Τηρουμένων των αναλογιών και μιλώντας σε γενικές γραμμές, ανεβασμένο θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς το επίπεδο των ελληνικών ταινιών που συμμετείχαν σε όλα τα προγράμματα – διαγωνιστικά και μη – του φετινού Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης του οποίου η αυλαία κατεβαίνει την Κυριακή 10 Νοεμβρίου, με την ανακοίνωση των βραβείων και την προβολή στο Ολύμπιον της ταινίας «The end» του Τζόσουα Οπενχάιμερ.
Έχοντας παρακολουθήσει όλες τις ελληνικές ταινίες λόγω της συμμετοχής μου στην κριτική επιτροπή της FIPRESCI (Διεθνής Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου) μπορώ να πω ότι στην συντριπτική πλειοψηφία της, η φρέσκια ελληνική παραγωγή παρουσίασε δημιουργίες με ενδιαφέρουσες ιδέες, φτιαγμένες με κόπο, όρεξη και επαγγελματισμό και κυρίως, ανάγκη έκφρασης. Γιατί ακόμα και οι ταινίες με ολοφάνερα προβλήματα – κυρίως στο σενάριο – είχαν, τελικά κάτι να πουν.
Πρωτόγνωρη κωμωδία
Ας ξεκινήσουμε κατ’ αρχάς, με τον «Νόμος του Μέρφι», του Αγγελου Φταντζή, που παίχθηκε ως ειδική προβολή και εκτός συναγωνισμού στο ΦΚΘ και σύντομα θα κάνει την εμπορική έξοδό της στις αίθουσες (ανοίγει στις 21 Νοεμβρίου σε διανομή Tanweer, η οποία στο ίδι φεστιβάλ, πέρσι τέτοια εποχή, είχε παρουσιάσει την «Φόνισσα»).
Με την Κάτια Γκουλιώνη στην δυσκολότερη στιγμή τής ως τώρα κινηματογραφικής καριέρας της (στην ουσία δεν υποδύεται έναν αλλά πολλούς ρόλους) ο σκηνοθέτης της «Ευτυχίας», κατασκεύασε μια κομεντί υψηλής αισθητικής και διακριτικού χιούμορ που φιλοσοφεί ανάλαφρα αλλά εύστοχα γύρω από την ζωή και τον θάνατο. Ένα θαυμάσιο film making αλλά και μια επιστολή αγάπης σε δημιουργούς παλαιότερων εποχών (ο Φεντερίκο Φελίνι και ο Ερνστ Λιούμπιτς είναι δύο που έρχονται αμέσως στο μυαλό), δημιουργούν μια εντελώς ασυνήθιστη ελληνική ταινία, μια νέα και εντελώς «φευγάτη» πρόταση στην κωμωδία, την οποία ωστόσο ή την δέχεσαι αμέσως ή δεν την δέχεσαι καθόλου. Μέση λύση δεν υπάρχει.
Από ελληνικής πλευράς, σ ο διεθνές διαγωνιστικό πρόγραμμα, παίχθηκαν οι ταινίες «Κρέας» του Δημήτρη Νάκου, «Arcadia» του Γιώργου Ζώη και «Αγαπούσε τα λουλούδια περισσότερο» του Γιάννη Βεσλεμέ.
Χωρίς να μασάει τα λόγια του και χωρίς να ωραιοποιεί καταστάσεις, ο Νάκος στο «Κρέας» αφηγείται την ιστορία συγκάλυψης ενός εγκλήματος στην ελληνική επαρχία εξετάζοντας παθιασμένα την θέση των ανίκανων να αποφασίσουν μελών μιας οικογένειας στο χείλος της καταστροφής (Ακύλλας Καραζήσης, Μαρία Καλιμάνη, Παύλος Ιορδανόπουλος). Αν αφήσουμε στην άκρη το πολύ αμήχανο φινάλε, όπως και την ερμηνεία του Καραζήση που ενώ θα έπρεπε να θυμίζει χασάπη της επαρχίας, θυμίζει διανοούμενο ο οποίος παριστάνει τον χασάπη της επαρχίας, η ταινία είναι σεναριακά ολοκληρωμένη και σκηνοθετικά στιβαρή.
