Είναι μια συνάντηση όχι τόσο σπάνια, μα κάθε φορά που συμβαίνει πολύτιμη. Ο Δημήτρης Ζερβουδάκης και η Μελίνα Κανά ξεκίνησαν πριν λίγες μέρες τις κοινές τους εμφανίσεις στον Σταυρό του Νότου (από 2/11 και για όλα τα Σάββατα του Νοεμβρίου), έναν χώρο στον όποιο έχουν και έχουμε ζήσει πολύ έντονες βραδιές.  «Συναντιόμαστε όλοι σε μια όμορφη διαδικασία μέθεξης», θα πει στο ΒΗΜΑ ο κύριος Ζερβουδάκης, προσθέτοντας πως κάθε βραδιά στον Σταυρό χτίζεται πάνω σε «μια αληθινή βάση ανθρώπινης και φιλικής αφοσίωσης».

Οι δύο καλλιτέχνες με δισκογραφικές διαδρομές που, πλην ελάχιστων περιπτώσεων, αναπτύσσονταν σταθερά η μία παράλληλα προς την άλλη, μέσα ωστόσο στην ίδια συνθήκη: της τραγουδοποιίας που «κεντά τη συλλογική συνείδηση» και «στέκεται πάνω από μόδες».

Ενώ έχετε κάνει κοινές ζωντανές εμφανίσεις, όπως αυτές που θα ξεκινήσετε και στον Σταυρό του Νότου, δισκογραφικά μετράτε λίγες κοινές συμμετοχές σε δίσκους και καμία συνεργασία. Πώς και έτσι;

Δημήτρης Ζερβουδάκης: Προερχόμαστε από διαφορετικές παρέες–φυλές όπως αρέσκομαι να λέω. Κάτι που φαντάζει ως συνάφεια στα μάτια σας, δεν αποτελεί πραγματικότητα πάντα. Ο δικός μου ο δρόμος επιτρέψτε μου να σας πω, ήταν πιο μοναχικός και πολλές φορές η αλήθεια είναι πως δεν αποτέλεσε αποκλειστικά δική μου επιλογή ως τέτοιος. Ωστόσο αυτή η αυτονομία ήταν που με οδήγησε σε άλλες προσεγγίσεις στην μουσική μου περιπέτεια. Ειδικά μιλώντας για την εμβάπτισή μου στον κόσμο της οικουμενικής progressive πραγματικότητας.

Μελίνα Κανά: Δεν προέκυψε μες στα χρόνια μια κοινή δισκογραφική πορεία, είναι αλήθεια αυτό. Ωστόσο για να συνεργαστούν δύο καλλιτέχνες δεν είναι απαραίτητο να έχουν κοινή δισκογραφική παρουσία. Η συνεργασία για ζωντανές παραστάσεις και συναυλίες είναι ένα άλλο κομμάτι.

Διαφορετικές «φυλές» όμως ζήσατε όλη αυτή τη μουσική άνοιξη της Θεσσαλονίκης τη δεκαετία του ’80, το «Αγροτικόν» και όλη την επιρροή του Παπάζογλου. Πώς ήταν να ζεις τότε στην Θεσσαλονίκη και κυρίως πώς ήταν σε επίπεδο καθημερινότητας όλη αυτή η ατμόσφαιρα για έναν νέο δημιουργό/ερμηνευτή;

