Η σύμπτωση έχει την αξία της. Την ώρα που διαμορφώνεται το οριστικό εκλογικό αποτέλεσμα στις ΗΠΑ, η Γερμανία βυθίζεται σε μία ιστορικών διαστάσεων πολιτική κρίση.
Ο ούτως ή άλλως εύθραυστος και ετερόκλητος κυβερνητικός συνασπισμός του Βερολίνου διαλύεται και σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, η ισχυρότερη χώρα της Ευρώπης θα οδηγηθεί σε πρόωρες εκλογές στις αρχές του επόμενου έτους, σε ένα περιβάλλον όπου κυριαρχεί η αβεβαιότητα και με την ακροδεξιά να ενισχύεται. Όλα αυτά συμβαίνουν ενώ η καρδιά της γερμανικής βαριάς βιομηχανίας είναι στα όρια της ανεπάρκειας, με προφανείς συνέπειες στο κοινωνικό πεδίο και τις εκλογικές συμπεριφορές να είναι εύκολα προβλέψιμες.
Είναι πιθανό όλα αυτά να διαμορφώνουν ένα εκρηκτικό πολιτικοοικονομικό κοκτέιλ. Και στον ορίζοντα προβάλλουν οι προεδρικές εκλογές του 2027 στη Γαλλία.
Σε περίπτωση κατά την οποία η ανάληψη καθηκόντων του νέου Προέδρου των ΗΠΑ σημάνει και την κήρυξη του προαναγγελθέντος εμπορικού πολέμου, οι επιπτώσεις μπορούν να προεξοφληθούν και θα έχουν αλυσιδωτή επίδραση στο σύνολο της Ένωσης.
Υπό αυτές τις συνθήκες, τίθεται ένα κρίσιμο ερώτημα. Είναι αναστρέψιμη αυτή η συνθήκη της προδιαγεγραμμένης κρίσης; Ή μήπως οφείλει κανείς να προετοιμάζεται για αναταράξεις πολύ εντονότερες από ό,τι αναμενόταν;
Δεν θα πρέπει να αποκλειστεί το ενδεχόμενο η πολιτική στροφή στις ΗΠΑ να προσλάβει χαρακτήρα ορμητικού ρεύματος, που θα παρασύρει ένα τμήμα των δυτικών δημοκρατιών και θα ανατρέψει πολλές βεβαιότητες των τελευταίων δεκαετιών. Η αισιοδοξία ότι κάτι τέτοιο δεν θα συμβεί ή δεν θα εξελιχθεί και τόσο δραματικά δεν είναι και τόσο βάσιμη. Είναι πιθανό να ζούμε μία από εκείνες τις ιστορικές περιόδους, που εκ των υστέρων αποδεικνύονται κομβικές.