Οι κυβερνήσεις των κρατών της Μέσης Ανατολής παρακολουθούν διαχρονικά τις εξελίξεις αναφορικά με τις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ, εκτιμώντας πώς το αποτέλεσμα θα επηρεάσει αποφασιστικά τις ισορροπίες στην περιοχή τους. Στη σημερινή συγκυρία φαίνεται ότι και οι εξελίξεις στη Μέση Ανατολή επηρεάζουν μερικώς την προεκλογική αναμέτρηση στις ΗΠΑ, αν και αυτή η περίπτωση δεν συναντάται συχνά. Αξιοσημείωτες εξαιρέσεις αποτελούν οι εκλογές του 1980, όπου η ήττα του Τζίμι Κάρτερ αποδόθηκε εν μέρει στην κρίση των ομήρων στο Ιράν, και οι εκλογές του 2004, οι οποίες επηρεάστηκαν από την 11η Σεπτεμβρίου και την επέμβαση στο Ιράκ. Ενώ η Ουάσινγκτον παραμένει η ισχυρότερη εξωπεριφερειακή δύναμη στη Μέση Ανατολή, το στρατηγικό περιβάλλον της περιφέρειας έχει μεταβληθεί ουσιαστικά τα τελευταία χρόνια. Τα ισχυρά κράτη της Μέσης Ανατολής έχουν γίνει περισσότερο επιδραστικά, αναλαμβάνοντας πρωτοβουλίες και προωθώντας δυναμικά τα συμφέροντά τους, ενώ οι ΗΠΑ σε πολλές περιπτώσεις ακολουθούν τις εξελίξεις παρά τις οδηγούν.

Στην περίπτωση που η Κάμαλα Χάρις κερδίσει την προεδρία, η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ αναμένεται να ακολουθήσει τη γραμμή της υφιστάμενης πολιτικής του Μπάιντεν. Θα πρέπει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι είναι πιθανό η τρέχουσα στάση της αντιπροέδρου, που διαμορφώνεται από τις απαιτήσεις της εκλογικής αναμέτρησης, να μεταβληθεί εφόσον αναλάβει το αξίωμα. Η Χάρις έχει δώσει περισσότερη έμφαση στην προώθηση της διπλωματίας και μιας διεθνούς τάξης βασισμένης σε κανόνες. Από την άλλη πλευρά, μια δεύτερη προεδρία Τραμπ θα σήμανε την επιστροφή στο αντισυμβατικό στυλ της εξωτερικής πολιτικής του, που χαρακτηρίζεται από την προσωπική διπλωματία και την περιφρόνηση των παραδοσιακών δημοκρατικών κανόνων. Η ομιλία του στο Ριάντ το 2017, όπου δήλωσε ότι «αναζητούμε εταίρους, όχι την τελειότητα» είναι ενδεικτική του πολιτικού του προσανατολισμού. Η ρητορική του υποδηλώνει ότι θα επαναφέρει την πολιτική της «μέγιστης πίεσης» στο Ιράν, προσφέροντας παράλληλα μεγαλύτερες παραχωρήσεις στο Ισραήλ. Ωστόσο, ο ατομικός παράγοντας, που συνδέεται με τον απρόβλεπτο χαρακτήρα του, θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη, και δεν θα πρέπει να αποκλείεται ακόμη και η πρωτοβουλία για μια νέα συμφωνία μεταξύ ΗΠΑ και Ιράν, αρκεί αυτή να φέρει το όνομά του.