Μ.Κ.: Τα χρόνια στη Θεσσαλονίκη, τη γνωριμία μου με τον Νίκο Παπάζογλου και τη συμμετοχή μου στις παραγωγές που έκανε τότε το «Αγροτικόν», τα σκέφτομαι και τα θυμάμαι με αγάπη και με μεγάλο σεβασμό προς το πρόσωπο του Νίκου. Τι να σας πω, ήτανε πολύ αγαπητός στον κόσμο κι εγώ ήμουν μία από τις θαυμάστριές του, ήξερα όλα του τα τραγούδια και ήταν πολύ σημαντικό για ‘μένα το ότι τον γνώρισα και το ότι με πήρε κοντά του ένα ολόκληρο καλοκαίρι στην καλοκαιρινή του περιοδεία. Η Θεσσαλονίκη είχε μια μουσική παραγωγή μεγάλη και πολύ σημαντική εκείνα τα χρόνια, δηλαδή ξεκίνησαν από εκεί και γίναν πολύ αγαπητοί και στην υπόλοιπη Ελλάδα, εκτός από τον Νίκο Παπάζογλου, οι Χειμερινοί Κολυμβητές, αργότερα εμφανίστηκε ο Σωκράτης Μάλαμας, ο Γιάννης Αγγελάκας και ο Γιώργος Καζαντζής, ο Δημήτρης (σ.σ. Ζερβουδάκης) και πολλοί άλλοι. Είχε μια δική της μουσική ζωή με καλλιτέχνες που τραγουδούσαμε στις μουσικές σκηνές που είχε τότε η πόλη και λίγο πολύ γνωρίζαμε ο ένας τον άλλον. Προσωπικά, όταν ξεκίνησα να τραγουδώ στο «Πλατώ», δεν περίμενα ότι θα ακολουθήσει ένας μεγάλος δρόμος στο τραγούδι κι ότι θα πω τραγούδια που θα αγαπηθούν τόσο από τον κόσμο και θα με κάνουν γνωστή σε όλη την Ελλάδα, όμως αγαπούσα την ατμόσφαιρα της Θεσσαλονίκης τότε και τη θυμάμαι πάντα με νοσταλγία.

Δ.Ζ.: Ο Νίκος αποτέλεσε τη ζωντανή τεκμηρίωση του ότι μπορείς να ολοκληρωθείς καλλιτεχνικά χωρίς να «ξεσπιτωθείς». Ο Σαββόπουλος με την σειρά του, προηγουμένως, μας έδειξε τον δρόμο της σύγκλισης της παράδοσης με τις φυγόκεντρες δυνάμεις της ροκ εκφοράς. Κάποιοι από εμάς είχαμε πρόσβαση στα πολιτικά τραγούδια ειδικά την περίοδο της περιβόητης μεταπολίτευσης και μάλιστα ως έφηβοι. Θυμάμαι σαν χθες την πρώτη συνταρακτική συναυλία του Μίκη στο Καυτατζόγλειο στάδιο μετά την πτώση της χούντας. Από την άλλη το ρεμπέτικο και το λαϊκό μας τραγούδι πάντα ήταν ζωτικό στοιχείο στην χαρακτηρισμένη, όχι άδικα, ως φτωχομάνα Θεσσαλονίκη. Η Βυζαντινή μουσική μαζί με το Δημοτικό μας τραγούδι ως κοινή ρίζα επίσης. Πάντα ζωντανά και παρόντα. Όλα σε μια μυστηριακή σύνδεση. Όπως καταλαβαίνετε το «κράμα» είναι από τη φύση του στιβαρό και πυκνό ως σύνθεση. Πάνω από όλα όμως αιρετικό. Πολυπολιτισμικό.

Στον πρώτο δίσκο που συμμετείχατε μαζί, το «Μυστικά Τραγούδια», ο Δημήτρης ερμηνεύει το «Γυάλινη Γυναίκα». Το ‘χα πάντα στο μυαλό μου ως μια «απάντηση» στην ιστορία που χτίζουν τα τραγούδια που τραγουδά η Μελίνα στον δίσκο. Είναι όντως έτσι και κυρίως, πώς έφτασε αυτό το τραγούδι στα χέρια του Δημήτρη για να το ερμηνεύσει;

Δ.Ζ.: Ισχύει αυτό που λέτε εκατό τοις εκατό. Στην σκέψη του κυρίου Νίκου ήταν η τελική συνάντηση του κοριτσιού με το αγόρι. Ο Άγγελος Σφακιανάκης ήταν ο συνδετικός κρίκος για την παρουσία μου στον δίσκο αυτόν του κυρίου Μαμαγκάκη. Με πρότεινε στον συνθέτη και «πέρασα». Τον κύριο Γκανά έτυχε να τον γνωρίζω από έναν άλλο κύκλο εκτός μουσικής παραγωγής.

