Υπάρχει μία φράση που έχει αποκτήσει ιδιαίτερο βάρος σε αυτά τα 35 χρονιά που μετρά ο βίος της ιδιωτικής τηλεόρασης στην Ελλάδα. Μία φράση, η οποία έχει ακουστεί πολλές φορά στη διάρκεια αυτών των σχεδόν 4 δεκαετιών και που ολοκληρώνεται μέσα σε πέντε μόλις λέξεις: «μια σειρά της Μιρέλλας Παπαοικονόμου».
Η Μιρέλλα Παπαοικονόμου υπέγραψε το σενάριο της πρώτης της τηλεοπτικής σειράς το 1985 και ήταν το «Μικροί μεγάλοι» της ΕΡΤ, ωστόσο ταυτίστηκε με την πιο λαμπερή εποχή της ελληνικής μυθοπλασίας, εκείνη των δεκαετιών του ’90 και το ’00. Συνδέθηκε μάλιστα σ τέτοιο βαθμό, που μάλλον είναι περιττό να αναφέρουμε εδώ τις μεγαλύτερες επιτυχίες της. Ποιος δεν γνωρίζει την «Αναστασία», το «Λόγω Τιμής», τον «Απόντα», τη «Λένη», το «Η ζωή που δεν έζησα» ή το «Νησί» (διασκεύασε το ομώνυμο βιβλίο της Βικτώρια Χίσλοπ).
Συνδέθηκε επίσης και το Mega, καθώς εκεί προβλήθηκαν οι μεγαλύτερες επιτυχίες της. Η προβολή από το «Μεγάλο Κανάλι» των «17 κλωστών», της σειράς σε παραγωγή της Cosmote TV που βασίστηκε στο ομότιτλο βιβλίο του Πάνου Δημάκη (τον παρακολουθείτε και ως το «Γεράκι» στο The Chase), ήταν η καλύτερη αφορμή για να συζητήσουμε μαζί της. Η Παπαοικονόμου υπέγραψε το σενάριο για την τηλεοπτική μεταφορά του βιβλίου, μαζί με τη συνεργάτιδά της, Κάτια Κισσονέργη.
Ο «17 κλωστές» αφηγούνται, μέσα από πρίσμα της μυθοπλασίας, την ιστορία ενός εκ των πιο αιματηρών φονικών στα εγκληματολογικά χρονικά της χώρας, τη μαζική δολοφονία 16 ανθρώπων από τον Αντώνη Αρώνη στα Κύθηρα του 1909. Η σκηνοθεσία ανήκει στον Σωτήρη Τσαφούλια και πρωταγωνιστεί ο Πάνος Βλάχος, οι οποίοι, σε συνέντευξή τους στο ΒΗΜΑ, είχαν επισημάνει ότι στόχος τους δεν ήταν να δικαιολογήσουν τον ήρωα, αλλά να αναδείξουν το κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κάποιος μπορεί να γίνει εγκληματίας.
Η Μιρέλλα Παπαοικονόμου μιλά στο ΒΗΜΑ για όλα τα παραπάνω, την επιστροφή της στην τηλεόραση, καθώς και για τις μεγάλες της επιτυχίες που εξακολουθούν να αντέχουν στον χρόνο.
Έχετε πει ότι έτυχε να πέσει στα χέρια σας το βιβλίο του Δημάκη, ενώ βρισκόσασταν και οι δύο στα Κύθηρα, το διαβάσατε απνευστί και θελήσατε να το μεταφέρετε στην τηλεόραση; Τι ήταν αυτό που σας γοήτευσε;
Δεν έτυχε…πέτυχε! Ο Δημάκης είχε έρθει στα Κύθηρα με το νέο του μυθιστόρημα, τις «17 κλωστές». Το έδωσε στον βιβλιοπώλη του νησιού και φίλο μου, Πάνο, ο οποίος το διάβασε απνευστί και μου το ΄δωσε, σίγουρος πως θα ήθελα να γράψω το σενάριο για σειρά στην τηλεόραση. Πράγματι το διάβασα και γω απνευστί και όχι μόνο ενθουσιάστηκα αλλά και συγκινήθηκα με την ιστορία που αν και διαδραματίστηκε το1900 είναι τόσο, μα τόσο επίκαιρη.
