Η προσπάθεια του προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας Μιχάλη Πικραμένου να οριοθετηθούν χρονικά οι τοποθετήσεις όλων των παραγόντων στις δίκες ενώπιον της Ολομέλειας του Δικαστηρίου, με την επιβολή συγκεκριμένων χρονικών ορίων, προκάλεσε απροσδόκητα σφοδρή αντίδραση από τους δικηγορικούς συλλόγους.
Αποχή αποφάσισαν οι δικηγόροι
Η Συντονιστική Επιτροπή των προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων με την προεδρία του Δημήτρη Βερβεσού (Δικηγορικός Σύλλογος της Αθήνας), αντέδρασε και ανακοίνωσε αποχή των δικηγόρων από τις δίκες ενώπιον της Ολομέλειας του ΣτΕ από το τέλος του χρόνου (31 Δεκεμβρίου).
Αξίζει να σημειωθεί, ότι ο καθορισμός συγκεκριμένου χρόνου ομιλίας για εισηγητές και δικηγόρους στις δίκες στην Ολομέλεια του ΣτΕ ακολουθήθηκε ως πρακτική από τον πρόεδρο του Δικαστηρίου Μιχάλη Πικραμένο στην Ολομέλεια που δίκασε τη σοβαρή υπόθεση με τα υψη των κτιρίων, υπόθεση που απασχολεί χιλιάδες πολίτες και δεκάδες δήμους.
Κατά τη συζήτηση αυτής της υπόθεσης η εκδίκαση της οποίας ολοκληρώθηκε σε σύντομο χρόνο και δεν υπήρξε το συνηθισμένο φαινόμενο, των αενάως ομιλούντων δικηγόρων, η διαδικασία κύλησε ομαλά και ουσιαστικά.
Ωστόσο μετά την απόφαση για αποχή από τους δικηγόρους ειδικά σε δίκες στην Ολομέλεια, όπου είναι σοβαρές και κρίσιμες για σωρεία θεμάτων ( θεσμικά, οικονομικά, μεγάλα έργα και λοιπά) ο πρόεδρος του ΣτΕ εξέδωσε ανακοίνωση απαντώντας ο ίδιος προσωπικά, για τη θέση των δικηγόρων να απέχουν από τις δίκες ενώπιον της Ολομέλειας.
Στην απάντηση του ο κ. Πικραμένος σημειώνει μεταξύ άλλων,ότι «Το δικαίωμα άσκησης κριτικής στις δικαστικές αποφάσεις είναι αυτονόητο, ιδίως όταν προέρχεται από θεσμικό όργανο των συλλειτουργών της δικαιοσύνης, όπως είναι η Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων.
Αυτονόητο είναι επίσης το δικαίωμα του ως άνω οργάνου να αποφασίζει τον τρόπο δράσης για τη διεκδίκηση των αιτημάτων του». Παράλληλα ο πρόεδρος του ΣτΕ επισημαίνει την ανάγκη να περιοριστεί η εκκρεμότητα στο ανώτατο δικαστήριο και να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της καθυστέρησης στην έκδοση απόφάσεων, και προς τούτο υπογραμμίζει και την ευθύνη και των δικηγόρων για την επίτευξη αυτών των στόχων.
«Το Συμβούλιο της Επικρατείας, τονίζεται από τον Πρόεδρο του ΣτΕ, έχει εκκινήσει μια μεγάλη προσπάθεια, διατηρώντας την ποιότητα των αποφάσεών του, να περιορίσει την εκκρεμότητα και να αντιμετωπίσει το πρόβλημα καθυστέρησης.
Ενόψει των ανωτέρω, θεωρώ, αναφέρει ο πρόεδρος του ΣτΕ απευθυνόμενος στον Πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου της Αθήνας, ότι οι δικηγόροι ως συλλειτουργοί της δικαιοσύνης, που έχουν ευθύνη απέναντι στους διαδίκους, στους πολίτες και το κοινωνικό σύνολο, πρέπει να είναι αρωγοί στη μεγάλη προσπάθεια για επίκαιρη επίλυση των διαφορών. Στο πλαίσιο αυτό είναι ευκταίο να μην προκρίνονται αντιδράσεις, όπως η αποχή, ιδίως από υποθέσεις μείζονος σπουδαιότητας. Αποχή η οποία όχι μόνο δεν νοείται σε ένα Κράτος Δικαίου να συνδέεται με την αιτιολόγηση μιας δικανικής κρίσης ( που βεβαίως υπόκειται ακόμα και σε δριμεία κριτική), αλλά, το κυριότερο, συντελεί στην αναποτελεσματικότητα απονομής της δικαιοσύνης, με εξαιρετικά δυσμενείς συνέπειες για τους διαδίκους και ευρύτερα για την κοινωνική ειρήνη και ευρυθμία».