Μ.Κ.: Αυτό ήταν επιλογή κι απόφαση του Νίκου Μαμαγκάκη κι όταν μου το ανακοίνωσε, σαφώς συμφώνησα και μάλιστα είχε ρωτήσει τη γνώμη μου για τον Δημήτρη και του είπα πως έχει πάρα πολύ ωραία φωνή και ιδιαίτερη.

Εκείνη την εποχή, για την οποία μιλάμε, η Αθήνα περίμενε να ακούσει όλους εσάς που είχατε ξεκινήσει από Θεσσαλονίκη. Πώς νιώθατε στις πρώτες εμφανίσεις στην πρωτεύουσα; Πώς ήταν η υποδοχή του κόσμου κτλ.. Υπήρχαν σκηνές, αλλά φοβόσασταν ότι ίσως να μην υπήρχε χώρος (με τη μεταφορική έννοια) για εσάς;

Μ.Κ.: Θυμάμαι ότι είχα μια σχετική αγωνία όταν κατέβηκα να τραγουδήσω στην Αθήνα. Το κοινό μας αγκάλιασε με πολλή θέρμη, τα τραγούδια μας αγαπηθήκανε τότε πολύ από τον κόσμο και πολύ γρήγορα έγιναν γνωστά. Δε με απασχολούσε αν υπήρχε χώρος για εμάς, όπως λέτε, γιατί ήμουν σίγουρη για τα τραγούδια, ότι ήταν πολύ σημαντικά τραγούδια κι ήθελα πάρα πολύ να κάνω ό,τι καλύτερο μπορούσα για να τα μάθει και να τα αγαπήσει κι ο κόσμος της Αθήνας αλλά και της υπόλοιπης Ελλάδας.

Δ.Ζ.: Πάντα νιώθαμε φιλόξενα στην Αθήνα ανεξάρτητα από τις όποιες δυσκολίες μας στο εργασιακό κομμάτι. Σε επίπεδο ευκαιριών δε τα πράγματα ήταν ασύγκριτα σε πολύ καλύτερη μοίρα και μάλιστα σε όλο το φάσμα της Τέχνης αλλά και της εργασίας, οφείλω να πω. Αυτό ώθησε και ωθεί πολλά παιδιά της Θεσσαλονίκης να εγκαταλείψουν την γενέθλια πόλη. Κάτι που συμβαίνει και σήμερα πολύ έντονα. Έχοντας το καλό κατευόδιο της όμως πάντα ορίζουμε ως εσωτερικοί μετανάστες νέους ορίζοντες κι αυτό είναι πανέμορφο.

Ήταν και είναι ο «Σταυρός» ένας από αυτούς τους χώρους. Και οι δύο επιστρέφετε σε μια σκηνή στην οποία έχετε βιώσει πολύ έντονες βραδιές. Ποιο είναι, αν υπάρχει, το δέσιμό σας με τον Σταυρό;

Δ.Ζ: Ο Σταυρός του Νότου μέσα από την δουλειά πολλών ετών αλλά κυρίως πολλών ανθρώπων, έχει καθιερωθεί ως η βασική Μουσική σκηνή για το βιωματικό τραγούδι, το οποίο θεωρώ πως υπηρετούμε η Μελίνα κι εγώ. Είναι κάτι σαν επιστροφή στο σπίτι ένα πράγμα. Το κοινό καταθέτει από την μεριά του, με την αδιάλειπτη παρουσία του στον χώρο, την πίστη του στην ποιότητα της ψυχαγωγίας που αναζητά. Εκεί λοιπόν συναντιόμαστε όλοι σε μια όμορφη διαδικασία μέθεξης.