Στα Κύθηρα των αρχών του αιώνα θα ήταν έντονο το διαλεκτικό στοιχείο στην ομιλία των ανθρώπων. Στη σειρά δεν είναι τόσο. Πώς διαχειριστήκατε τη γλωσσική πραγματικότητα της εποχής;
Προσπαθήσαμε μαζί με την συνάδελφό μου, Κάτια Κισσονέργη, να έρθουμε πιο κοντά στις συνήθειες και στις συμπεριφορές των Τσιριγωτών εκείνης τη εποχής, παρά να μιμηθούμε την ντοπιολαλιά η οποία θα μπορούσε να δημιουργήσει θέμα παρακολούθησης στους θεατές. Επιπλέον όταν περιγράφεις τόσο μακρινούς χαρακτήρες από άποψη εποχής, το να τους προσδώσεις ακόμα ένα στοιχείο γλωσσικής διαφοράς, απομακρύνει τον σύγχρονο άνθρωπο από την ταύτιση με τους ήρωες.
Στη σειρά δεσπόζει η ιστορία του Αντώνη και δεν υπάρχουν τόσες πολλές υποπλοκές. Έως τώρα δεν είχατε δουλέψει πολλές φορές με έναν κεντρικό χαρακτήρα να κυριαρχεί στην πλοκή. Τι σήμαινε αυτό για τη σεναριακή προσαρμογή του βιβλίου;
Το μεγάλο πλεονέκτημα των σειρών με πολύ λίγα επεισόδια (6-8) μας βοηθάει να μην πλατειάζουμε με άσκοπες σκηνές και να μην χρειαζόμαστε παράλληλες ιστορίες για να γεμίζουμε επεισόδια.
Πώς ήταν η συνεργασία με τον Σωτήρη Τσαφούλια και τον Πάνο Βλάχο;
Με τον Τσαφούλια συνεργαστήκαμε πολύ καλά. Είμαι πολύ χαρούμενη με το αποτέλεσμα. Ο Βλάχος είναι ένας πολύ ταλαντούχος ηθοποιός, δουλευταράς και εξαιρετικός χαρακτήρας όσο τον γνώρισα. Είμαστε όλοι μας πολύ τυχεροί που πρωταγωνιστεί σ αυτή την σειρά.
Με τις «17 Κλωστές», μια σειρά σας προβάλλεται ξανά από το Mega. Συγκίνηση; Νοσταλγία;
Χαίρομαι πολύ που θα παιχτεί στο Mega γιατί είναι ευκαιρία να το δουν κάποιοι τηλεθεατές που δεν μπόρεσαν να το παρακολουθήσουν στην Cosmote TV.
Δεν δοκιμάσατε ποτέ κωμωδία. Υπάρχει κάτι που δεν σας ταιριάζει στο συγκεκριμένο είδος;
Μ’ αρέσει πάρα πολύ η κωμωδία. Η καλή κωμωδία. Θεωρώ πως είναι ένα είδος πολύ πιο δύσκολο από το δράμα. Ο λόγος που δεν το έχω επιχειρήσει είναι απλώς επειδή δεν την ξέρω.
Πριν τριάντα χρόνια θέσατε ζητήματα -για να αναφέρω επιγραμματικά μερικά- που αφορούν τη γυναικεία ενδυνάμωση και χειραφέτηση, τη σχέση των γυναικών με τη σεξουαλικότητά τους, την σκοτεινές όψεις της ελληνικής οικογένειας, την όχι τόσο ρόδινη διάσταση των ερωτικών σχέσεων, τις ανησυχίες των νεότερων γενιών κτλ. Ήταν σαν να βρίσκεστε πάνω από τα τραπέζια μας, μέσα στα σπίτια μας και να «κρυφακούτε». Θα λέγατε ότι είναι το ταλέντο σας αυτό;
Μ’ αρέσει πολύ ν’ ακούω τους ανθρώπους ν’ αφηγούνται. Μ’ αρέσει τόσο πολύ που, όταν ρωτάω για να μάθω περισσότερες λεπτομέρειες, κινδυνεύω να κατηγορηθώ ότι προσπαθώ να εισχωρήσω σε λεπτομέρειες πολύ προσωπικές. Δεν είναι όμως από τάση κουτσομπολίστικη αλλά από ενδιαφέρον ν’ ακούσω όσο γίνεται πιο βαθιά τις αλήθειες των ανθρώπων. Σε καμία περίπτωση όμως δεν πιστεύω πως αυτό από μόνο του είναι ταλέντο. Ο τρόπος που θα μεταφέρεις την πληροφορία, που θα αφηγηθείς την ιστορία ή θα εισβάλεις στον ψυχισμό των ηρώων σου, εκεί χρειάζεται το ταλέντο.
