Ο Μιχάλης Γκανάς, ένας από τους σημαντικότερους ποιητές των τελευταίων ετών, πέθανε την Τρίτη 12 Νοεμβρίου. Από τις πιο χαρακτηριστικές φωνές της σύγχρονης ελληνικής ποίησης, ο Μιχάλης Γκανάς άφησε ανεξίτηλο το στίγμα του, όχι μόνο με τα ποιήματά του, αλλά και με τους στίχους του, που μελοποιήθηκαν από κορυφαίους συνθέτες και «ζωντάνεψαν» με τις ερμηνείες των τραγουδιστών.

Στο βιβλίο του «Στίχοι: Μιχάλης Γκανάς» (εκδόσεις Μελάνι) γράφει την εξής αφιέρωση «στον κόσμο του ελληνικού τραγουδιού, οφειλέτης». Το ελληνικό τραγούδι χρωστάει στον Μιχάλη Γκανά, με κομμάτια όπως από το «Σουμιτζού» του Νίκου Ξυδάκη (1983) μέχρι το «Για των ματιών σου το χρώμα», με την Ελευθερία Αρβανιτάκη (2001).

Στο Σου Μιτζού κάποια βραδιά
έχασα όλα τα κλειδιά
και γύρευα λιμάνι
Δυο γιαπωνέζοι θυρωροί,
αμφιβολία δε χωρεί
με πήραν για χαρμάνη

Και πες, πες, πες
και ψου, ψου, ψου
κάποια βραδιά στου Σου Μιτζού,
σε πέντε κι έξι γλώσσες
Α, είδαν πως ήμουν πονηρός,
και πριν να γίνουνε καπνός
μου κάνανε τις κλώσες

Δεν είχα όρεξη που λες,
να μάθουν όλες οι φυλές
πως ήμουν λυπημένος
Βρήκα στο μπαρ ένα Ρωμιό,
πήγα να ξομολογηθώ
μα ήτανε πιωμένος.

«Σουμιτζού», στίχοι Μ. Γκανάς, μουσική Ν. Ξυδάκης (1983)

Σε αυτά να προσθέσουμε τα : «Μικρός Τιτανικός», «Τα κορμιά και τα μαχαίρια», «Του πόθου τ’ αγρίμι», «Χρώμα δεν αλλάζουνε τα μάτια», «Καράβια στη στεριά», «Κι αν σε θέλω».

Κι αν σε θέλω κι αν με θέλεις τίποτα δε βγαίνει
στο μεσαίο το κατάρτι είμαστε δεμένοι

Με τα χέρια στον αέρα μόνη σου χορεύεις
και με δένεις και με λύνεις κι όλο με μπερδεύεις
με τα πόδια μεθυσμένα και χωρίς τις γόβες
σ’ ένα έργο δίχως τέλος όλο κάνεις πρόβες

Κι αν σε θέλω κι αν με θέλεις τίποτα δε βγαίνει
στο μεσαίο το κατάρτι είμαστε δεμένοι

Με τα χέρια σηκωμένα κάπου θες να φτάσεις
μιαν αόρατη κορδέλα προσπαθείς να πιάσεις
με τα μάτια σου κλεισμένα μέσα μου κοιτάζεις
σαν ολάνοιχτο βιβλίο πάλι με διαβάζεις

«Κι αν σε θέλω», στίχοι Μ. Γκανάς, τραγούδι Γ. Νταλάρας

Πολλά από τα ποιήματά του μελοποιήθηκαν από σημαντικούς συνθέτες, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας, ο Δημήτρης Παπαδημητρίου, ο Νίκος Ξυδάκης και ο Ara Dinkjian.

Απ’ τη ζωή μου δε θα βγεις ποτέ,
ζωή δική μου και ζωή μου δυο φορές,
χαρά στη λύπη μου και λύπη στις χαρές,
πώς να ξεχάσω, πώς να ξεχάσω…

Τα μεγάλα μάτια που με χάιδεψαν,
τα ζεστά σου χέρια που με άγγιξαν
και τα τόσα λόγια που δεν πρόλαβα,
σε βαθύ πηγάδι θα το πω, πόσο σ’ αγαπώ.

