«Ήταν μια μεγάλη ήττα για τους Δημοκρατικούς», λέει στο Βήμα απογοητευμένος ο Σκοτ Γουιντμέγερ, διευθυντής στρατηγικής επικοινωνίας και σύμβουλος σε καμπάνιες υποψηφίων των Δημοκρατικών. Ποιοι παράγοντες οδήγησαν στην ήττα της Κάμαλα Χάρις; «Η οικονομία, η σύνδεσή της με τις πολιτικές Μπάιντεν, η μη διατύπωση σαφούς μηνύματος, η έλλειψη ενός συγκεκριμένου προγράμματος για το μέλλον, το χάσμα μεταξύ ανδρών και γυναικών ψηφοφόρων, η μη ισχυρή υποστήριξη από ψηφοφόρους κάτω των 30 ετών, η πίστη πολλών Αμερικανών ότι ο Τραμπ λέει τα πράγματα όπως είναι και δρα, και τέλος, η απώλεια πολλών ψηφοφόρων από τις μειονότητες που στις προηγούμενες εκλογές είχαν δώσει την ψήφο τους στον Τζο Μπάιντεν. Όλα αυτά μαζί», απαντά ο Γουιντμέγερ.
«Η πλειοψηφία των αμερικανών ψηφοφόρων αποφάσισε να αγκαλιάσει το μίσος και τους αποδιοπομπαίους τράγους. Είναι εξοργιστικό και καταθλιπτικό», είναι η πρώτη αντίδραση του καθηγητή του Πανεπιστημίου Τζορτζτάουν στην Ουάσιγκτον, Μαρκ Νόρις Λανς, που, μιλώντας στο Βήμα, δεν κρύβει το «μούδιασμά» του από την «μη αναμενόμενη συντριπτική νίκη» του Ντόναλντ Τράμπ.
«Το αμερικανικό έθνος παραμένει διχασμένο»
«Το αμερικανικό έθνος παραμένει διχασμένο», μας λέει αμέσως μετά το «κλείδωμα» της νίκης Τραμπ ο Ρομπ Ρίτσι, πρόεδρος της FairVote, οργάνωσης που προωθεί μεταρρυθμίσεις για τη δικαιότερη εκλογική εκπροσώπηση. Προβλέπει ήρεμες ημέρες το επόμενο διάστημα, χωρίς τις αντεγκλήσεις και τα «παρατράγουδα» του 2020, λόγω της «καθαρότητας του αποτελέσματος».
Τα ποσοστά του Ντόναλντ Τραμπ στις εφετινές προεδρικές εκλογές «αυξήθηκαν σχεδόν σε όλες τις πολιτείες», σχολιάζει χωρίς να αποκλείει το ενδεχόμενο, μόλις ολοκληρωθεί η καταμέτρηση όλων των ψήφων εντός του μήνα, η Χάρις, παρότι ηττήθηκε, να δει τον αριθμό των ψήφων που έλαβε να αυξάνεται χάρη στις επιστολικές ψήφους που συνεχίζουν να φθάνουν στις ΗΠΑ.
Πέρα από το γιατί ηττήθηκε η Χάρις, έχει ενδιαφέρον και γιατί ο Τραμπ πέτυχε τόσο μεγάλη νίκη, εξασφαλίζοντας πολύ μεγαλύτερο από τον αναγκαίο αριθμό των 270 εκλεκτόρων. «Ο Τραμπ κατόρθωσε να αναμορφώσει την εκλογική συσπείρωση των Ρεπουμπλικανών, κερδίζοντας μεγαλύτερη υποστήριξη από την εργατική τάξη, συμπεριλαμβανομένης μιας ιδιαίτερα ισχυρής αύξησης της υποστήριξής του μεταξύ των ισπανόφωνων ανδρών».
Η συμμετοχή των ψηφοφόρων φαίνεται αρκετά υψηλή για τα δεδομένα των αμερικανικών εκλογών, ξεπερνώντας το 60%, προσθέτει ο Ρομπ Ρίτσι.
«Η νίκη του Ντόναλντ Τραμπ δεν θα έπρεπε να αποτελέσει σοκ»
Ενώ ο Τραμπ κέρδισε τον Λευκό Οίκο και οι Ρεπουμπλικανοί τη Γερουσία, ο έλεγχος της Βουλής των Αντιπροσώπων εξακολουθεί να είναι ασαφής καθώς συνεχίζεται η καταμέτρηση. Αυτό είναι το μοναδικό κρίσιμο ερώτημα των εκλογών της 5ης Νοεμβρίου που παραμένει μέχρι στιγμής αναπάντητο.
Η νίκη του Ντόναλντ Τραμπ «δεν θα έπρεπε να αποτελέσει σοκ», γιατί υπήρχαν «τα σημάδια που την προανήγγειλαν», μας επισημαίνει ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης, Μπρους Ρόμπινς. Η Κάμαλα Χάρις δεν ηττήθηκε επειδή έκανε «μεγάλα λάθη», προσθέτει. «Επιβαρύνθηκε από τα αρνητικά συναισθήματα των ψηφοφόρων για τη διακυβέρνηση Μπάιντεν. Επιβαρύνθηκε και από το γεγονός ότι ο Μπάιντεν άργησε να αποφασίσει να εγκαταλείψει την προεδρική κούρσα».
Φυσικά η Χάρις, εξηγεί ο καθηγητής του Κολούμπια, μετακινήθηκε προς το κέντρο, όπως κάνουν πολλοί υποψήφιοι, «εγκαταλείποντας την προοδευτική πτέρυγα του κόμματος, κάτι που ενδεχομένως της κόστισε σε ενθουσιασμό και προσέλευση, ειδικά στους νέους. Παρόλα αυτά, απέδειξε ότι είναι μια εξαιρετική πολιτικός».
Το ποσοστό των λευκών γυναικών που δεν την ψήφισαν προβληματίζει τον συνομιλητή μας. «Υπάρχει σίγουρα μια εμμονή στο παραδοσιακό και ένας φόβος για το νέο μεταξύ πολλών γυναικών, και σ’ αυτό εντάσσεται η προθυμία τους να συγχωρήσουν και να ξεχάσουν κακές συμπεριφορές ανδρών όπως ο Τραμπ. Μπορεί επίσης να υπάρχει ένα στοιχείο εσωτερικευμένου μισογυνισμού, το οποίο μπορεί να κάνει τις γυναίκες να περιφρονούν μια άλλη γυναίκα που δεν είναι μητέρα και νοικοκυρά και υποστηρίζει ότι μπορεί να ηγηθεί της χώρας. Γιατί να είναι καλύτερη από εμένα; Αυτός ήταν σίγουρα ένας παράγοντας, που οι γυναίκες απέρριψαν τη Χίλαρι Κλίντον, παρότι μητέρα, το 2016».
Συμπερασματικά, τα επόμενα τέσσερα χρόνια, «θα είναι εξαιρετικά άσχημα για τις ΗΠΑ», καταλήγει ο Μπρους Ρόμπινς, παρόλο που «ενδέχεται να μην έχουν μεγάλη επίδραση στην κατάχρηση της αμερικανικής ισχύος εκτός των συνόρων τους».