«Ασφάλεια εστί το προνοείν και προλαμβάνειν. Το δε προνοείν και προλαμβάνειν κρείττον εστί του θεραπεύειν», έλεγε ο σημαντικότερος ιατρός της αρχαιότητας και πατέρας της σύγχρονης ιατρικής, Ιπποκράτης. Η προσέγγιση αυτή διαπνέει την Έκθεση Νιινίστο για την ενίσχυση της μη στρατιωτικής και της στρατιωτικής προετοιμασίας και ετοιμότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που παρουσιάστηκε στις 30 Οκτωβρίου.
Η Έκθεση αυτή είναι σαφώς επηρεασμένη από την έννοια της «πλήρους άμυνας», η οποία αποτελεί βασική στρατηγική για τη Σουηδία και έχει υιοθετηθεί επιπρόσθετα από τη Δανία και τη Γερμανία. Η λογική είναι ότι το σύνολο των κρατικών δομών και υπηρεσιών, σε συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα και την κοινωνία (ήτοι τα νοικοκυριά), πρέπει να είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά κάθε είδους κρίση, έχοντας εκπαιδευτεί και διαθέτοντας τα κατάλληλα εργαλεία. Οι κρίσεις δύναται να είναι κάθε λογής, από ακραία καιρικά φαινόμενα λόγω της κλιματικής αλλαγής, τυχόν κυβερνοεπιθέσεις και υβριδικές απειλές, αλλά και μία ένοπλη επίθεση κατά κάποιου κράτους-μέλους. Αναφέρεται ένας στόχος «αυτάρκειας», σύμφωνα με τον οποίον όλα τα νοικοκυριά στην ΕΕ θα πρέπει να είναι σε θέση να αυτοσυντηρηθούν για 72 ώρες, σε έκτακτες περιπτώσεις.
Είναι πολύ σημαντικό για την Ελλάδα ότι η μακροσκελής Έκθεση προτείνει, στον τομέα της άμυνας, την αποσαφήνιση της επιχειρησιακής εφαρμογής των άρθρων 42.7 ΣΕΕ (ρήτρα αμοιβαίας άμυνας) και 222 ΣΛΕΕ (ρήτρα αλληλεγγύης), βελτιώνοντας την αξιοπιστία και την επιχειρησιακή αξία των δύο αυτών νομικών διατάξεων. Οι διατάξεις αυτές έχουν τεράστια δυναμική εμπέδωσης της αμυντικής ταυτότητας της ΕΕ, αλλά παραμένουν εν υπνώσει με διαφορετική πρόσληψή τους από τα κράτη-μέλη.
Η αποσαφήνιση και η σαφής οριοθέτηση των δύο αυτών ρητρών αποτελούν ένα παράθυρο ευκαιρίας για την καλύτερη και αποτελεσματικότερη προστασία της εδαφικής ακεραιότητας των κρατών-μελών. Στο ίδιο πνεύμα και προς ενίσχυση των αποτρεπτικών δυνατοτήτων των κρατών-μελών, υπογραμμίζεται στην Έκθεση η ανάγκη περαιτέρω συντονισμού και ανταλλαγής (απόρρητων) πληροφοριών μεταξύ των κρατών-μελών και των ευρωπαϊκών θεσμών και οργάνων, προωθώντας την ιδέα δημιουργίας ενός θεσμοθετημένου πλαισίου συνεργασίας στο πεδίο ανταλλαγής πληροφοριών. Κάτι τέτοιο δεν περιλαμβάνει μια Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Πληροφοριών, κατά τα πρότυπα της CIA, όπως λανθασμένα έχει παρουσιαστεί στο δημόσιο διάλογο, αλλά μια βαθύτερη και ουσιαστικότερη συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων εθνικών υπηρεσιών. Προτείνεται, επίσης, η βελτίωση της συνεργασίας με το ΝΑΤΟ στο πεδίο αυτό, ειδικά σε περίπτωση ενεργοποίησης της ρήτρας αμυντικής συνδρομής της Συμμαχίας (Άρθρο 5).
Ωστόσο, οι σημαντικές αυτές επισημάνσεις και προτάσεις προσκρούουν στο μείζον ζήτημα της ανεύρεσης των απαραίτητων πόρων υλοποίησής τους. Η Έκθεση ζητά «τουλάχιστον το 20% του συνολικού ευρωπαϊκού προϋπολογισμού να συνεισφέρει στην ασφάλεια και την προετοιμασία της ΕΕ» και προτείνει τη δημιουργία δύο μηχανισμών, που θα περιλαμβάνουν χρηματοδοτικά εργαλεία και πολιτικές για την άμυνα (Defending Europe Facility) και για την πολιτική ασφάλεια και προστασία (Securing Europe Facility). Ωστόσο, στην περίπτωση αυτή δεν γίνεται λόγος για νέους πόρους αλλά για ανακατανομή πόρων από τις υπάρχουσες πολιτικές προτεραιότητες και στοχεύσεις. Επισημαίνει, ορθώς, η Έκθεση ότι ο ενωσιακός προϋπολογισμός δεν προβλέπει επαρκείς πόρους για την άμυνα και ασφάλεια και ότι οι σχετικές δαπάνες παραμένουν εν πολλοίς κατακερματισμένες σε διαφορετικά εργαλεία και μηχανισμούς. Εντούτοις, υιοθετεί μια μάλλον διαχειριστική λογική και προσέγγιση, επισημαίνοντας την ανάγκη αποτελεσματικότερης διαχείρισης των υφιστάμενων πόρων με ευελιξία και καλύτερη στοχοθεσία χωρίς αναφορά στην ανεύρεση νέων πόρων, παρά μόνο μέσα από τη Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και τα δικά της χρηματοδοτικά εργαλεία που στηρίζονται και στη μόχλευση ιδιωτικών επενδυτικών πόρων.
Εν ολίγοις, το μεγάλο στοίχημα της Έκθεσης Νιινίστο είναι η υλοποίηση των όσων ορθά αναφέρει ως αναγκαίες δράσεις ενίσχυσης της προετοιμασίας και ετοιμότητας της ΕΕ να αντιμετωπίσει έκτακτες ανάγκες. Όπως σχεδόν πάντοτε στην ΕΕ οι καλές ιδέες δεν λείπουν. Εκεί που χωλαίνει η ΕΕ είναι στην εφαρμογή τους. Και αυτό φαίνεται να είναι το μείζον ζήτημα της Έκθεσης Νιινίστο.
Ο Σπύρος Μπλαβούκος είναι Καθηγητής στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, με εξειδίκευση στην Ανάλυση Διεθνών και Ευρωπαϊκών Θεσμών και Επικεφαλής Ευρωπαϊκού Προγράμματος «Αριάν Κοντέλλη» του ΕΛΙΑΜΕΠ