Θεωρείτε ότι η ιδιωτική τηλεόραση ήταν πιο τολμηρή στα πρώτα της βήματα; Ας πούμε η πλατιά αποδοχή των σειρών εποχής, που αναπαράγουν ξεπερασμένες κοινωνικές και ιεραρχικές δομές και προβληματικά μοντέλα ανθρώπινων σχέσεων δεν μπορεί να σχετίζεται μόνο με τη συνολική ποιότητα παραγωγής μιας σειράς. Συντηρητικοποιούμαστε αντί να πηγαίνουμε μπροστά;
Οι σειρές εποχής αγαπιούνται και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό γιατί αφηγούνται καταστάσεις μιας άλλης εποχής και σε ταξιδεύουν σε κάτι που μοιάζει μακρινό παραμύθι, απομακρυσμένο από τα σύγχρονα προβλήματα. Ο κόσμος έχει πολύ μεγάλη ανάγκη από τέτοιου είδους ταξίδια. Η διαφορά των ξένων σειρών εποχής με τις αντίστοιχες ελληνικές είναι πρωτίστως το πόσα χρήματα πληρώνονται οι ξένες σειρές , ποσό χρόνο αφιερώνουν για το γύρισμα κάθε επεισοδίου και πόσο χρόνο και χρήμα ξοδεύουν για έρευνα πάνω στα θέματα που αφορούν στην θεματολογία την εκάστοτε σειράς.
Οκ, αλλά γιατί δεν βλέπουμε ελληνικές σειρές μυθοπλασίας με σύγχρονες θεματικές; Υπάρχει ατολμία;
Ο λόγος που δεν παρουσιάζονται σύγχρονες ιστορίες στην Ελλάδα, είναι αποτέλεσμα πολλών παραγόντων. Ο σημαντικότερος ίσως είναι ότι, όταν έρθει η ώρα να παρουσιάσεις μια τέτοια δουλειά σ’ ένα κανάλι ή σε ένα παραγωγό, σου ζητούν τον μύθο εκείνο που θα κάνει την σειρά πιασάρικη. Στην πραγματικότητα μια βαθιά, ανθρώπινη και σύγχρονη ιστορία χωρίς κάποια ιδιαίτερη πλοκή, ανατροπές και εντάσεις έχουμε δει να γίνονται επιτυχίες στο εξωτερικό. Αυτό δυστυχώς δεν προσμετράται από τους αρμόδιους στην Ελλάδα.
Επιστρέφοντας στην τηλεόραση, πώς τη βρήκατε;
Διπλάσιες και υπερδιπλάσιες θα έλεγα τηλεοπτικές σειρές, ιδιαίτερα οι καθημερινές. Ομολογώ πως δεν ανήκω στην κατηγορία των εθισμένων τηλεθεατών. Κάθε αρχή της σεζόν όμως βλέπω από επαγγελματική… διαστροφή ένα επεισόδιο απ’ ότι παίζεται (όχι μόνο σειρές άλλα και εκπομπές) και επιλέγω τι θέλω να παρακολουθήσω. Στη συνέχεια παρακολουθώ, πάλι από επαγγελματική διαστροφή, την τηλεθέαση όλων αυτών των εκπομπών. Υπάρχουν, κατά τη γνώμη μου και «διαμαντάκια».
Πλέον ο κύκλος ζωής των σειρών είναι σύντομος ακόμα και να μετρούν πολλές σεζόν. Τις καταβροχθίζουμε μέσα σε ένα ΣΚ ή δύο, με ανελέητο binge watching, ενώ απουσιάζει και αυτή η αίσθηση του συντονισμού και του «ραντεβού» με μια σειρά. Αυτή η νέα συνθήκη της αδηφάγου τηλεόρασης πώς λειτουργεί για μία σεναριογράφο;
Αγχώνομαι πάρα πολύ μ’ αυτή την συνθήκη. Θαυμάζω πάρα πολύ τους σεναριογράφους που καταπιάνονται με σειρές τόσων πολλών επεισοδίων. Στην τηλεοπτική μου καριέρα 40 περίπου χρόνια, η μεγαλύτερη, σε αριθμό επεισοδίων, σειρά ήταν το «Λόγω Τιμής», 32 επεισόδια με εξαίρεση όταν ήμουν πολύ νέα (το 1985) τα 90 ημίωρα επεισόδια του «Μικροί Μεγάλοι» που προβλήθηκαν στην ΕΡΤ Μετά από αυτό, «έπεσα» στα 32επεισόδια, στη συνέχεια στα 26, μετά 18 έως 20 και τελευταία… στα 6 με ταβάνι τα 8 (ελπίζω η ζωή να μη με διαψεύσει…).
