«Είμαι πραγματικά πλούσιος. Πάντα ήμουν καλός στο να βγάζω χρήματα». Ο Ντόναλντ Τραμπ, θιασώτης του «ό,τι δηλώσεις είσαι», χτίζει εδώ και δεκαετίες το προφίλ του παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως έναν αυτοδημιούργητο δισεκατομμυριούχο που μόχθησε για να φτάσει στην κορυφή από το μηδέν.
Το εν λόγω αφήγημα ήταν και παραμένει εξόχως βολικό. Η απόκρυψη της αλήθειας από τον Ντόναλντ Τραμπ για την περιουσία του, λειτουργεί ξανά ως ένα δυνατό επιχείρημα στην κούρσα των αμερικανικών εκλογών.
Εκλογές ΗΠΑ 2024: Στην τελική ευθεία για τις κάλπες – Συνεχής ενημέρωση από το ΒΗΜΑ.
Ο Ντόναλντ Τραμπ, στα μάτια εκατομμυρίων Αμερικανών φαντάζει ως το ζωντανό παράδειγμα του αμερικανικού ονείρου. Η εικόνα είναι το άλφα και το ωμέγα (του). Διόλου τυχαία η εμμονική του επιθυμία για εδραίωση στη λίστα Forbes 400, στην οποία και έχει θέση ήδη από την πρώτη της έκδοση το 1982.
«Lucky Loser: Πώς ο Ντόναλντ Τραμπ σπατάλησε την περιουσία του πατέρα του και δημιούργησε την ψευδαίσθηση της επιτυχίας»
Η ενδελεχής έρευνα των δημοσιογράφων Russ Buettner και Susanne Craig των New York Times οδήγησε στη δημιουργία του βιβλίου «Lucky Loser: Πώς ο Ντόναλντ Τραμπ σπατάλησε την περιουσία του πατέρα του και δημιούργησε την ψευδαίσθηση της επιτυχίας».
Το βιβλίο είναι βασισμένο στο προηγούμενο βραβευμένο με Πούλιτζερ ρεπορτάζ των Buettner, Craig και Barstow και καταγράφει με ακρίβεια τη διαδρομή του Ντόναλντ Τραμπ από γόνο ακινήτων και επιχειρηματία-υποκατάστατο στον πιο απίθανο πολιτικό λαϊκιστή.
Κληρονομιά, απάτη, δόλος. Καταρρίπτοντας τον μύθο του Ντόναλντ Τραμπ, διαβάζουμε πώς κατόρθωσε να μάθει την «τέχνη» μεταβίβασης χρήματος, αλλά και πώς ο τρόπος μεταχείρισης από τα μέσα ενημέρωσης γιγάντωσε τη στρεβλή εικόνα του εκ νέου διεκδικητή της προεδρίας των Ηνωμένων Πολιτειών.
Η περίπτωση του Φρεντ Τραμπ
Ο παππούς και η γιαγιά του Ντόναλντ Τραμπ, Φρέντερικ και Ελίζαμπεθ, μετανάστευσαν από τη Γερμανία στις αρχές του αιώνα και εγκαταστάθηκαν στο Κουίνς. Από τα πρώτα κιόλας χρόνια ασχολήθηκαν με τα ακίνητα, αγοράζοντας κενά οικόπεδα.
Το μεσαίο τους παιδί, ο Φρεντ, μπήκε στην επιχείρηση και εκμεταλλεύτηκε τη νεοσύστατη Ομοσπονδιακή Διοίκηση Στέγασης, η οποία εκτόξευσε την αγορά τις δεκαετίες του 1930, του 1940 και του 1950.
Η πάγια τακτική του Φρεντ ήταν η εξής: διόγκωνε το κόστος κατασκευής για να εξασφαλίζει γενναιόδωρα δάνεια από την Ομοσπονδιακή Διοίκηση Στέγασης και στη συνέχεια περιόριζε στο ελάχιστο τα έξοδα κατασκευής, καρπώνοντας τη διαφορά και ορίζοντας υψηλά ενοίκια με βάση τις αρχικές -πλασματικές- προβλέψεις.
Οι ομοσπονδιακοί ερευνητές μπορεί να άργησαν, αλλά τελικά κατάλαβαν την απάτη του Φρεντ Τραμπ. Σύμφωνα με τους Buettner και Craig άρθρο του ‘54 στην εφημερίδα Brooklyn Daily Eagle, ανέφερε ότι ο Φρεντ Τραμπ ήταν «ένας παρίας που τρέφεται από την κρατική γενναιοδωρία και ξεζουμίζει τους ενοικιαστές του».
