«Είναι σαν ψέμα. Έλα πάμε… ο Μακάριος δεν πέθανε». «Ορφάνεψε η Κύπρος». «Τρεις προσβολές μέσα σε έξι ώρες σταμάτησαν την «καρδιά της Κύπρου«».
Είμαστε στις 3 Αυγούστου του 1977 με το ρολόι να δείχνει 05:15. Το ΡΙΚ μεταδίδει λίγα λεπτά αργότερα. «Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου. Η ώρα είναι έξι. Μεταδίδουμε έκτακτη είδηση.
Ο λαός πενθεί από σήμερα την αυγή τον θάνατο του Προέδρου της Δημοκρατίας Αρχιεπισκόπου Μακαρίου. Ο Μακαριότατος απεβίωσε στις πέντε και δεκαπέντε το πρωί, από καρδιακό έμφραγμα».
Η κοινωνία πενθεί. Κατά εκατοντάδες πλημμυρίζουν τους δρόμους του νησιού για να θρηνήσουν. Μαυροφορεμένοι και με δάκρυα στα μάτια αποχαιρετούν τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Οι τοίχοι γεμίζουν με ένα σύνθημα: «Ζει».
Αρχιεπίσκοπος Μακάριος: «όσον η καρδία αυτή χτυπά, οι παλμοί της θα είναι παλμοί αγώνα για τη σωτηρία της Κύπρου»
Την αφορμή για να θυμηθούμε τις τελευταίες ώρες του Μακάριου μάς δίνει η σειρά του MEGA, «Famagusta». O Αρχιεπίσκοπος και πρώτος πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, Μακάριος, έχει δεσπόζουσα θέση στον τρίτο και τελευταίο κύκλο της σειράς που τόσο πολύ αγαπήθηκε και αγαπιέται κι έρχεται με νέο συνταρακτικό επεισόδιο την Κυριακή 10 Νοεμβρίου στις 21:00.
Η προσωπικότητα, η ζωή και τα έργα του Μακάριου -τον οποίο ενσαρκώνει ο Γρηγόρης Βαλτινός, όπως αποτυπώνονται στη σειρά του MEGA, έχουν αντληθεί από ιστορικά στοιχεία.
Οι προσωπικοί γιατροί του τον παρακολουθούν να μιλάει στο άνοιγμα της Διεθνούς Έκθεσης Κύπρου. Η ένταση στα λόγια του ανεβαίνει. Με ένα νεύμα τον παροτρύνουν να ολοκληρώσει. Η καρδιά του είναι ήδη επιβαρυμένη.
«Θα σταματήσω, αλλά πρέπει να τονίσω πως όσον η καρδία αυτή χτυπά, οι παλμοί της θα είναι παλμοί αγώνα για τη σωτηρία της Κύπρου».
«Ο αγώνας μας θα συνεχισθεί. Τα τρία χρόνια που πέρασαν απέδειξαν ότι ο λαός μας δεν κάμπτεται και δεν λυγίζει κάτω από οποιεσδήποτε δυσκολίες και αντιξοότητες, επί τρία χρόνια ζούμε καθημερινά ένα μεγάλο δράμα.
Τάφοι και σταυροί, που πάνω τους σκύβουν και θρηνούν μαυροντυμένες μάνες, αγνοούμενοι, που αγωνιούμε για την τύχη τους, εγκλωβισμένοι, που ανησυχούμε για τη διαβίωσή τους, κατοχή εδαφών μας, ξερίζωμα αδελφών μας, βεβήλωση των ιερών μας αποτελούν πτυχές του μεγάλου κυπριακού δράματος».
Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος εμφανίζεται για τελευταία φορά και μιλά δημόσια στο παγκύπριο συλλαλητήριο καταδίκης της τουρκικής εισβολής στις 20 Ιουλίου 1977.
Τρεις καρδιακές προσβολές σε διάστημα έξι ωρών
Όλα ξεκίνησαν την Κυριακή των Βαΐων του 1977. Στις 3 Απριλίου υπέστη το πρώτο έμφραγμα. Νοσηλεύτηκε στο Νοσοκομείο Λευκωσίας με τους γιατρούς να είναι κατηγορηματικούς: έπρεπε να σταματήσει το κάπνισμα. Το έκανε. Με δειλά βήματα μπήκε ξανά στη ροή της καθημερινότητας.
