Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ποπ – με την ευρεία έννοια – μουσική σε επίπεδο παραγωγής υπάρχει πριν και μετά τον Κουίνσι Τζόουνς; Θα μπορούσαμε να το πούμε χωρίς να έχουμε διαπράξει έγκλημα καθοσιώσεως. Ο Κουίνσι Ντιλάιτ Τζόουνς Τζούνιορ, (Quincy Delight Jones Jr.), θρυλικός παραγωγός, συνθέτης και στέλεχος της μουσικής βιομηχανίας, πέθανε το βράδυ της Κυριακής 3 Νοεμβρίου, σε ηλικία 91 ετών, έχοντας αφήσει το αποτύπωμά του, στον παγκόσμιο μουσικό Πολιτισμό.
Ο Αμερικανός μουσικός παραγωγός, τραγουδοποιός, συνθέτης, διευθυντής ορχήστρας, ενορχηστρωτής και παραγωγός ταινιών, με περισσότερα από 60 χρόνια στην βιομηχανία της ψυχαγωγίας, κατέχει το ρεκόρ των 80 υποψηφιοτήτων στα βραβεία Grammy, εκ των οποίων κατέκτησε τα 28 βραβεία και το βραβείο Grammy Legend που του απονεμήθηκε το 1992.
Eγινε γνωστός στη δεκαετία του 1950 ως ενορχηστρωτής και διευθυντής ορχήστρας τζαζ μουσικής, προτού προχωρήσει στην ποπ μουσική και τη σύνθεση μουσικής για κινηματογραφικές ταινίες. Το 1969, ο Τζόουνς και ο συνεργάτης του τραγουδοποιός Μπομπ Ράσελ έγιναν οι πρώτοι αφροαμερικανοί που προτάθηκαν ποτέ για Όσκαρ Καλύτερου Πρωτότυπου Τραγουδιού, για το «The Eyes of Love» από την ταινία «Banning». Ο Τζόουνς ήταν επίσης υποψήφιος για το Όσκαρ Καλύτερης Πρωτότυπης Μουσικής για τη δουλειά του στην ταινία του 1967 «Εν Ψυχρώ» («In Cold Blood»), όντας έτσι ο πρώτος Αφροαμερικανός δις υποψήφιος την ίδια χρονιά. Το 1971 έγινε ο πρώτος Αφροαμερικανός που ανέλαβε χρέη μουσικού διευθυντή και διευθυντή ορχήστρας στην τελετή απονομής των βραβείων της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογραφικών Τεχνών και Επιστημών.
Το 1995 ήταν ο πρώτος Αφροαμερικανός που έλαβε το ανθρωπιστκό βραβείο Jean Hersholt της Ακαδημίας. Έχει συνδεθεί με τον μουσικό Ουίλι Ντι. Μπάρτον ως δεύτεροι στη λίστα των Αφροαμερικανών με τις περισσότερες υποψηφιότητες στα βραβεία Όσκαρ, με επτά υποψηφιότητες ο καθένας. Ο Τζόουνς ήταν παραγωγός, από κοινού με τον Μάικλ Τζάκσον, στα άλμπουμ του Τζάκσον «Off the Wall» (1979), «Thriller» (1982) και «Bad» (1987), καθώς επίσης παραγωγός και διευθυντής ορχήστρας του τραγουδιού «We Are the World» (1985) το οποίο συγκέντρωσε κεφάλαια για τα θύματα του λιμού στην Αιθιοπία. Το 2013, ο Τζόουνς εντάχθηκε στο Rock & Roll Hall of Fame. Το περιοδικό Time τον ανέδειξε ως έναν από τους πιο επιδραστικούς μουσικούς της τζαζ στον 20ού αιώνα.
Η θεμελιώδης δουλειά του στις δεκαετίες του 1950 και του 1960, τον έφερε συνεργάτη δίπλα στους Λάιονελ Χάμπτον, Σάρα Βον, Ρέι Τσάρλς (ιδιαιτέρως ουσιαστική η επαγγελματική τους σχέση) , Κάουντ Μπέιζι (με τον οποίο ο Jones κέρδισε το πρώτο του Grammy το 1963), Ντιουκ Έλινγκτον, Κάνονμπολ Άντερλϊ, Λέσλι Γκορ, Φρανκ Σινάτρα και ΛαΒέρν Μπέικερ.
Παράλληλα με τη δουλειά του με τη σύνθεση και την παραγωγή για άλλους καλλιτέχνες, ο Κουίνσι Τζόουνς, κυκλοφόρησε μια σειρά από δικές του ηχογραφήσεις, συμπεριλαμβανομένου του «Soul Bossa Nova» του 1962, το οποίο έχει παρουσιαστεί σε πολλά κινηματογραφικά και τηλεοπτικά έργα, από το «The Pawnbroker» μέχρι το θεματικό τραγούδι της σειράς «Austin Powers» και το «Glee».