Ο Φρεντ δεν αντιμετώπισε ποτέ σοβαρές συνέπειες για τις πράξεις του, καταφέρνοντας να αυξήσει κατά πολύ την περιουσία της οικογένειας. Η επένδυση στο Atlantic Beach Club ήταν καθοριστική.
Ήταν εκεί που ο Ντόναλντ, το τέταρτο από τα πέντε παιδιά της οικογένειας, «περίμενε δίπλα στην πισίνα τις οικογένειες που έφταναν για να τους εκτοξεύσει νερό που έβγαινε με φόρα από ένα κανόνι τοποθετημένο στον πιο ψηλό βατήρα».
Οι συγγραφείς του βιβλίου εντόπισαν ένα μέλος της λέσχης του Atlantic Beach Club ο οποίος θυμάται τον Φρεντ Τραμπ, περιγράφοντας πως «έβρισκε πάντα τρόπο να μετακυλύει τις ευθύνες».
Ο «αυτοδημιούργητος» Ντόναλντ Τραμπ και το δάνειο 1 εκατομμυρίου
«Ήταν η έμπνευσή μου», θα δήλωνε το 1999 ο Ντόναλντ Τραμπ μιλώντας για τον πατέρα του, από τον οποίο ισχυρίζεται ότι έλαβε ένα μικρο δάνειο της τάξης του 1 εκατομμυρίου δολαρίων για να ξεκινήσει τις επιχειρηματικές του κινήσεις.
Ο Ντόναλντ Τραμπ αγόρασε το 1976 το παρηκμασμένο ξενοδοχείο Commodore στην East 42nd Street και το αντικατέστησε με το Grand Hyatt. Ήταν το πρώτο του κτίριο στο Μανχάταν. Η αρχή μιας αδιάκοπης προσωπικής επιδίωξης του φαίνεσθαι έναντι της ουσίας.
Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’70, ο Φρεντ είχε αφοσιωθεί στη διαχείριση της περιουσίας που είχε δημιουργήσει, ενώ ο Ντόναλντ, ως ο αγαπημένος γιος, έπαιζε με τα χρήματα του πατέρα του, κατασπαταλώντας τα.
Οι δύο δημοσιογράφοι αποδίδουν την κυριαρχία του Τραμπ «στην τάση μας να συγχέουμε τα χαρακτηριστικά του πλούτου με την τεχνογνωσία και την ικανότητα, στην προθυμία μας να πιστέψουμε ότι οι άνθρωποι με κατοχυρωμένο στάτους δεν θα μας πουν ψέματα, στην αδυναμία μας να διακρίνουμε τους καρπούς της σκληρής δουλειάς από εκείνους της καθαρής τύχης».
Το 1985, με ελάχιστα στοιχεία, η τηλεοπτική εκπομπή «60 Minutes», αποκάλεσε τον Ντόναλντ Τραμπ δισεκατομμυριούχο. Δύο χρόνια αργότερα, μετά την κατάρρευση του χρηματιστηρίου τη «Μαύρη Δευτέρα», ο Randall Smith της Wall Street Journal, ο οποίος βιαζόταν λόγω μιας προθεσμίας, πήρε τον Τραμπ στα σοβαρά όταν ισχυρίστηκε ότι είχε ρευστοποιήσει το χαρτοφυλάκιό του πριν από το Κραχ.
Θα ήταν μια εξαιρετικά έξυπνη και στρατηγική κίνηση, μόνο που ο Τραμπ δεν την έκανε ποτέ. Ο Τραμπ «είδε τις μετοχές του να πέφτουν κατά εκατομμύρια», γράφουν οι Buettner και Craig, αλλά αυτό που επικράτησε στη λαϊκή φαντασία ήταν ο μύθος μιας οικονομικής ιδιοφυΐας.
Οι επιχειρήσεις του αποτυγχάνουν, εκείνος κερδίζει
«Ο Ντόναλντ Τραμπ οδηγεί με 100 μίλια την ώρα προς έναν τοίχο από τούβλα και δεν έχει φρένα», είπε ένας τραπεζίτης σε έναν δημοσιογράφο της εφημερίδας The Journal το 1990, καθώς ο Τραμπ προχωρούσε όλο και πιο βαθιά στο χρέος αναπτύσσοντας καζίνο. Το Forbes υπολόγισε την καθαρή του αξία στα 500 εκατομμύρια δολάρια.
