Είναι πια ένας μια από τις κοινές τάσεις της διασκέδασης. Νωρίς το απόγευμα, όταν ο ήλιος αρχίζει την αναπόδραστη πορεία του προς τη δύση, ένα σαξόφωνο θα ηχήσει στο βάθος ενός μπαρ, σηματοδοτώντας τη μετάβαση από τον καφέ στο πρώτο ποτό της βραδιάς. Συνήθως κανένας δεν θα το ακούσει, καθώς το «χαλί» εξυπηρετεί ακριβώς αυτόν τον ρόλο, να υπάρχει ως «απορροφητήρας» των ηχητικών κραδασμών, επιτρέποντας στις παρέες να συνεχίζουν να συνομιλούν χωρίς τον βόμβο των άλλων.
Δεν ανήκω στην κατηγορία των φανατικών οπαδών της τζαζ, αλλά ομολογώ ότι εξεπλάγην τις προάλλες όταν αναγνώρισα σ’ αυτόν τον ρόλο, του ηχητικού «χαλιού», το «A Love Supreme» του Τζον Κολτρέιν. Πώς τα φέρνει η ζωή – ή μάλλον η πολιτισμική ενσωμάτωση: ένας δίσκος που όταν πρωτοκυκλοφόρησε στα μέσα της δεκαετίας του ’60 σηματοδότησε ένα σημείο καμπής για την εξέλιξη της τζαζ, 60 χρόνια αργότερα να χρησιμοποιείται ως λάουντζ υπόκρουση.
Το άγριο βλέμμα που έχει σε κάθε του φωτογραφία ο Τζον Κορλτρέιν μοιάζει να αντικατοπτρίζει την οργή του για αυτή την ενσωμάτωση. Διότι, με μια νότα ειρωνείας, η τζαζ που ακούμε κατά κόρον σε μπαρ και καφέ αναπτύχθηκε ακριβώς ως αντίδραση στη φιγούρα του μαύρου «μπαρμπα-Θωμά» που διασκεδάζει τους λευκούς. Η μουσική έγινε περίπλοκη και δύστροπη για να απωθεί τον εφησυχασμένο ακροατή. Αλλά η μοίρα των πολιτισμικών προϊόντων φαίνεται να μην ακολουθεί τις προθέσεις των δημιουργών τους. Εδώ δεν τη γλίτωσε ούτε το πανκ, που αναγνωρίστηκε από την υψηλή ραπτική και μπήκε στα μεγάλα ντεφιλέ. God save the fashion!
Τα σκέφτομαι όλα αυτά διαβάζοντας πως μια μέρα σαν σήμερα, στις 6 Νοεμβρίου του 1814, γεννήθηκε ο βαλόνος Αντολφ Σαξ, ο άνθρωπος που επινόησε ένα όργανο που ταυτίστηκε με την τζαζ και το οποίο τίμησε δεόντως ο Τζον Κολτρέιν: το σαξόφωνο. Το νεότερο αδερφάκι των ξύλινων πνευστών (παρά το μεταλλικό του σώμα, το σαξόφωνο παράγει ήχο από ένα ξύλινο έλασμα) διεκδίκησε ανεπιτυχώς αρχικά τη θέση του στις συμφωνικές ορχήστρες. Δεν είναι τυχαίο νομίζω που ακόμα και σήμερα πολλοί μουσικοί της λόγιας παράδοσης το περιφρονούν ή – αν η λέξη σάς ακούγεται βαριά – δεν το έχουν σε μεγάλη υπόληψη.
Το σαξόφωνο θα βρει ωστόσο μια θέση στις στρατιωτικές μπάντες και έτσι, περνώντας τον Ατλαντικό, θα βρει σταδιακά τον δρόμο του προς τη μαύρη κοινότητα των μουσικών, αντικαθιστώντας εν τέλει το κλαρινέτο, που πρωταγωνιστούσε ως ξύλινο πνευστό στα πρώτα τζαζ σχήματα. Ενα λευκό όργανο, που δεν αναγνωρίστηκε στην κλασική μουσική, θα γινόταν αντικείμενο επένδυσης στη μαύρη μουσική για να επανενσωματωθεί μέσω της μαζικής κουλτούρας στη λευκή παράδοση. Δεν έχουν μόνο τα βιβλία τη μοίρα τους (κατά το γνωστό ρητό – habent sua fata libelli) αλλά, απ’ ό,τι φαίνεται και τα μουσικά όργανα.
Μήπως εξάλλου δεν έχουμε και στην Ελλάδα μια παρόμοια υποδοχή ευρωπαϊκού οργάνου που καθιερώθηκε έκτοτε στη συνείδησή μας ως «εθνικό»; Ο λόγος φυσικά για το κλαρίνο, το οποίο ήρθε, πάλι μέσω της στρατιωτικής μπάντας, από τους Βαυαρούς. Στην πορεία των ετών το όργανο άφησε τα ευρωπαϊκά σαλόνια και ανέβηκε στα ηπειρώτικα βουνά για να αντικαταστήσει το βιολί και τις τσαμπούνες στους δημοτικούς σκοπούς. Ποιος μπορεί σήμερα να φανταστεί ένα παραδοσιακό πανηγύρι χωρίς κλαρίνο;
Αυτές οι μουσικές επιμειξίες μοιάζουν να συγκροτούν την καλύτερη μουσική στα αυτιά μας. Σαν ύμνος στην επιμειξία, που τραγουδά τις αρετές που αναδεικνύονται όταν διαφορετικοί πολιτισμοί συναντιούνται και εγκαταλείπουν τις ψευδαισθήσεις της αυθεντικότητας. Καλύτερη παράδοση από την παράδοση στην τυχαία ανάδυση νέων ποιοτήτων από το πάντρεμα διαφορετικών πολιτισμών υπάρχει άραγε; Θα τολμήσω να πω πως όχι.