Απ’ το κορμί μου δε θα βγεις ποτέ,
δικό μου σώμα και κορμί μου δυο φορές,
χαρά στον πόνο μου και τραύμα στις χαρές,
πώς να ξεχάσω, πώς να ξεχάσω…

«Πώς να ξεχάσω», στίχοι Μ. Γκανάς, μουσική Μ. Θεοδωράκης

Άλλα ακούστηκαν πολύ, άλλα λιγότερο και μερικά καθόλου. Το ποια ακούστηκαν πολύ ή πια λιγότερο δεν έχει μεγάλη σημασία. Σημασία έχει, ότι «έγραψαν», σε έναν κόσμο που θέλει να διαβάζει πίσω από τις γραμμές, πίσω από τις λέξεις.

Από τις στάχτες του Εμφυλίου, στην ποίηση και το τραγούδι

Ποιητής της γενιάς, που βγήκε από τις στάχτες του Εμφυλίου Πολέμου, γεννήθηκε στον Τσαμαντά Θεσπρωτίας το 1944 και έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής του σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εργάστηκε ως βιβλιοπώλης, ως επιμελητής τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών εκπομπών και ως κειμενογράφος.

Ουσιαστικά μετά τον θητεία του στον στρατό, «αντιλήφθηκε», τον δρόμο του προς την ποίηση. Μέσω αυτής, κατέγραψε τον συναισθηματικό προσωπικό του κόσμο, αποτύπωσε την ζωή και τα οράματα της γενιάς του, έχοντας ως γνώμονα την αμεσότητα.

Τι `ν’ αυτό που φοβάμαι
τι `ν’ αυτό που τρέμω και ζητώ
μα δεν βρίσκω λόγια να το πω.

Έρωτας να `ναι τάχα,
σαν αυτόν που χρόνια αναζητώ,
να τον ζήσω κι όχι να τον πω.

Έλα, έλα να το ζήσουμ’ αυτό
έλα, η ζωή μας χρωστάει.
Έλα, έλα κι αν κοιμάμαι βαθιά,
χτύπα, το κορμί ξενυχτάει.

Τι `ν’ αυτό που φοβάμαι
και μαζί σου παίζω το κρυφτό
μα δεν βρίσκω τόπο να κρυφτώ.

Με κοιτάς και το νιώθω,
πως μαζί θα πιάσουμε βυθό
κι όμως δε με νοιάζει να σωθώ.

Έλα, έλα να το ζήσουμ’ αυτό
έλα, η ζωή μας χρωστάει.
Έλα, έλα κι αν κοιμάμαι βαθιά,
χτύπα, το κορμί ξενυχτάει.

Όπως είχε σημειώσει ο ίδιος σε συνέντευξή του, στην ιστοσελίδα tameteora.gr (27/12/2013), «η ποίηση έχει πάντα κάτι να πει, αλλά δεν βιάζεται να το πει. Δεν προσφέρεται για επείγοντα περιστατικά. Χρειάζεται χρόνο για να μετουσιώσει σε λόγο τα τρέχοντα. Αλλά κι αν μιλούσε αμέσως, ποιος θα το έπαιρνε χαμπάρι; Ο κόσμος; Ποιος κόσμος; Ξέρετε πόσοι διαβάζουν ποίηση; Ελάχιστοι. Ψυχραιμία λοιπόν. Υπάρχουν εξάλλου τόσα ποιήματα που μιλούν για καταστάσεις ανάλογες με τη σημερινή, που όποιος ενδιαφέρεται μπορεί εύκολα να τα βρει.».

Στην ίδια συνέντευξη, σημειώνει επίσης, ότι όντως αποτυπώνει τα προσωπικά του βιώματα, «αλλά δεν αυτοβιογραφούμαι ακριβώς. Είναι δύσκολο να το πω χωρίς να παρεξηγηθώ, αλλά αισθάνομαι σαν να γράφω μία ομαδική αυτοβιογραφία της φάρας μου, της φυλής μου, των ανθρώπων, σαν να χάνω σταδιακά τη δική μου μνήμη και να καταδύομαι στη συλλογική μνήμη του είδους (…) Ποίηση είναι όταν δύο λέξεις συναντιούνται για πρώτη φορά.»

