κοινωνική βάση είναι απαραίτητο να εργαστούμε προς τη διερεύνηση του εαυτού μας και την, παράλληλη, ανάδειξη της σημασίας, σε κοινωνικό επίπεδο, εννοιών όπως η ψυχική ανθεκτικότητα και η συναισθηματική νοημοσύνη.

Αν δράσουμε με αυτά τα κριτήρια, θα αποφύγει η προσωπικότητα αυτή την τύχη του Πλάτωνα από τους τυράννους των Συρακουσών και θα γίνει εφικτή η πραγματικότητα που, ευτυχώς, όπως μαρτυρούν τα περιστατικά, δειλά αλλά σταθερά, έχει αρχίσει, ήδη, να συντίθεται μέσα στους ασφαλείς και διορθωτικούς, θεραπευτικούς κόλπους. Μια, μη ουτοπική, κοινωνία διορθωτικών εμπειριών, πρόδρομος μιας πολιτείας καθολικής ευημερίας και προόδου.

Η κυρία Ελισάβετ Μπαρμπαλιού είναι Ψυχολόγος ΜSc – Ψυχοθεραπεύτρια, Οικογενειακή Θεραπεύτρια (ECP), Μουσικοθεραπεύτρια (GIM), Πρόεδρος και Επιστημονική Υπεύθυνη του Κέντρου Συστημικής Ψυχοθεραπείας και Έρευνας (ΚΕ.ΣΥ.Ψ.Ε.).