Με πρωταγωνιστές τον Βαγγέλη Μουρίκη και την Αγγελική Παπούλια, η «Arcadia» του Ζώη είναι ένα ατμοσφαιρικό και μυστηριώδες «mind game», ένα παζλ που κινείται ευέλικτα ανάμεσα στην πραγματικότητα και την φαντασία με ήρωες ανθρώπους και φαντάσματα. Κάτι φαίνεται ότι θέλει να πει για την απώλεια, την ενοχή και την μετάνοια, και αποδεικνύει επίσης ότι δεν είναι καθόλου τυχαίο που ο σκηνοθέτης της, διακεκριμένος στο εξωτερικό από την εποχή των ταινιών μικρού μήκους του («Casus Belli») ανήκει στους Ελληνες κινηματογραφικούς δημιουργούς των οποίων το έργο πάντα θα κινεί (τουλάχιστον) την περιέργεια.
Μπόλικη φαντασία υπάρχει και στην ταινία «Αγαπούσε τα λουλούδια περισσότερο», στην οποία ο Γ. Βεσλεμές παραμένει πιστός στον φορμαλισμό που υπερασπίζεται από την πρώτη κιόλας μεγάλου μήκους ταινία του, την «Νορβηγία». Και πάλι όμως, αφήνει τον θεατή αβοήθητο μπροστά σε στιλάτες εικόνες που αποσκοπούν να βγάλουν ατμόσφαιρα αλλά κανένα νόημα.
Η θηλυκή ματιά
Ο ασπρόμαυρος «Θoλός βυθός» της Ελένης Αλεξανδράκη είναι μια σύντομη ματιά στο πολιτικό παρελθόν της Ελλάδας με άξονα τον γιό ενός Ελληνα αντάρτη που στην εκπνοή του εμφυλίου πολέμου αναγκάζεται να μεγαλώσει σε «παιδούπολη» της βασίλισσας Φρειδερίκης, γεγονός που θα τον στοιχειώσει εφ’ όρου ζωής. Μακράν η καλύτερη ταινία μυθοπλασίας της Αλεξανδράκη, είναι εμπνευσμένη από αληθινή ιστορία (του συγγραφέα Γιάννη Ατζακά). Κρίμα όμως που η ταινία τελειώνει στη μέση γιατί το απότομο φινάλε της, μόνο την αδικεί, χωρίς ωστόσο να επηρεάζει το συναίσθημά μας απέναντί της.
Eντεκα χρόνια μετά το «September», η Πέννυ Παναγιωτοπούλου παρουσίασε το «Wishbone», ένα ευαίσθητο οικογενειακό δράμα πάνω στην προσπάθεια ενός σεκιούριτι νοσοκομείου (Γιάννης Καραμπαμπάς) να τα φέρει βόλτα παίρνοντας υπό την προστασία του την κορούλα τού πεθαμένου αδελφού του. Εξαιρετικά στενάχωρη ιστορία, πολύ ειλικρινά ειπωμένη και με μια παράπλευρη «καταγγελία» για την κατάντια των ελληνικών δημοσίων νοσοκομείων. Ωστόσο, η «Δύσκολοι αποχαιρετισμοί: Ο μπαμπάς μου» παραμένει η καλύτερη ταινία της σκηνοθέτριας.
Η μόνη ταινία ελληνίδος σκηνοθέτριας με την οποία δεν μπόρεσα να επικοινωνήσω καθόλου είναι η «Πανίδα». Παρακολουθώντας την ένοιωσα ότι η Στρατούλα Θεοδωράτου θέλει να αφηγηθεί μια ιστορία που θυμίζει (το λιγότερο) Νίκο Φώσκολο στα ντουζένια του αλλά να την σκηνοθετήσει με το σινεμά του Ινγκμαρ Μπέργκμαν στο μυαλό της. Τα δύο είναι αδύνατον να συνδυαστούν οπότε η ταινία, αναπόφευκτα, έχει πάρει λάθος πορεία από την πρώτη κιόλας στιγμή.