Οι ρυθμιστικές αρχές τυχερών παιχνιδιών προχώρησαν σε μια πιο ακριβή μέτρηση, υπολογίζοντας την περιουσία του σε 205,7 εκατομμύρια δολάρια. «Οι επιχειρήσεις του αποτύγχαναν, αλλά η εμφάνιση γινόταν η επιχείρησή του», γράφουν οι συγγραφείς.
Μεταξύ του 1985 και του 1994, οι βασικές επιχειρήσεις του Ντόναλντ Τραμπ «έμπαιναν μέσα» κάθε μήνα, ενώ οι συνολικές απώλειες ξεπερνούσαν το 1 δισεκατομμύριο δολάρια. Μάλιστα, χρόνο με τον χρόνο, ο Τραμπ εμφανίζεται να χάνει περισσότερα χρήματα ετησίως από οποιονδήποτε άλλο αμερικανό φορολογούμενο, όπως προκύπτει από τα στοιχεία των Times και της υπηρεσίας I.R.S. που διεξάγει τους φορολογικούς ελέγχους στη χώρα.
«Οι απώλειες της βασικής του επιχείρησης το 1990 και το 1991 – πάνω από 250 εκατομμύρια δολάρια τον χρόνο – ήταν υπερδιπλάσιες από τον δεύτερο αμερικανό φορολογούμενο με τις μεγαλύτερες απώλειες εκείνα τα χρόνια, σύμφωνα με το I.R.S.».
Ο Ντόναλντ Τραμπ χρηματοδότησε τις επιχειρήσεις που κληρονόμησε από τον πατέρα του παίρνοντας υπέρογκα δάνεια. Κατά τη διάρκεια της ύφεσης στις αρχές της δεκαετίας του 1990, τέσσερις από τις υπερχρεωμένες επιχειρήσεις του κήρυξαν χρεοκοπία – τρία καζίνο στο Ατλάντικ Σίτι και το ξενοδοχείο Πλάζα στην 5η Λεωφόρο της Νέας Υόρκης.
Άλλες επιχειρήσεις του επιβίωσαν, είτε επειδή πουλήθηκαν, είτε επειδή οι πιστωτές του πίστευαν ότι αξίζουν και του επέτρεψαν να διαγράψει τεράστια χρέη.
Το Ατλάντικ Σίτι
«Το Ατλάντικ Σίτι τροφοδότησε μεγάλη ανάπτυξη για μένα», δήλωσε ο Τραμπ σε συνέντευξή του τον Μάιο, συνοψίζοντας την 25χρονη ιστορία του. «Τα χρήματα που πήρα από εκεί ήταν απίστευτα».
Η επιχείρηση καζίνο του Ντόναλντ Τραμπ ήταν μια παρατεταμένη αποτυχία. Αν και τώρα λέει ότι τα καζίνο του ξεπεράστηκαν από το ίδιο παλιρροϊκό κύμα που τελικά χτύπησε τη βιομηχανία τυχερών παιχνιδιών αυτής της παραθαλάσσιας πόλης.
Αλλά ακόμη και όταν οι εταιρείες του δεν πήγαιναν καλά, ο Ντόναλντ Τραμπ έβρισκε τρόπο να «ανεβαίνει στον αφρό». Έβαλε ελάχιστα δικά του χρήματα, μετατόπισε τα προσωπικά του χρέη στα καζίνο και εισέπραξε εκατομμύρια δολάρια σε μισθούς, μπόνους και άλλες πληρωμές. Το βάρος των αποτυχιών του έπεσε στους επενδυτές και άλλους που είχαν ποντάρει στην επιχειρηματική του δεινότητα.
Ο ίδιος καυχιέται συχνά για την επιτυχία του στο Ατλάντικ Σίτι, για το πώς ξεγέλασε τις εταιρείες της Γουόλ Στριτ που χρηματοδότησαν τα καζίνο του και πώς κέρδισε εκατομμύρια με την αξία του ονόματός του.
Κεντρικό επιχείρημα της υποψηφιότητάς του στις προηγούμενες αμερικανικές εκλογές ήταν ότι θα χρησιμοποιούσε την επιχειρηματική του δεινότητα για να φέρει στην Αμερική, την «κερδοφορία» που έφερε στις εταιρείες του.