Το «μια σειρά της Μιρέλλας Παπαοικονόμου» πέρα από μια αδιαμφισβήτητη αναγνώριση και τις συνακόλουθες οικονομικές απολαβές ήταν και το selling point κάθε μεγάλης παραγωγής ενός καναλιού. Είχε όμως η φράση αυτή και μια «σκοτεινή πλευρά»: άγχος για την έγκαιρη συγγραφή, προθεσμίες που έπρεπε να τηρηθούν, νούμερα τηλεθέασης που έπρεπε να έρθουν, κάποιο burnout.
Η αλήθεια είναι πως όλα αυτά τα πολλά χρόνια που δουλεύω για την τηλεόραση δεν ένιωσα καταπίεση για την έγκαιρη συγγραφή. Σίγουρα έπαιξε ρόλο η εξαιρετική συνεργασία που είχα με το Μega που δεν με πίεσαν ποτέ, αλλά και στο ότι από χαρακτήρα μου ήμουν ιδιαίτερα συνεπής σε ότι αναλαμβάνω. Τα νούμερα τηλεθέασης, ναι, σίγουρα έπαιζαν ρόλο, ιδιαίτερα τις λίγες φορές που άλλαξα κανάλι. Όσο για burnout, μέχρι σήμερα δεν ένιωσα να απειλούμαι απ’ αυτό τον βραχνά.
Writers block: Πώς το αντιμετωπίζετε;
Με υπομονή και επιμονή.
Σας ενοχλεί που όταν κάποιοι ακούν για την «Αναστασία» θα πουν «Α! η σειρά με τις γυμνές σκηνές». Νιώθετε ότι υποβαθμίζεται ο ρόλος σας στην επιτυχία της;
Ευτυχώς δεν είχε έρθει στ’ αυτιά μου αυτό το συγκεκριμένο σχόλιο. Το ότι μια νεαρή κοπέλα έμπλεξε με πατέρα και γιό έχει ειπωθεί άπειρες φορές. Το θέμα ήταν όντως τολμηρό. Θέλω όμως να πιστεύω πως η επιτυχία της σειράς, πέρα από το θέμα της, ήταν πολύ ωραία σκηνοθετημένη και εξαιρετικά παιγμένη από Μηνά Χατζησάββα, Άλκη Κούρκουλο και Μυρτώ Αλικάκη.
Το «Νησί» αποτελεί ένα πολλαπλό ορόσημο για την ελληνική τηλεόραση. Γυρίστηκε το 2009, προβλήθηκε το 2010, όταν πλέον είχαμε εισέλθει στην κρίση. Το βλέπατε τότε σαν ένα «μεγάλο αντίο»;
Αντίο; Όχι βέβαια! Αντίθετα! Σαν ένα «μεγάλο εδώ είμαστε» και «Η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία».
Στο «Λόγω Τιμής» γιατί επιστρέψατε; Τι πιστέψατε στο sequel;
Μου το ζήτησαν οι ηθοποιοί αλλά και ‘γω ήθελα να ξαναβρεθώ με την «οικογένειά μου» μετά από 20 χρόνια και να βιώσω μαζί τους την εξέλιξή τους.
Πήγε όπως το περιμένατε;
Όχι, δεν πήγε όπως το περίμενα. Ίσως γιατί όσοι το παρακολουθούσαν παλιά δεν ήθελαν να ζήσουν τη… φθορά τους. Ήθελαν να μείνουν με την ανάμνηση των νιάτων τους. Τι να πω; Μέσα στη ζωή είναι όλα.
Είχατε και πρωταγωνιστές με τους οποίους συνεργαζόσασταν ξανά και ξανά. Να σας ρωτήσω ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας και γιατί;
«Ήταν όλοι τους παιδιά μου» Αλήθεια λέω! Δεν θέλω να αναφερθώ σε ονόματα. Κάποιοι έχουν μείνει πολύ κοντά μου και βρισκόμαστε συχνά. Κάποιους δεν τους βλέπω συχνά αλλά τους έχω βαθιά μέσα στην καρδιά μου και κάποιοι «αποχώρησαν» Αυτούς θα τους αναφέρω! Δημήτρης Γιαννόπουλος, Μηνάς Χατζησάββας και Κωνσταντίνος Παπαχρόνης. Μεγάλες απώλειες.
*Οι «17 κλωστές» προβάλλονται από το Mega κάθε Κυριακή στις 22:50