Η έκπληξη
Η ελληνική επαρχία δεν παίζει μόνο στο «Κρέας» αλλά και αλλού σημαίνοντα ρόλο: στο «Κυνήγι» του Χρήστου Πυθαρά (διαγωνιστικό τμήμα- Meet the Neighbors+) που είναι ίσως η μεγάλη έκπληξη των φετινών ελληνικών ταινιών, παρακολουθούμε την καθημερινότητα ενός μοναχικού, αμίλητου ανθρώπου (πολύ καλός ο Γιάννης Μπελής), ο οποίος δέχεται από παντού πιέσεις μέχρι την τελική του έκρηξη.
Ατμοσφαιρική ταινία, που και που θυμίζει λίγο άσκηση στο σινεμά του Γιάννη Οικονομίδη αλλά διακρίνεται από μια «πρωτόγονη ομορφιά» καθώς επίσης πάθος στην έκφραση.
Επαρχία θα βρούμε και στις «Μαλδίβες» του Ντάνιελ Μπόλντα, όπου ένας καθηγητής μουσικής που θέλει να αλλάξει ζωή (Αντώνης Τσιοτσιόπουλος) αρχίζει να βλέπει παράξενες οπτασίες στα δάση. Ωραία ιδέα αλλά στο τέλος, η ασπρόμαυρη αυτή ταινία σου αφήνει την αίσθηση του ανεκπλήρωτου. Ωστόσο, την σκέφτεσαι και αυτό είναι υπέρ της.
Χάσμα γενεών
Το αιώνιο ζήτημα του «χάσματος γενεών» είναι ο παλμός της καρδιάς δύο ταινιών που το χειρίζονται με διαφορετικό τρόπο: στη «Λούλα LeBlanc» ο Στέργιος Πάσχος έχει την ιδέα να χωρίσει την ιστορία του σε δύο μέρη ανιχνεύοντας τις ζωές ενός παππού (Θανάσης Παπαγεωργίου) και της εγγονής του (Δανάη Νίλσεν). Ωστόσο, τελικά, έχεις την εντύπωση ότι παρακολουθείς δύο ταινίες μεσαίου μήκους.
Στην «Κιούκα πριν το τέλος του καλοκαιριού» (διαγωνιστικό τμήμα >>Film Forward), ο Κωστής Χαραμουντάνης αναζητεί το σημείο επαφής ανάμεσα σε δύο δίδυμα αδέλφια με τους γονείς τους. Βατή και αυτή η ταινία, κάπως επαναλαμβανόμενη και χωρίς ιδιαίτερες «εκρήξεις». Όμως σε κρατά, όπως και η «ΛούλαLeBlanc», κυρίως λόγω θέματος. Με άλλα λόγια, ούτε κρύο, ούτε ζέστη και στις δύο περιπτώσεις.
Το σινεμά μέσα στο σινεμά
Ακόμα και οι ταινίες που κατά κάποιο τρόπο ήταν ένα κλείσιμο ματιού προς το ίδιο το μέσο του κινηματογράφου (πόσο μάλλον το βασανισμένο ελληνικό σινεμά), δεν θα έλεγες ότι πέρασαν απαρατήρητες. Το «Killerwood» του Χρήστου Μασσαλά (τμήμα Meet the Neighbors) είναι κάτι σαν το… making off των γυρισμάτων μιας ταινίας σπλάτερ που προσπαθεί να γυρίσει ένας νεαρός φιλόδοξος σκηνοθέτης σε μια χώρα, την Ελλάδα, η οποία ουδεμία παράδοση έχει στο είδος.
Στο «Εχω κάτι να σου πω» ο πιο έμπειρος Στράτος Τζίτζης («Σώσε με») αστειεύεται με την περίπτωση ενός αποτυχημένου διανοούμενου σκηνοθέτη (Αντίνοος Αλμπάνης) που ενώ κάνει ότι περνά από το χέρι του για να παραμένει …αποτυχημένος, κάποια στιγμή βλέπει φως στον ορίζοντα. Αν και το χιούμορ, εδώ, είναι το βασικό όπλο η ταινία δεν έχει ενέργεια και είναι προορισμένη να ξεχαστεί.