«Μέχρι την άνοιξη του 1990 ήμουν στο κόκκινο· η αυτοκρατορία μου είχε αιμορραγική αξία», γράφει ο Τραμπ στο βιβλίο του «The Art of the Comeback».
Η «οικονομική καταστροφή» του 1995 και πώς αποφεύχθηκε
Το 1995, ο Τραμπ μετέτρεψε το καζίνο Trump Plaza σε μια εισηγμένη εταιρεία, την Trump Hotels and Casino Resorts, την οποία ήλεγχε. Η εταιρεία υπέβαλε αίτηση πτώχευσης το 2004.
Η Wall Street Journal είχε γράψει σχετικά με τις κινήσεις του εκείνη τη χρονιά: «έκανε συμφωνία με τράπεζες που εξάλειψαν το τελευταίο προσωπικό χρέος του. Πλήρωσε λιγότερο από τα μισά από τα περίπου 110 εκατομμύρια δολάρια που χρωστούσε».
Το 1996, το Fortune θαύμαζε το πώς «απέδρασε σαν τον Χουντίνι από τους πιστωτές» του. Η Wall Street Journal ανέφερε σχετικά με τη δυνατότητα του Τραμπ να γλιτώσει την οικονομική καταστροφή το 1995:
«Ένας δικηγόρος του γραφείου του γενικού εισαγγελέα του Νιου Τζέρσεϊ – που είχε περάσει χρόνια μελετώντας τους οικονομικούς ελιγμούς του κ. Τραμπ – είπε: “Δεν είμαι σίγουρος αν υπάρχει έστω ένα άτομο στο δικό μας προσωπικό που να έχει πραγματικά καταλάβει πώς το πέτυχε”».
Εξαιρετικά τυχερός
Ο καθηγητής, Brad DeLong, στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας γράφει στον The Guardian: «σαν Road Runner, τρέχει από την άκρη του γκρεμού, κοιτάζει κάτω, ανασηκώνει τους ώμους του – και συνεχίζει μέχρι τα πόδια του να αγγίξουν ξανά το έδαφος στην άλλη πλευρά. (…)
Πάντα υπερέβαλλε για το πόσο πλούσιος ήταν και πάντα βρισκόταν εξαιρετικά κοντά στο χείλος της οικονομικής καταστροφής. Αλλά αν και σπατάλησε πολλά, είναι επίσης αλήθεια ότι ήταν εξαιρετικά τυχερός. (…)
Πρώτον, και κυρίως, ήταν ωφελημένος από την απολύτως θεαματική έκρηξη των ακινήτων στο Μανχάταν. Δεύτερον, σε πολλές κρίσιμες στιγμές του συνέβησαν πράγματα που θα έπρεπε να τον είχαν βυθίσει στην ολική και αμετάκλητη χρεοκοπία.
Τρίτον, μπόρεσε να χρησιμοποιήσει την εικόνα του διάσημου εργολάβου-μεγιστάνα για να προσελκύσει νέους επιχειρηματικούς εταίρους αφού οι παλιοί του, είχαν νίψει τας χείρας τους. Ήταν επίσης τυχερός με τον εφησυχασμό πολλών από αυτούς σε σχέση με τις απάτες του: την προθυμία τους να παίξουν μαζί του και να μην βρουν δικαστή να τραβήξει την πρίζα.
Ανίκανος ή σημαντικά ικανός; Τι είδους ψυχολογία παράγει αυτού του είδους τη συμπεριφορά; Οι Buettner και Craig ψυχαναλύουν τον Τραμπ ως ανίκανο να δεχτεί το πλήγμα της αναγνώρισης της σχετικής ανικανότητάς του.
Μια βαθιά ανάγκη για δημόσια επικύρωση ως ο δάσκαλος της Τέχνης της Συμφωνίας τον οδήγησε, ξανά και ξανά, σε όλο και πιο ριψοκίνδυνες αποφάσεις. Η ψευδαίσθηση της επιτυχίας έπρεπε να διατηρηθεί πάση θυσία, πράγμα που σήμαινε ότι μια ήττα έπρεπε να ακολουθηθεί από ένα ακόμη μεγαλύτερο στοίχημα».
Ο Ντόναλντ Τραμπ δεν πλήρωνε φόρους για 20 χρόνια
Στο «Lucky Loser» γίνεται εκτενής αναφορά στις φορολογικές δηλώσεις του Ντόναλντ Τραμπ. Το 2017, τη χρονιά που εξελέγη Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, πλήρωσε 750 δολάρια φόρο εισοδήματος.