Η επιστολή Πικραμένου
Αξιότιμε κ. Πρόεδρε,
Προς τον Πρόεδρο της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδας κ. Δημήτριο Βερβεσό
Με αφορμή την από 11.11.2024 απόφαση της Συντονιστικής Επιτροπής της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος να προτείνει στους Δικηγορικούς Συλλόγους της Χώρας την αποχή των μελών τους από δίκες ενώπιον της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας έως 31.12.2024, επιθυμώ να σημειώσω τα ακόλουθα:
Το δικαίωμα άσκησης κριτικής στις δικαστικές αποφάσεις είναι αυτονόητο, ιδίως όταν προέρχεται από θεσμικό όργανο των συλλειτουργών της δικαιοσύνης, όπως είναι η Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων.
Αυτονόητο είναι επίσης το δικαίωμα του ως άνω οργάνου να αποφασίζει τον τρόπο δράσης για τη διεκδίκηση των αιτημάτων του.
Το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει εκκινήσει μια μεγάλη προσπάθεια, διατηρώντας την ποιότητα των αποφάσεών του, να περιορίσει την εκκρεμότητα και να αντιμετωπίσει το πρόβλημα καθυστέρησης.
Η προσπάθεια περιλαμβάνει παρεμβάσεις μεταξύ άλλων
α) στη δικονομία (με την εισαγωγή της νέας εμπροσθοβαρούς διαδικασίας),
β) στην ψηφιοποίηση (με την υλοποίηση του νέου πληροφοριακού συστήματος και την εισαγωγή εργαλείων τεχνητής νοημοσύνης),
γ) στη στελέχωση του Δικαστηρίου με υποστηρικτικό προσωπικό (με την πρόσληψη επίκουρων των δικαστών και νέων δικαστικών υπαλλήλων),
δ) στην κατανομή των υποθέσεων μεταξύ των δικαστικών λειτουργών (ισοβαρής επιβάρυνση με αυτοματοποιημένο τρόπο),
ε) στη διαχείριση του φόρτου εργασίας (με την εισαγωγή στοχοθεσίας για κάθε δικαστικό λειτουργό και την παρακολούθηση υλοποίησης της).
Προς τον σκοπό της άμεσης επίλυσης σοβαρών προβλημάτων της κοινωνίας, οι υποθέσεις μείζονος κοινωνικού και οικονομικού ενδιαφέροντος που αφορούν μεγάλες κατηγορίες πολιτών εισάγονται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου. Προσφάτως η διαδικασία ενώπιον της Ολομέλειας έχει αποκτήσει πιο σύγχρονο περιεχόμενο για να ενισχυθεί ο διάλογος μεταξύ δικαστών και δικηγόρων προς όφελος της αιτιολογίας των αποφάσεων και εν τέλει των διαδίκων και της κοινωνίας.
Ενόψει των ανωτέρω, θεωρώ, κύριε Πρόεδρε, ότι οι δικηγόροι ως συλλειτουργοί της δικαιοσύνης, που έχουν ευθύνη απέναντι στους διαδίκους, στους πολίτες και το κοινωνικό σύνολο, πρέπει να είναι αρωγοί στη μεγάλη προσπάθεια για επίκαιρη επίλυση των διαφορών. Στο πλαίσιο αυτό είναι ευκταίο να μην προκρίνονται αντιδράσεις, όπως η αποχή, ιδίως από υποθέσεις μείζονος σπουδαιότητας. Αποχή η οποία όχι μόνο δεν νοείται σε ένα Κράτος Δικαίου να συνδέεται με την αιτιολόγηση μιας δικανικής κρίσης ( που βεβαίως υπόκειται ακόμα και σε δριμεία κριτική), αλλά, το κυριότερο, συντελεί στην αναποτελεσματικότητα απονομής της δικαιοσύνης, με εξαιρετικά δυσμενείς συνέπειες για τους διαδίκους και ευρύτερα για την κοινωνική ειρήνη και ευρυθμία.