Το περασμένο Σάββατο ήταν πρώτη συνάντηση. Είναι προγραμματισμένες τουλάχιστον άλλες τέσσερις. Τι θα ακούσουμε στις συναυλίες σας;

Δ.Ζ: Το αφήγημα ενός καλλιτεχνικού προγράμματος έχει να κάνει και με τα ερεθίσματα που προσλαμβάνουν οι δημιουργοί του από την πραγματική ζωή, τις αλήθειες η τους μύθους της. Δεν είναι μια απλή παράθεση τραγουδιών ή «σουξέ». Τουλάχιστον σε ότι μας αφορά ως συνεργασία. Υπάρχει κεντρική ιδέα, πρόλογος, κυρίως θέμα και επίλογος. Υπάρχει το Διονυσιακό στοιχείο, ο Έρωτας και η χαρμολύπη. Τέλος φροντίσαμε να νιώθουμε όμορφα μοιρασμένοι μεταξύ μας. Σε μια αληθινή βάση ανθρώπινης και φιλικής αφοσίωσης.

Τα τραγούδια σας ενώνουν πλέον διαφορετικές γενιές του κοινού. Τι είναι τελικά αυτό που κάνει ένα στίχο να αντέχει μέσα στις δεκαετίες;

Δ.Ζ.: Η σύνδεση των ανθρώπων μέσα από τα τραγούδια, είναι κάτι που συμβαίνει αποκλειστικά στη σφαίρα του ονείρου και περιέχει τον σπόρο για νέες πραγματικότητες. Η αναβλύζουσα αλήθεια ενός στίχου, κεντά την συλλογική συνείδηση. Είναι αυτή που ορίζει την ένταση του συναισθήματος και ωθεί το εσωτερικό του μήνυμα στο ταξίδι του προς τη συλλογική μνήμη.

Μ.Κ.: Ο στίχος που αντέχει στις δεκαετίες συνήθως αφορά, μιλά και εμπνέει όλους τους ανθρώπους ανεξάρτητα από την κοινωνική τάξη στην οποία ανήκουν ή την ηλικία τους και στέκεται και πάνω από τις μόδες που κατά καιρούς εμφανίζονται.

Έχει υπάρξει τραγούδι που γράψατε ή/και τραγουδήσατε και σας έχει εκπλήξει με την αντοχή του στον χρόνο;

Δ.Ζ.: Νομίζω πως ανήκουμε στους τυχερούς της γενιάς μας και τα έχουμε καταφέρει να συνδεθούμε με τέτοιου είδους τραγούδια. Μιλώντας για μένα εν προκειμένω, με συγκινεί βαθύτατα πλέον η ηλικία του τραγουδιού μου «Γράμμα σε έναν νέο ποιητή», σε ποίηση του Νίκου Καββαδία. Ήδη είναι 37 ετών. Η «πλατεία Ναυαρίνου» 34 ετών. Οι «Νεράιδές» μου 30 ετών. Τραγούδια άλλων δημιουργών που είχα την τύχη να τραγουδήσω όπως: Το «Θεωρία και πράξη» του Γιώργου Ζήκα. «Το πέταγμά σου» του Γιώργου Καζαντζή. Το «Ό,τι με πληγώνει» του Γιώργου Ανδρέου. Νιώθω ειλικρινά ευγνώμων.

M.K.: Όχι, δεν υπάρχει τέτοιο τραγούδι. Άλλωστε δεν είμαι εγώ αυτή που θα κρίνει τις επιλογές που κάνει το κοινό. Άλλη είναι η δική μου θέση και άλλη αυτή του κοινού. Χαίρομαι πάντως που πολλά από τα τραγούδια που έχω πει αντέχουν στον χρόνο.

Αρκετά από αυτά είναι το Θανάση Παπακωνσταντίνου. Πριν λίγα χρόνια κάνατε μαζί μια μεγάλη περιοδεία. Ήταν πολύ φανερό πόσο σας γέμιζαν αυτές οι εμφανίσεις. Πώς νιώθατε που τραγουδούσατε την «Ανδρομέδα» ή τα «Έρημα κορμιά» και από κάτω του χόρευαν και το τραγουδούσαν παιδιά που πολλά από αυτά δεν είχαν γεννηθεί όταν κυκλοφόρησαν τα κομμάτια;

Μ.Κ.: Ένιωθα πολύ μεγάλη χαρά και πολύ μεγάλη ικανοποίηση που επιτέλους αυτά τα τραγούδια περάσανε και σε άλλες γενιές και οι στιγμές που έζησα στις συναυλίες με τον Θανάση ήταν μοναδικές. Γνωρίζουμε όλοι πόσο δυναμισμό έχουν και πόσο παλλόμενο είναι το κοινό που παρακολουθεί. Είναι μοναδική εμπειρία.

