Την περασμένη Παρασκευή ο Πρωθυπουργός εγκαινίασε το «Σπίτι του Ελύτη» στην Πλάκα, ως εάν να έχουν σπίτι οι ποιητές τα «σπίτια» που εγκαινιάζονται μετά τον θάνατό τους, άλλοτε με πρωτοβουλία της Πολιτείας —όταν επιθυμεί να συμφιλιωθεί με τον εαυτό της (Μητσοτάκης-Σαμαράς)—, κι άλλοτε με την ευφυία τεθλιμμένου κληρονόμου (εάν δεν υπήρξε ρητή επιθυμία του ποιητή για την ματαιόδοξη προσφορά). Τίποτα δεν αντιπροσωπεύουν τα σπίτια για το άυλο έργο.

Τίποτα, γιατί το «τίποτα» είναι ο τόπος της εξορίας του ποιητή όσα στοιχεία, αρχεία, φωτογραφίες, ντοκουμέντα στηθούν επιμελώς στις βιτρίνες κι όσοι ευαίσθητοι επισκέπτες θελήσουν να τα επισκεφτούν. Το σπίτι του ποιητή είναι το εξώφυλλο της συλλογής με τα ποιήματά του.

Μια εποχή στην κόλαση, φερ’ ειπείν. Ένας σκέτος τίτλος της αυστηρής γραμματοσειράς Didot σ’ ένα κομμάτι χαρτί. Αυτό ήταν όλο κι όλο το σπίτι του Αρθούρου Ρεμπώ.

Την Πέμπτη 7 του μηνός στην αίθουσα «Ρήγας Βελεστινλής», στην οδό Ξενοφώντος, οι εκδόσεις Περισπωμένη και οι φίλοι του Αντώνη Ζέρβα, που έφυγε πρόωρα απ’ τη ζωή, είχαν την ιδέα να οργανώσουν ένα λογοτεχνικό μνημόσυνο για την ποίησή του. Δεν με βρήκαν απολύτως σύμφωνο. Όπως δεν με βρίσκουν σύμφωνο οι κοσμικές παρουσιάσεις ποιητικών συλλογών με την πρωτοβουλία του εν ζωή, φιλόδοξου ποιητή. Δεν μπόρεσα, ωστόσο, να μην ανταποκριθώ με ένα ανταποδοτικό κείμενο στο όνομα της παλιάς μας φιλίας από το Παρίσι, το οποίο δημοσιεύεται στο περιοδικό Χάρτης, τχ. 71, και που ο εκδότης μας Σωτήρης Φασούλας θα αναγνώσει στη θέση μου, αφήνοντας τις λέξεις να με παρουσιάσουν καλύτερα. Αυτό το κείμενο τροποποιημένο δημοσιεύω σήμερα, παραλείποντας ένα ποίημα μου που έγραψα για τον θάνατο του Ζέρβα, διότι το vima.gr δεν είναι φιλολογικό περιοδικό.

Έγραφε ο Wallace Stevens: «Συμβαίνει μια ζωή να είναι η τιμωρία για μια άλλη, όπως του γιου η ζωή για τον πατέρα». Και θαρρείς πως αυτοί οι στίχοι του μεγάλου Αμερικανού ποιητή αφορούν την περίπτωση του Ζέρβα, αλλά και τη δική μου. Και οι δυο μας είμαστε η τιμωρία για τον πατέρα τον βιολογικό (τον αστό Ζέρβα-Βέλτσο πατέρα) και τον πνευματικό (Πάουντ-Στίβενς). Ζήσαμε και γράψαμε για να τους τα χώνουμε, για να τους ενοχοποιούμε και να τους ξεπεράσουμε, όπως ο Κάφκα τον πατέρα του.

Και οι δυο μας, εντελώς διαφορετικοί στην όψη-κόψη, είδαμε το σχήμα της νίκης στον ουρανό. Εν τούτω ο Ζέρβας νίκησε γιατί τον πρόλαβε ο θάνατος. Εγώ, όχι. Ο ένας από τους δύο —όπως λέει ο κανόνας— είδε τον άλλον να πεθαίνει. Είναι λοιπόν επόμενο να βλέπει και τη δική του πολύχρονη, σισύφεια ήττα.

Ο Ζέρβας με όλους τους πειρασμούς του Αγίου του και του Φλωμπέρ, έζησε με τα ακριβότερα κονιάκ, τα καλύτερα κασμίρια και τα κομψότερα σπορ αμάξια. Έγραψε και τους «έγραψε» όλους. Εγώ τους έγραψα για να μου γράφουν. Προηγουμένως, μετά τον θάνατο του πατέρα μου, πούλησα και τη Μερσεντές του γιατί ντρεπόμουν τη μόστρα. Μετήλθα την παιδική ελαφρότητα (τεχνηέντως;) μπας και βαθύνω.

Ο Ζέρβας αντίστροφα: με την ώριμη βαρύτητα του (τεχνηέντως), τα τελευταία άχαρα χρόνια του στην Αθήνα, πληγωμένος και μόνος, ξεβράστηκε στην παραλία της Πατησίων σαν το κήτος του Φελίνι που το περιεργάζονται οι γλεντοκόποι, νεκρό. Σταθμευμένος οριστικά στο ιδιωτικό του λυσσιατρείο, πιο «λυσσασμένος» (enragé) κι απ’ τους Μαϊακούς του ’68 που περιφρόνησε, «αυτοξερριζωμένος» διαρκώς στο «ήτοι» των λογίων του είδους του και ανήμπορος κάθε φορά να πείσει τον εαυτό του ότι υπάρχει νόημα, μας εγκαλεί μετά θάνατον να αναλάβουμε την ευθύνη του.