Το 2008 δεν πλήρωσε κανέναν ομοσπονδιακό φόρο εισοδήματος κατά τη διάρκεια ενός έτους κατά το οποίο εισέπραξε 14,8 εκατ. δολάρια από το «The Apprentice» και 18,5 εκατ. δολάρια από διαφημίσεις και συμφωνίες αδειοδότησης.
Στην πραγματικότητα, ο Τραμπ δεν πλήρωσε καθόλου φόρο εισοδήματος στα 11 από τα 18 έτη που εξέτασαν. Οι New York Times δημοσίευσαν αποσπάσματα από τις φορολογικές δηλώσεις του Ντόναλντ Τραμπ του 1995 όπου φάνηκε, μεταξύ άλλων, ότι ο Τραμπ ισχυρίστηκε ότι είχε ζημιές 916 εκατομμυρίων δολαρίων εκείνη τη χρονιά, γεγονός που σύμφωνα με τους Times μπορεί να του έδωσε τη δυνατότητα να αποφύγει τους φόρους για σχεδόν δύο δεκαετίες.
Απαντώντας στο δημοσίευμα, οι εκπρόσωποι του Τραμπ εξέδωσαν ανακοίνωση στην οποία δεν διέψευδαν τα 900 εκατομμύρια, αλλά ισχυρίζονταν ότι ο Τραμπ «έχει πληρώσει εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια σε φόρους για την ακίνητη περιουσία του, τις πωλήσεις, τον δήμο, τους εργαζόμενους και την Ομοσπονδιακή κυβέρνηση».
The Apprentice
Ο Jeff Zucker, το αφεντικό του τμήματος ειδήσεων και ψυχαγωγίας του δικτύου NBC, από το οποίο προβαλλόταν το «The Apprentice», ανέφερε: «Κάναμε κάστινγκ για ηθοποιό. Ο Τραμπ θα έπαιζε έναν ρόλο. Το ξέραμε αυτό. Η εκπομπή μπορεί να ονομάζεται «ριάλιτι», αλλά δεν είναι ποτέ πραγματικό, per se».
Η τηλεοπτική εκπομπή προσέφερε στον Ντόναλντ Τραμπ ένα εισιτήριο για να ξεφύγει από τη χρεοκοπία. Προσποιούμενος ότι ήταν πράγματι δισεκατομμυριούχος, ο Τραμπ μετατράπηκε σε έναν επιτυχημένο δισεκατομμυριούχο. Το «The Apprentice» αποτέλεσε μια αστείρευτη πηγή χρημάτων, χάρη στην τοποθέτηση προϊόντων: Burger King, Domino’s, General Motors, Unilever, είναι κάποιες από τις κορυφαίες εταιρείες που εμφανίστηκαν στην εκπομπή.
Ο Τραμπ έφτασε να κερδίζει 1 εκατ. δολάρια ανά επεισόδιο από συμφωνίες αδειοδότησης και χορηγίας. Τίποτα από όλα αυτά δεν θα είχε συμβεί αν ο παραγωγός Μαρκ Μπέρνετ, δεν είχε αποφασίσει το 2003 να κάνει πρωταγωνιστή του ριάλιτι τον Ντόναλντ Τραμπ.
«Η δουλειά μας τότε ήταν να αντιστρέψουμε την εκπομπή και να τον κάνουμε να μην μοιάζει εντελώς ηλίθιος», αναφέρει ένα μέλος της ομάδας παραγωγής στους Buettner και Craig.
Πόσο αξίζει τελικά ο Τραμπ;
Όπως αναφέρει δημοσίευμα του Reuters, σε κατάθεση που έδωσε τον Απρίλιο του 2023 στον Γενικό Εισαγγελέα της Νέας Υόρκης ο Ντόναλντ Τραμπ ανέφερε ότι είχε «σημαντικά περισσότερα από 400 εκατομμύρια σε μετρητά». Ο αριθμός αυτός έχει αυξηθεί σε σχέση με τις προηγούμενες αποκαλύψεις του Τραμπ.
Μια δήλωση οικονομικής κατάστασης της 30ής Ιουνίου 2021 που υπέβαλε στο δικαστήριο έδειξε ότι είχε τότε μετρητά και ισοδύναμα μετρητών αξίας 293,8 εκατομμυρίων δολαρίων. Ο Τραμπ έχει ποικίλες πηγές εισοδήματος, όπως προκύπτει από τα έντυπα οικονομικής πληροφόρησης που κατατέθηκαν στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση, τον Αύγουστο του 2023.
