Εν αναμονή του φινάλε στο εκλογικό θρίλερ των ΗΠΑ (που μπορεί και να αργήσει), η ελληνική πολιτική καθημερινότητα μοιάζει να βυθίζεται στην μακαριότητά της.
Κυβέρνηση και ελάσσων αντιπολίτευση καβγαδίζουν για μία απροσδιόριστη συναίνεση, δίχως ουσία και περιεχόμενο, η τύποις αξιωματική αντιπολίτευση πελαγοδρομεί δίχως πυξίδα και καπετάνιο, οι δήθεν αντισυστημικοί διολισθαίνουν προς την συστημικότητα, δύο πρώην πρωθυπουργοί «ανησυχούν» για τα εθνικά θέματα και κάπου στο φόντο εμφανίζεται μία νέα εκδοχή της άτσαλης, αλλά σταθερά επικίνδυνης τρομοκρατίας.
Για τα δεδομένα των ελληνικών συνθηκών θερμοκρασίας και πίεσης, αυτά θα μπορούσαν να θεωρηθούν λίγο — πολύ κανονικά.
Όμως κάπου οδηγούν.
Αναλόγως και της αναταραχής που θα προκαλέσει η πολιτική εξέλιξη στις ΗΠΑ, σε αυτό το διεθνές και στενότερο περιβάλλον διαπιστώνεται ότι το βασικό πολιτικό ζητούμενο είναι η διαχειριστική επάρκεια. Καλώς ή κακώς, είναι η βασική προϋπόθεση για τα περαιτέρω.
Σε λίγες εβδομάδες θα πρέπει να ληφθούν αποφάσεις, από τις οποίες θα κριθούν πολλά. Με πρώτη μεταξύ αυτών την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, θα διαπιστωθεί αν η κυβέρνηση έχει τη δυνατότητα να ακυρώσει τα σχέδια ορισμένων για αναστατώσεις και αχρείαστες αναταράξεις ή αν θα καλλιεργηθεί μία συνθήκη διαφορετική και με πιθανές επιπτώσεις.
Ούτε το ένα μπορεί να αποκλειστεί, ούτε το άλλο.
Το κρίσιμο ζήτημα παραμένει: Υπάρχει αυτή η κεντρική πολιτική επιδίωξη, που οδηγεί την κυβέρνηση και ορίζει το μέτρο της επιτυχίας ή της αποτυχίας της; Ή όλα κινούνται πλέον στους ρυθμούς της νωχελικής πολιτικής ρουτίνας «κι όπου βγει»;
Η απάντηση δεν φαίνεται να είναι εύκολη. Όμως μέσα από αυτήν μπορεί να διακρίνει κανείς τις πραγματικές προοπτικές στο ορατό μέλλον.