Η ποίηση του Μιχάλη Γκανά, χαρακτηρίζεται από την συναισθηματική φόρτιση, την ηπειρώτικη παράδοση, με επιρροές από το δημοτικό τραγούδι. Απλός και με εκφραστική δύναμη ο Μιχάλης Γκανάς, διακρίνεται για την ανθρωπιά του, την μελαγχολία του και την ελπίδα για τον άνθρωπο. Η γραφή του, γεμάτη εικόνες. Το γεγονός ότι πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του, σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, έπαιξε τον ρόλο του στην ματιά του για τον κόσμο. Εμπειρία που τον «βοήθησε» να κατανοήσει την ιστορία μέσα από το προσωπικό του πρίσμα παράλληλα με τον συλλογικό πόνο.

«Με τραβάει σα μαγνήτης αυτό το μαύρο, το σκοτεινό», είχε πει για τον θάνατο

Όπως ο ίδιος είχε πει, ο θάνατος ήταν κυρίαρχο θέμα στην ποίησή του. «Εμένα με τραβάει σα μαγνήτης αυτό το μαύρο, το σκοτεινό, το οποίο νομίζω ότι έρχεται από ‘κει, απ’ τα δημοτικά τραγούδια, από τη δύσκολή ζωή των πρώτων χρόνων μου στην Ήπειρο, Αλβανία, Ουγγαρία ή κι από τίποτα απ’ όλα αυτά, δεν ξέρω. Μπορεί να είναι ας πούμε στο κύτταρό μου αυτό το πράγμα».

Ο Μιχάλης Γκανάς, ήταν βαθιά ανθρώπινος. Στη συλλογή «Γυάλινα Γιάννενα» (1989), δεν διστάζει να εκδηλώσει τη στοργή του προς τη γυναίκα που αγαπά και στα μικροεπεισόδια που τον δένουν με αυτήν («Προσωπικό»)· πίστη στη ζωή και πίστη στον ερωτικό δεσμό. Η μνήμη του πατέρα είναι συνδυασμένη με μια χειμωνιάτικη νύχτα, στο ορεινό σπίτι της Ηπείρου. Το κείμενο που επιγράφεται «Χριστουγεννιάτικη ιστορία» καταλήγει σε ένα δημοτικό νανούρισμα που τώρα ο ποιητής τραγουδά στον πατέρα του, σαν ο πατέρας να ήταν παιδί του.

Κάθεται μόνος
και καθαρίζει τ’ όπλο του δίπλα στο τζάκι.
Κανείς δε θά `ρθει και το ξέρει,
κλείσαν οι δρόμοι από το χιόνι, σαν πέρυσι,
σαν πρόπερσι, Χριστούγεννα και πάλι
και τα ποτά κρυώνουν στο ντουλάπι.
Το τσίπουρο στυφό, το ούζο γάλα
και το κρασί ραγίζει τα μπουκάλια.
Εκείνη τρία χρόνια πεθαμένη.

Κάθεται μόνος του δίπλα στο τζάκι,
δεν πίνει, δεν καπνίζει, δε μιλάει.
Στην τηλεόραση χιονίζει,
το στρώνει αργά στο πάτωμα και στο τραπέζι
και στις παλιές φωτογραφίες,
γνώριμα μάτια των νεκρών,
που τον κοιτάζουν απ’ το μέλλον.
Εκείνη τρία χρόνια πεθαμένη
και μόνο το δικό της βλέμμα
έρχεται από τα περασμένα.

Κοντεύουνε μεσάνυχτα
και καθαρίζει τ’ όπλο του απ’ το πρωί.
Πώς να του πω «Καλά Χριστούγεννα»,
ευχές δε φθάνουν ως εδώ,
δρόμοι κλεισμένοι, τηλέφωνα κομμένα,
η σκέψη αρπάζεται απ’ το κλαδί της μνήμης,
μα να τρυπώσει δεν μπορεί στη μοναξιά του.
Μια μοναξιά που χτίστηκε σιγά σιγά
μ’ όλα τα υλικά και δίχως λόγια.