Ο αντίκτυπος των προεδρικών εκλογών στη Μέση Ανατολή θα είναι καθοριστικός στις ζώνες των συγκρούσεων. Πέρα από τη Γάζα και τον Λίβανο που βρίσκονται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, υφίστανται τα «παγωμένα μέτωπα» της Συρίας, της Λιβύης και της Υεμένης, ενώ μαίνεται ένας καταστροφικός εμφύλιος πόλεμος στο Σουδάν. Μια δεύτερη θητεία του Τραμπ θα μπορούσε να είναι ευπρόσδεκτη από ορισμένες σουνιτικές ομάδες της αντιπολίτευσης στη Συρία, οι οποίες προσδοκούν μια σκληρότερη στάση έναντι της Τεχεράνης. Εντωμεταξύ, και το καθεστώς Ασαντ ενδέχεται να βλέπει θετικά μια επανεκλογή Τράμπ, προσδοκώντας ότι θα επωφεληθεί από την αδιαφορία του για τη Συρία, ώστε να εδραιώσει την εξουσία του στο βορρά και τα βορειοανατολικά της χώρας. Αυτοί που φαίνεται να απεύχονται την επιστροφή του Τράμπ, είναι οι Κούρδοι της Συρίας, φοβούμενοι την οριστική εγκατάλειψη τους από τις ΗΠΑ. Στην Υεμένη, τόσο η Χάρις όσο και ο Τραμπ θα προσεγγίσουν πιθανότατα τη σύγκρουση μέσα από το πρίσμα της ευρύτερης αντιπαλότητας Ιράν-Ισραήλ. Παρ’ όλα αυτά, τα ισχυρά κράτη της περιφέρειας, όπως η Σαουδική Αραβία, είναι πιθανό να διαδραματίσουν σημαντικότερο ρόλο στην επίλυση της σύγκρουσης σε σχέση με την Ουάσιγκτον. Το ίδιο ισχύει και για τη Λιβύη και το Σουδάν, όπου μεσανατολικές δυνάμεις έχουν αναλάβει όλο και περισσότερες πρωτοβουλίες, ενώ η επιρροή των ΗΠΑ φθίνει.

Αναφορικά με την Αίγυπτο, η πραγματιστική πολιτική του προέδρου Μπάιντεν έναντι της κυβέρνησης Αλ Σίσι αναμένεται να συνεχιστεί υπό την Χάρις, η οποία αναγνωρίζει τη στρατηγική σημασία του Καΐρου για την ευρύτερη περιοχή. Ο Τραμπ, από την άλλη έχει στενότερους δεσμούς με την αιγυπτιακή κυβέρνηση, και η προσέγγιση της μη ανάμειξης σε εσωτερικά ζητήματα φαίνεται περισσότερο ελκυστική για τον Αλ Σίσι. Ειδική αναφορά θα πρέπει να γίνει για την Ιορδανία, η οποία βρίσκεται σε ιδιαίτερα δυσχερή θέση, ως αποτέλεσμα της κλιμάκωσης της έντασης μεταξύ Ισραήλ-Ιράν. Υπό τον Μπάιντεν, η εταιρική σχέση των ΗΠΑ με το Αμμάν ενισχύθηκε ιδιαίτερα, και πιθανότατα θα διατηρηθεί υπό την Χάρις. Ομως, μια δεύτερη θητεία του Τραμπ θα μπορούσε να κλονίσει τη σταθερότητα του βασιλείου, ιδίως αν υποβαθμιστεί ο ιδιαίτερος ρόλος του στην Ιερουσαλήμ και δεν τερματιστούν οι αυξανόμενες εντάσεις στη Δυτική Οχθη.

Καταλήγοντας, η στάση των ΗΠΑ έναντι του Ισραήλ και των Παλαιστινίων θα παραμείνει στον πυρήνα της μεσανατολικής πολιτικής της Ουάσιγκτον, ανεξάρτητα από το ποιος θα κερδίσει τις εκλογές. Η ισχυρή υποστήριξη προς το Ισραήλ είναι δεδομένη, αλλά η προσέγγιση μπορεί να διαφέρει. Ο Τραμπ είναι πιθανό να δώσει στο Τελ Αβίβ το πράσινο φώς για την επέκταση της εποικιστικής δραστηριότητας ή ακόμη και την προσάρτηση τμημάτων της Δυτικής Οχθης. Μια προεδρία Χάρις, αντίθετα, μπορεί να πιέσει για την ανανέωση των ειρηνευτικών συνομιλιών με τους Παλαιστίνιους και να εκφράσει ανησυχίες για την επέκταση των εποικισμών και τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Συμπερασματικά, ενώ οι ΗΠΑ παραμένουν ο πιο ισχυρός εξωτερικός παράγοντας στη Μέση Ανατολή, οι περιφερειακές ισορροπίες έχουν αλλάξει. Οποιος και αν καταλάβει το αξίωμα του προέδρου το 2025 θα αντιμετωπίσει μια κατάσταση όπου οι ανερχόμενες περιφερειακές μεσανατολικές δυνάμεις θα έχουν αποφασιστική επιρροή επί των εξελίξεων.

Κωνσταντίνος Ζάρρας, Επίκουρος Καθηγητής, Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας

Το κείμενο διατέθηκε για δημοσίευση σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Διεθνών Ευρωπαϊκών και Αμυντικών Αναλύσεων του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.