Κάποιος φταίει που πονάω και δυστυχώ. Αγανακτώ.
Κάποιος πρέπει να αναλάβει την ευθύνη…
Απαιτώ από καθήκον δυνάμει του καθήκοντος ευθύνης. (1)

Δεν λογάριασε όμως πως οι επιβάτες αυτού του ακατανόμαστου συναφιού είναι «όλοι ξένοι, ξένοι σαν κι αυτόν». Ξένοι, και γι’ αυτό αποξενωμένοι. Αφιλόξενοι από μια μεταδοτική, εσωτερική ξηρασία: την φυλλοξήρα που βρήκε στα παλιά αμπέλια του πατέρα του στο Κερατσίνι.

Βέβαια είναι παράξενο να μην κατοικείς πια τη γη, Αντώνη,
να μην τηρείς τις συνήθειες που μόλις απέκτησες•
σε τριαντάφυλλα και σ’ άλλα υποσχόμενα πράγματα
να μην προσδίδεις πια σημασία ανθρώπινου μέλλοντος•
αυτό που στην ατέλειωτη αγωνία των χεριών σου υπήρξες
πια να μην είσαι, και το ίδιο σου τ’ όνομα ακόμη
πίσω ν’ αφήνεις σαν διαλυμένο παιχνίδι.
Παράξενο, τις επιθυμίες πια να μην επιθυμείς. (2)

Με τους στίχους αυτούς του Ρίλκε κατευόδιο, από την «Πρώτη Ελεγεία» στη μετάφραση του κοινού μας εκδότη (3), σε μνημονεύω (στον εαυτό μου;), ξέροντας πως η απάντηση που ζητούσαμε σ’ όλη μας τη ζωή (το «καθήκον», όπως έλεγες) δεν είναι εννοιολογική, ούτε καν ποιητική των πατέρων ημών, αλλά ό,τι προκύπτει στο φινάλε από τον μεταβολισμό της παράξενης, απερίγραπτης, διαστροφικής, σχεδόν αλαμπουρνέζικης φύσης μας. Κρατώ έναν στίχο σου που αισθάνομαι πως συμπυκνώνει αυτό που είμαι και αυτό που επιθυμώ:

Αυτό που θεραπεύεται δεν με πολυτραβάει. (4)

Θεραπεύτηκε, δεν πολυθεραπεύτηκε ο Αντώνης, πέθανε σε ένα νοσοκομείο στον Πειραιά —όχι πολύ μακριά από τα αμπελοχώραφα του πατέρα του—, από την αρρώστια της ζωής, τον καρκίνο. Τότε που η ζωή γεννάει ένα νέο κακόβουλο σώμα στο σώμα της.

Για το έργο του έχουν μιλήσει σοβαροί και διαβασμένοι κριτικοί, άρα αδιάβαστοι από τους πολλούς, με την εξαίρεση του φειδωλού σε επαίνους Δημήτρη Μαρωνίτη: «Αυτού το είδους τα ποιήματα σε ξυπνούν, ενώ διαβάζοντας άλλα σε πιάνει ύπνος». Εγώ δεν τον ξυπνούσα. Είχε αναθέσει στην Μούσα να με αναλάβει, θεωρώντας ότι ο Βέλτσος δεν κυνηγάει την ποίηση, τον κυνηγά (Το Βήμα, 26.02.2006).

Ο Ζέρβας όμως έκανε και τα εξής που δεν κατόρθωσα εγώ: ένα επώδυνο αλέ ρετούρ στο «χαμένο κέντρο» του Ζησίμου Λορεντζάτου αφενός, και αφετέρου μετέφρασε τους Πατέρες στην ισχυρή, ιδιότυπη γλώσσα του. Τον εαυτό του δεν μπόρεσε να μεταφράσει, για τον «υποκριτή όμοιο του αδερφό αναγνώστη». Ήταν επίφοβος για τον ίδιο του τον εαυτό, enragé. Τι πιο τρομακτικό και σπουδαίο.

ΥΓ.

Το κείμενο αυτό, αν και «νεκρολογία», δεν γράφτηκε με το αρμόζον «πνεύμα σοβαρότητας», αλλά με κέφι- όπως θα ήθελε ο Ζέρβας. Είχε διαβάσει κι αυτός τη «Ναυτία» του Σαρτρ:

«Το πνεύμα σοβαρότητας αποτελεί την κατεξοχήν άρνηση της ελευθερίας, γιατί οδηγεί τον άνθρωπο να παραδοθεί στον αναπόφευκτο μετασχηματισμό που υφίσταται κάθε ανθρώπινο πλάσμα όταν ενσωματώνεται στην κοινωνία».

(Για περισσότερα, βλέπε το εξαιρετικό ψυχαναλυτικό περιοδικό «Αληthεια» τ.11-12, σελ.46, 2024)

***

(1) Αντώνης Ζέρβας, Στάση Λυσσιατρείου. Περί εκδιαιτήσεως, ήτοι το αυτοξερρίζωμα, Περισπωμένη, 2018, σ. 84.

(2) Rainer Maria Rilke, Οι ελεγείες του Ντουίνο, Μετάφραση-Σημειώσεις-Εικονογράφηση Σωτήρη Σελαβή, Περισπωμένη, 2011.

(3) Με τον Ζέρβα εκδιδόμασταν μαζί στην Ίνδικτο πρώτα και τώρα στην καλλίγραμμη Περισπωμένη.

(4) Αντώνης Ζέρβας, .ό.π., σ. 81.