Το άλμπουμ του του 1989, «Back on the Block» – το οποίο κέρδισε το Grammy για το άλμπουμ της χρονιάς – αποτελεί την πρώτη συγχώνευση του bepop με το hip hop με την συμμετοχή καλλιτεχνών όπως οι Ντίζι Γκιλέσπι, Έλα Φιτζέρλαντ, Σάρα Βον και Μάιλς Ντέιβις μαζί με τους Άις Τ., Μπίγκ Ντάντι Κέιν και Μελε Μελ.
Ο Τζόουνς ήταν επίσης ένα στέλεχος της μουσικής βιομηχανίας με επιρροή. Διορίστηκε Αντιπρόεδρος της Mercury Records το 1961, και έγινε το πρώτο υψηλού επιπέδου μαύρο στέλεχος μεγάλης δισκογραφικής εταιρείας.
Κατά τη διάρκεια της καριέρας του, ως τρομπετίστας, συνθέτης, ενορχηστρωτής, παραγωγός, διευθυντής ορχήστρας και συνθέτης σάουντρακ οι εργασίες του περιελάμβαναν Μπιγκ Μπαντ, Μπιμποπ, γκόσπελ, σόουλ, φανκ, quiet Storm R&B, ντίσκο, ροκ, και ραπ. Καθοριστική η συνεργασία του με τον Μάικλ Τζάκσον, ανέβασε τον πήχη της παραγωγής σε δυσθεώρητα ύψη και έπαιξε καθοριστικό ρόλο στον επαναπροσδιορισμό του ποπ σταρ. επαναπροσδιοριστεί τι σημαίνει να είσαι ποπ σταρ.
Ο Κουίνσι Τζόουνς, μιλώντας στο αμερικανικό περιοδικό «Rolling Stone» (2017), σημείωσε μεταξύ άλλων, ότι η δημιουργική του ανησυχία αποτελεί δια βίου δέσμευση για τον ίδιο, έτσι ώστε να μάθει όσα μπορούσε για την μουσική, επισημαίνοντας παράλληλα και το εξής: «πρέπει να ελπίζεις ότι μπορείς να κάνεις όλα τα λάθη που μπορείς για να μάθεις. Έκανα όλα τα λάθη.» Με το αλάνθαστο αφτί του, πολλοί από τους καλύτερους τραγουδιστές στην ιστορία της ποπ έδειχναν να λατρεύουν αυτό που μπορούσε να κάνει με τη φωνή τους στο στούντιο. Ήταν επίσης, διάσημος για την ηχογράφηση εκατοντάδων demo προτού καταλήξει στο σωστό τραγούδι για έναν καλλιτέχνη, και μόλις επιλέχθηκε η μελωδία, έφερε το τρομερό μουσικό του υπόβαθρο στις ηχογραφήσεις.
Είτε δημιουργούσε ένα pop smash είτε τηλεοπτική παρτιτούρα, ο Τζόουνς ήταν πάντα σταθερά αφοσιωμένος στην παραγωγή. Αν και οι περισσότεροι παραγωγοί σταματούν να εξελίσσονται κάποια στιγμή, αναπτύσσοντας έναν αναγνωρίσιμο ήχο, αλλά ο Τζόουνς δεν ήταν ποτέ από αυτούς που κόλλησαν στο παρελθόν. Το σίγουρο είναι ότι η ευφυία του «Q», όπως τον αποκαλούσαν θα λείψει από την μουσική.
Κουίνσι Τζόουνς, Μάνος Χατζιδάκις και Νάνα Μούσχουρη
Το θρυλικό άλμπουμ «Το Χαμόγελο της Τζοκόντας» του Μάνου Χατζιδάκι, που θεωρείται από τους κλασικούς δίσκους του 20ου αιώνα στην Ελλάδα, ηχογραφήθηκε στη Νέα Υόρκη το 1965 σε παραγωγή Κουίνσι Τζόουνς. Κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στις ΗΠΑ το 1965 με δώδεκα ορχηστρικά τραγούδια και την ίδια χρονιά στην Ελλάδα.
Ο Τζόουνς έκανε επίσης παραγωγή και στο άλμπουμ «Nana Mouskouri in New York» (στην Αμερική είχε κυκλοφορήσει με τίτλο «The Girl From Greece Sings»). Η δισκογραφική εταιρεία Mercury είχε καλέσει την τότε 28χρονη Νάνα Μούσχουρη στη Νέα Υόρκη για να ηχογραφήσει έναν ολόκληρο δίσκο με την ορχήστρα του Torrie Zito, και την καθοδήγηση του μάγου Κουίνσι Τζόουνς.