Το 1953 αρχίζει να δημοσιεύεται σε συνέχειες στο βραχύβιο περιοδικό Οικογένεια το Έγκλημα στο Κολωνάκι. Το υπογράφει ο γνωστός δημοσιογράφος της εποχής Γιάννης Τσιριμώκος, εισάγοντας το νουάρ στην ελληνική πραγματικότητα. Η Οικογένεια θα κλείσει, το μυθιστόρημα ωστόσο δεν θα μείνει ημιτελές: θα κυκλοφορήσει σε μορφή βιβλίου έναν χρόνο αργότερα από την εκδόσεις Ατλαντίς. Το υπογράφει πλέον ο Γιάννης Μαρής, ψευδώνυμο που μαζί με τον ήρωά του, τον αστυνόμο Μπέκα, θα μείνουν ανεξίτηλα γραμμένα στην ιστορία του είδους στη χώρα μας, ακόμα και μετά τον θάνατο του συγγραφέα στις 13 Νοεμβρίου του 1979.
Στο πρότυπο του αμερικανικού μαύρου μυθιστορήματος, ο Μαρής θα φέρει το έγκλημα στην αστική τάξη. Το Κολωνάκι των δικηγόρων και τον καλλιτεχνών, τα βόρεια προάστια με τις βίλες τους, οι παραθεριστικοί προορισμοί με τη σπατάλη της θερινής ραστώνης γίνονται ο καμβάς εξέλιξης μιας δράσης που κινούν τα ταπεινά ένστικτα πετυχημένων, κατά την κοινωνία, ανθρώπων.
Απέναντί τους θα βρουν έναν ήρωα ταπεινό. Ο αστυνόμος Μπέκας, στο πνεύμα του Σιμενόν και του δικού του ήρωα, του επιθεωρητή Ζυλ Μαιγκρέ, θα «ζωγραφιστεί» μακριά από την αμερικανική εικόνα του σκληρού ντετέκτιβ ως μικροαστός αστυνομικός, που εκτελεί την εργασία του με το ασκητικό εκείνο ήθος που ουδέποτε γνώρισαν οι νεόπλουτοι τους οποίους συναντά στις υποθέσεις του. Με το μαύρο κοστούμι του, το μουστάκι, τις παραδοσιακές γαστρονομικές επιλογές του (πώς άραγε θα αντιδρούσε βλέποντας τα χιπστεροποιημένα μαγειρεία του εξευγενισμού;) εκπροσωπεί τον μέσο κάτοικο της μεταπολεμικής πρωτεύουσας που βλέπει τα νέα ήθη των κοσμικών κέντρων αν όχι με αποστροφή, τουλάχιστον με έντονη καχυποψία. Είναι και το επάγγελμα, βλέπετε…
Νεόπλουτοι με απροσδιόριστης προέλευσης περιουσία, μοιραίες γυναίκες και ανερχόμενες στάρλετ με ξενικά ονόματα, δημοσιογράφοι των κέντρων διασκέδασης, καλλιτέχνες με βρόμικο παρελθόν: ο κόσμος της κοσμικής Αθήνας της ανοικοδόμησης πίσω από την λάμψη των φώτων νέον κουβαλά ένοχα μυστικά του πρόσφατου παρελθόντος που ο Μπέκας δεν θα διστάσει να φωτίσει, ίσως και με κάποια ένοχη απόλαυση.
Για τον αναγνώστη και την αναγνώστρια του 2024 μοιάζει μακρινή ιστορία, και ίσως εκπλαγεί μόλις την αντικρίσει, αλλά ένα από τα βασικά μοτίβα του νουάρ του Μαρή είναι ο δοσιλογισμός. Με τη δημοσιογραφική οξύτητα που τον διακατέχει, ο Τσιριμώκος/Μαρής θα μαρτυρήσει στα αστυνομικά του μυθιστορήματα μια πικρή αλήθεια που η αναδυόμενη ελληνική οικονομία θα ήθελε μάλλον να ξεχάσει: μεγάλο κομμάτι της «πρωταρχικής συσσώρευσης» της ανοικοδόμησης προέρχεται από ύποπτες δοσοληψίες με τον κατακτητή τον καιρό της κατοχής.
Αυτό το απωθημένο μυστικό της ελληνικής κοινωνίας θα κινητοποιήσει την πλοκή. Ο κόσμος του αστυνομικού μυθιστορήματος είναι ηθελημένα μανιχαϊστικός. Όπως ο επιστήμονας που απομονώνει στο εργαστήριό του μεταβλητές και εξετάζει τις επιπτώσεις που ασκεί η καθεμιά μεμονωμένα στο υπό εξέταση φαινόμενο, έτσι και ο αστυνομικός συγγραφέας εκθέτει με τη μορφή της αστυνομικής ιστορίας ένα πείραμα σε συνθήκες εργαστηρίου. Η πηγή του πλούτου, και του κακού που αυτός προκαλεί στην προσπάθειά του να αποκρύψει την καταγωγή του, αποκαλύπτονται από τον φαινομενικά απλοϊκό αστυνόμο Μπέκα, που έχει όμως, πέρα από την ευφυΐα του, ένα ασυναγώνιστο πλεονέκτημα: ηθική ακεραιότητα.
Αυτή η ιδέα της ηθικής ακεραιότητας μοιάζει να αποτελεί το διαρκές στοιχείο της γοητείας των αστυνομικών ιστοριών. Η ελπίδα (ή μήπως ψευδαίσθηση) ότι σε έναν διαρκώς πιο περίπλοκο και διεφθαρμένο κόσμο υπάρχουν αυτοί και αυτές που σαν εξωτικά φρούτα διατηρούν σταθερές τις αξίες τους και δεν εκμαυλίζονται. Κι ας μοιάζουν μια παραφωνία στον εξευγενισμένο χώρο της συχνά αγορασμένης με έγκλημα λάμψης.