Ακριβώς τέσσερις μήνες αργότερα, δουλεύει στο γραφείο του στην Αρχιεπισκοπή. Νιώθει έναν οξύ πόνο στο στήθος. Οι γιατροί του σπεύδουν στην Αρχιεπισκοπή.
Ο γιατρός Λεωνίδας Πηλείδης ανέλαβε να του κάνει ηλεκτροσόκ. Το ηλεκτροκαρδιογράφημα δείχνει πως έχει υποστεί έμφραγμα του μυοκαρδίου. Λεπτά αργότερα και με τους γιατρούς να καταβάλλουν υπεράνθρωπες προσπάθειες για να τον σταθεροποιήσουν, ο Μακάριος παρουσιάζει και δεύτερο επεισόδιο κοιλιακής μαρμαρυγής.
Η καρδιά του σταμάτησε να χτυπά στις 5.15 το πρωί της 3ης Αυγούστου. Για τρεις καρδιακές προσβολές, σε διάστημα έξι ωρών, έκανε τότε λόγο δημοσίευμα στην εφημερίδα «Μακεδονία».
«Οι πρωτόγονες και απαράδεκτες νεκροτομικές διεργασίες»
Η νεκροψία του Μακάριου διενεργήθηκε επί τόπου στο κρεβάτι του στην Αρχιεπισκοπή και διενεργήθηκε από τον παθολογανατόμο του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας Πάνο Σταυρινό, παρουσία των γιατρών Λυσσαρίδη και Καλπιάν.
Στο βιβλίο «Κυπρίων ιατρών έργα» του γιατρού Λάκη Αναστασιάδη αναφέρεται στις «πρωτόγονες και απαράδεκτες νεκροτομικές διεργασίες».
Οι άνθρωποι από το στενό περιβάλλον του Μακάριου αρνούνταν πεισματικά να μεταφερθεί το σώμα του στο νεκροτομείο. Ως αποτέλεσμα δεν κατέστη δυνατή η καταγραφή επίσημης νεκροτομικής έκθεσης.
Ο Σταυρινός μετέφερε στον συγγραφέα του βιβλίου ότι: «τα στεφανιαία αγγεία είχαν εκτεταμένες στενώσεις με διάχυτη ασβεστοποίηση και σκλήρυνση τους. Υπήρχε ουλή παλαιού εμφράγματος, αυτού που είχε υποστεί τον Απρίλιο του 1977.
33 χρόνια μετά
Η καρδιά παρουσίαζε υπερτροφία και το βάρος της υπολογίσθηκε -δεν είχαμε την απαραίτητη ζυγαριά για ακριβές μέτρημα- σε περίπου 450 – 480 γραμμάρια. Την καρδιά την αφαίρεσα από τη σορό και τη μετέφερα προσωπικά στο Λονδίνο για περαιτέρω εξετάσεις, κατόπιν οδηγιών του τότε Κυβερνητικού Εκπροσώπου, Μιλτιάδη Χριστοδούλου».
Η καρδιά του Μακαρίου αφού αφαιρέθηκε μεταφέρθηκε από τον γιατρό Πάνο Σταυρινό στο Λονδίνο για περαιτέρω εξετάσεις.
Ο Σταυρινός περιγράφει: «Τίποτε διαφορετικό δεν διαπιστώθηκε από τους Άγγλους και επιστρέφοντας προχώρησα σε ταρίχευσή της και την παρέδωσα προς φύλαξη στην Αρχιεπισκοπή όπου παρέμεινε μέχρι το 2010».
Για 33 χρόνια η καρδιά του Μακάριου βρισκόταν μακριά από το σώμα του το οποίο είχε ενταφιασθεί στο Θρονί της Παναγιάς στην περιοχή της Ιεράς Μονής Κύκκου, σε σημείο που είχε επιλέξει ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος ώστε να αγναντεύει ολόκληρη την Κύπρο.
Με πρωτοβουλία του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Β΄ η καρδιά του Μακαρίου τοποθετήθηκε το 2010 στον τάφο του στο Θρονί της Παναγίας του Κύκκου.