Κοντεύουνε ξημερώματα κι ακόμη
γυαλίζει τ’ όπλο του δίπλα στο τζάκι
με αργές κινήσεις σα να το χαϊδεύει.
Μένει στα δάχτυλα το λάδι
αλλά το χάδι χάνεται.
Θυμάται κυνηγετικές σκηνές
με αγριογούρουνα και χιόνια ματωμένα,
πριν γίνει θήραμα κι ο ίδιος
στην μπούκα ενός κρυμμένου κυνηγού,
που τον παραμονεύει αθέατος
αφήνοντας να τον προδίδουν κάθε τόσο
πότε μια λάμψη κάνης,
πότε μια κίνηση στις κουμαριές
κι η μυρωδιά απ’ το βαρύ καπνό του.
Ξέρει καλά ότι κρατάει
μακρύκανο παλιό μπροστογεμές
γεμάτο σκάγια και μπαρούτι μαύρο.
Όταν αποφασίσει να του ρίξει
δε θα προλάβει πάλι να τον δει
πίσω απ’ το σύννεφο της ντουφεκιάς του.

Αν σκέφτεται στ’ αλήθεια κάτι τέτοια,
και δεν τον τιμωρώ εγώ μ’ αυτές τις σκέψεις,
πώς να πλαγιάσει και να κοιμηθεί.
Λέω να γίνω πατέρας του πατέρα μου,
ένας πατέρας που του έτυχε
σιωπηλό και δύστροπο παιδί,
και να του πω μια ιστορία
για να τον πάρει ο ύπνος.

Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά πάρε και τον πατέρα…

Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά
πάρε και τον πατέρα απ’ τις μασχάλες πιάσ’ τονε
σα νά `ταν λαβωμένος. Όπου πηγαίνεις τα παιδιά
εκεί περπάτησέ τον, με το βαρύ αμπέχωνο
στις πλάτες του ν’ αχνίζει.

Δώσ’ του κι ένα καλό σκυλί
και τους παλιούς του φίλους, και ρίξε χιόνι ύστερα
άσπρο σαν κάθε χρόνο. Να βγαίνει η μάνα να κοιτά
από το παραθύρι, την έγνοια της να βλέπουμε
στα γαλανά της μάτια, κι όλοι να της το κρύβουμε
πως είναι πεθαμένη.

Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά
πάρε κι εμάς μαζί σου, με τους ανήλικους γονείς,
παιδάκια των παιδιών μας. Σε στρωματσάδα ρίξε μας
μια νύχτα του χειμώνα, πίσω απ’ τα ματοτσίνορα
ν’ ακούμε τους μεγάλους, να βήχουν, να σωπαίνουνε,
να βλαστημούν το χιόνι. Κι εμείς να τους λυπόμαστε
που γίνανε μεγάλοι και να βιαζόμαστε πολύ
να μοιάσουμε σ’ εκείνους, να δούν πως μεγαλώσαμε
να παρηγορηθούνε.

Μιχάλης Γκανάς, («Χριστουγεννιάτικη Ιστορία». Το ποίημα προέρχεται από τη συλλογή «Γυάλινα Γιάννενα», 1989)

Εμφανίστηκε στα γράμματα το 1978, με την συλλογή «Ακάθιστος δείπνος» από τις εκδόσεις «Κείμενα» Φίλιππου Βλάχου. Ποιήματα γήινα, που πατούσαν στην μεταπολεμική Ελλάδα, στο σκληρό πολιτικά / κοινωνικά κλίμα της δεκαετίας του ’60, στη βία της επτάχρονης δικτατορίας και σε ότι άφησε αυτή και έφερε η Μεταπολίτευση.

Ο Μιχάλης Γκανάς είχε εκδώσει ποιητικές συλλογές, όπως «Ακάθιστος Δείπνος» (1978), «Μαύρα Λιθάρια» (1980), «Γυάλινα Γιάννενα» (1989) και «Παραλογή» (1993). Επίσης, είχε ασχοληθεί με την πεζογραφία, με έργα όπως «Μητριά πατρίδα» (2007) και «Γυναικών: μικρές και πολύ μικρές ιστορίες» (2010).