Τι σκέφτεστε τώρα που δεν ξέρουμε αν και πότε θα ξαναδούμε τον Θανάση σε συναυλία;

Μ.Κ.: Σεβαστή η απόφασή του και του βγάζω το καπέλο που σταμάτησε πάνω στο μεγάλο του πικ πάνω στη μεγάλη του αναγνώριση και δόξα. Ήταν μια πολύ θαρραλέα απόφαση. Εύχομαι και ελπίζω στα μελλοντικά χρόνια να τον ξαναδούμε. Αλλά και αν δεν τον ξαναδούμε, το έργο που άφησε πίσω του έχει αγαπηθεί τόσο πολύ και από τόσους πολλούς και θα ακούγεται και από τις επόμενες γενιές. Είμαι σίγουρη για αυτό.

Μιλώντας για χρόνο, μετρούσατε, κύριε Ζερβουδάκη, ήδη δύο δεκαετίες στη δισκογραφία όταν κυκλοφόρησαν τα «Ανείπωτα», το πιο γνωστό σας τραγούδι σήμερα. Ο χρόνος κάνει τα δικά του όταν μιλάμε για την καλλιτεχνική δημιουργία;

Δ.Ζ.: Τα «Ανείπωτα» κατάφεραν να επιβιβαστούν με έναν δικό τους τρόπο, σχεδόν αυτόματο στη συλλογική συνείδηση. Σήμερα το ακούω από Δημοτικούς τραγουδιστές μέχρι τραγουδιστές «πίστας». Τους ευχαριστώ, όλες και όλους, για την αγάπη τους προς στο δημιούργημά μου. Ειδικά όταν το προσεγγίζουν με καθαρές προθέσεις. Ωστόσο για το κοινό που με συνδέει ένας βαθύτερος εσωτερικός κώδικας, ήταν και παραμένει το «Γράμμα σε έναν ποιητή» το κοινό μας συνομολογημένο μυστικό. Τα τραγούδια πίνουν χρόνο για να ζήσουν και να αντέξουν. Μέσα από αυτά ταξιδεύουμε και εμείς στις καρδιές σας. Ερωτευόμαστε μεταξύ μας. Θεωρώ πως είμαστε από τους ευνοημένους της ζωής. Ζούμε αγκαλιά με αυτό που αγαπάμε.

Πρόσφατα κυκλοφορήσατε το «Μυστικό νήμα», έναν δίσκο με πολιτικό τραγούδι σε μελοποιημένη ποίηση σπουδαίων ποιητών. Ποια ανάγκη σας κινητοποίησε να το κάνετε; Και ποιο είναι το νήμα (μυστικό ή φανερό) που συνθέτουν αυτά τα τραγούδια;

Δ.Ζ.: Το νήμα που συνθέτουν αυτά τα τραγούδια, είναι ο μίτος του κουράγιου μας στην αναγκαιότητα για κοινωνική αλλαγή, προς μια πιο δίκαιη κοινωνία. Ξεκάθαρο το μήνυμά τους, η αλήθεια και το φως τους. Αυτήν την δυστοπική εποχή και πάντα στα πλαίσια της αναζήτησής μου, έχω την τύχη να βρεθώ ως ερμηνευτής, στο επίκεντρο μιας καλλιτεχνικής πρότασης, πάνω σε ποιήματα μεγάλων διανοητών της «αμφισβήτησης», της κανονικότητας της ζωής μας. Σε μια εποχή γενικευμένων ομογενοποιήσεων, σε μια εποχή αισθητικής επίθεσης του φασιστικού μορφώματος, εμείς επιλέξαμε να καταφύγουμε στο «Μυστικό νήμα» της σκέψης και του συναισθήματος των παγκόσμιων ποιητών.

Αγοράστε εισιτήρια για όλες τις κορυφαίες εκδηλώσεις στο inTickets.gr