Το 2022, ο Τραμπ ανέφερε τουλάχιστον 537 εκατομμύρια δολάρια σε έσοδα που σχετίζονται με γήπεδα γκολφ και ξενοδοχεία, 30,4 εκατομμύρια δολάρια σε αμοιβές αδειών και δικαιώματα, 26,5 εκατομμύρια δολάρια σε αμοιβές διαχείρισης και 61,1 εκατομμύρια δολάρια σε διανομές από τη συμμετοχή του σε κτίρια όπως το 1290 Avenue of the Americas στη Νέα Υόρκη.
Ο Ντόναλντ Τραμπ έβγαλε επίσης 6,2 εκατομμύρια δολάρια από ομιλίες και 116.103 δολάρια σε συντάξεις από το Screen Actors Guild και την Αμερικανική Ομοσπονδία Τηλεοπτικών και Ραδιοφωνικών Καλλιτεχνών.
Επιπλέον, ανέφερε έσοδα 268,7 εκατομμυρίων δολαρίων από το ξενοδοχείο του στην Ουάσινγκτον, συμπεριλαμβανομένου κέρδους από την πώληση του ακινήτου, και σχεδόν 1 εκατομμύριο δολάρια από την πώληση δύο ελικοπτέρων. Διαθέτει ξενοδοχεία, κτίρια γραφείων, κατοικίες, γήπεδα γκολφ και κτήματα.
Σε οικονομικό απολογισμό του Ιουνίου του 2021 αναφέρονται αρκετά από τα πιο πολύτιμα ακίνητά του, όπως το 40 Wall Street, ένα κτίριο γραφείων στη Νέα Υόρκη, ο Πύργος Τραμπ στο Μανχάταν και το θέρετρο Mar-a-Lago στο Παλμ Μπιτς της Φλόριντα.
Ο οικονομικός απολογισμός ανέφερε ότι τα ακίνητά του άξιζαν τότε 4,3 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ ο Τραμπ χρωστούσε συνολικά 439,2 εκατομμύρια δολάρια σε δάνεια και άλλες υποχρεώσεις. Η καθαρή του αξία ανέφερε ότι ήταν 4,5 δισεκατομμύρια δολάρια.
Ο δικαστής έκρινε ότι ο Τραμπ υπερεκτίμησε την αξία ορισμένων από αυτά τα ακίνητα κατά τη διάρκεια των ετών, μεταξύ άλλων διογκώνοντας την αξία του 40 Wall Street κατά 120 εκατομμύρια δολάρια το 2015 και υπερεκτιμώντας την αξία του Seven Springs, ενός ακινήτου στην κομητεία Westchester της Νέας Υόρκης, κατά 147 εκατομμύρια δολάρια το 2014.
Ο δικαστής χαρακτήρισε την εκτιμώμενη αξία του Mar-a-Lago από τον Τραμπ «δόλια» και έγραψε ότι είναι «ενδεχομένως ένα δισεκατομμύριο δολάρια ή και περισσότερο» πάνω από την αγοραία αξία του.
Ένας «απερίσκεπτος απατεώνας»
Το σενάριο «ένας αυτοδημιούργητος Ντόναλντ Τραμπ» είναι ξεκάθαρο ότι έχει καταρρεύσει. Χάρη στην έρευνα των New York Times γνωρίζουμε ότι ο Τραμπ ήταν ανέκαθεν καλός «στο παραμύθι».
Ένας «απερίσκεπτος απατεώνας» που βασίστηκε στα κεφάλαια του πατέρα του, πολλά από τα οποία μεταφέρθηκαν από τον Φρεντ στον Ντόναλντ μέσα από δαιδαλώδη συστήματα φοροδιαφυγής.
Ο Ντόναλντ Τραμπ έπαιξε -και παίζει- πολύ καλά τον ρόλο του, πείθοντας μεγάλη μερίδα της κοινής γνώμης των ΗΠΑ πως πρόκειται για έναν χαρισματικό επιχειρηματία που κάρβουνο πιάνει και χρυσός γίνεται. Το προσωπείο όμως έπεσε. Ό,τι λάμπει δεν είναι (πάντα) χρυσός.
Με πληροφορίες από The Financial Times, New York Times, Reuters, The Guardian.