Και υπάρχει και η «Κάλτσα» του Κυπρίου Κύρου Παπαβασιλείου, όπου ο σκηνοθέτης διαχειρίζεται μια αξιοπερίεργη κατάσταση πάνω στο γνωστό μοτίβο της Τέχνης που συναντά την ζωή. Εδώ, ένας σκηνοθέτης που υπήρξε θύμα ατυχήματος εν ώρα εργασίας σε μη ασφαλισμένο θέατρο, αποφασίζει να κάνει ταινία για το όλο συμβάν και βυθίζεται σε μια θάλασσα εμποδίων που ενδεχομένως να ήταν τα ίδια εμπόδια που η ταινία που βλέπουμε αντιμετώπισε. Ψιλοχάος δηλαδή…
Ενδιαφέρον βρήκα και στο πως χρησιμοποίησε τις επιρροές του από τον αμερικανικό κινηματογράφο ο Αλέξανδρος Τσιλιφώνης (γιός του σκηνοθέτη Αντρέα Τσιλιφώνη – «Η πόλη ποτέ δεν κοιμάται») στο νουάρ «CAFE 404». Η πρώτη μεγάλου μήκους του Αλ. Τσιλιφώνη διαδραματίζεται σε μια καντίνα γεμάτη πτώματα, βρώμικο χρήμα και τέσσερις ανθρώπους που καλούνται να βρουν την λύση για να βγουν από το αδιέξοδο. Το σενάριο έχει θέματα αλλά η κινηματογράφηση γοητεία, ενώ αποκάλυψη, εδώ είναι ο Τζερόμ Καλούτα που παίζει τον σεφ της καντίνας.
Καθόλου αδιάφορη δεν πέρασε και η «Ριβιέρα» (τμήμα Meet the neighbours) του επίσης πρωτοεμφανιζόμενου Ορφέα Περετζή, ο οποίος στοχεύει να κάνει τους θεατές κοινωνούς του ψυχισμού μιας έφηβης εξετάζοντας την σχέση της με τους άλλους και κυρίως με τον εαυτό της κατά την διάρκεια του τελευταίου της καλοκαιριού σε ένα παρακμιακό αθηναϊκό «ξενοδοχείο». Αυτή η ταινία διαθέτει μια παράξενη εσωτερική κινητικότητα και μπορώ να πω ότι στο πέρασμα του χρόνου, ίσως γίνει cult.
Παπαδημητρίου Χ 2
Ο ηθοποιός Μάκης Παπαδημητρίου απέδειξε για μια ακόμη φορά το χάρισμά του να «κρατά» μια ταινία, απλώς και μόνο με την παρουσία του. Παίζει σε δύο ταινίες: στην «Utopolis» (στην ενότητα «Ξεπερνώντας τα σύνορα» με ταινίες ελληνικού ενδιαφέροντος γυρισμένες στην Ελλάδα ή το εξωτερικό) υποδύεται έναν καταπιεσμένο μικροαστό στα όρια της χρεοκοπίας ο οποίος έχει καταλήξει χρυσαυγίτης και αναζητεί το «κακό» περιπολώντας βραδιάτικα στους δρόμους μαζί με τον παλιό του συμμαθητή (Ανδρέας Κωνσταντίνου) που είναι το ακριβώς αντίθετο και εκπροσωπεί όλα όσα ο πρώτος μισεί. Δραματουργικός χρόνος της ταινίας του Βλάντιμιρ Σούμποτιτς είναι μόλις μία νύχτα κατά την διάρκεια της οποίας θα συμβούν πολλά στα οποία αντανακλάται με πειθώ ένα μεγάλο κομμάτι της σημερινής αθηναϊκής κοινωνίας.
Η δεύτερη ταινία με τον Παπαδημητρίου είναι το «Ποτάμι» στην οποία ο ηθοποιός υποδύεται έναν πολιτικό μηχανικό σε σύγκρουση με μια κοινότητα περιθωριακών ακτιβιστών που αντιστέκεται στο έργο που έχει αναλάβει. Το φλερτ που σταδιακά ανθίζει ανάμεσα στον ήρωα και μια ατίθαση κοπέλα της κοινότητας (Στεφανία Σωτηροπούλου), δίνει παλμό σε μια ταινία που παρακολουθείς μεν αλλά αργότερα ξεχνάς.