Τα κρούσματα της βίας μεταξύ παιδιών (εφήβων) που τελευταία καταλαμβάνουν τα μέσα επικοινωνίας έχουν κάνει τους γονείς να αναρωτιούνται, πώς πρέπει να διαπαιδαγωγήσουν τα παιδιά τους, ώστε να διακρίνουν το καλό και το κακό.

Είναι φυσιολογική η επιθετικότητα ενός παιδιού ή εφήβου που το βοηθά να αναπτυχθεί, να πει όχι, να διαφοροποιηθεί, να αυτονομηθεί από τους άλλους. Είναι όμως παθολογική η καταστροφικότητα του παιδιού ή εφήβου που πηγάζει από τις αντικοινωνικές τάσεις του, και την έλλειψη ικανότητας να αισθανθεί ενοχή και νοιάξιμο για τον πλησίον του. Η παθολογική αντικοινωνική καταστροφικότητα είναι πολύπλοκο ψυχοκοινωνικό φαινόμενο που ξεκινά από μια ακραία απώλεια και διαταραχή της γονικής φροντίδας πολύ νωρίς, γύρω στην ηλικία των 18 μηνών.

Ας εξετάσουμε εδώ την φυσιολογική επιθετικότητα στην ανάπτυξη του παιδιού.

Τα μικρά παιδιά είναι σκληρά κυρίως προς τον εαυτόν τους, και προς τα άλλα παιδιά, αλλά και τους γονείς του. Η σκληρότητά τους, οφείλεται στο ότι από την αρχή της ζωής παλεύουν σκληρά, να αρπάξουν, να πάρουν μέσα τους, να γνωρίσουν, να κάνουν κτήμα τους, τα αντικείμενα του κόσμου που τους αντιστέκονται. Αγωνίζονται να πάρουν από την μητέρα τους τον έλεγχο του σώματός τους, να σταθούν στα πόδια τους, να περπατήσουν. Για αυτό κινητοποιούν την επιθετικότητα εναντίον της μητέρας και βιώνουν αντίστοιχα τα όρια που τους θέτει ως άτεγκτα. Αυτά τα όρια εσωτερικεύουν, και εγκαθιστούν μέσα τους μια άτεγκτη ηθική. Η επιείκεια των γονιών βοηθά τα παιδιά να μαλακώσουν, όσο μεγαλώνουν.

Ο Winnicott, στην εργασία του για την ηθική αγωγή του παιδιού, γράφει: Η κοινωνία αλλάζει, ενώ η ανθρώπινη φύση δεν αλλάζει, απλά ξεδιπλώνεται, όταν οι συνθήκες που την περιβάλουν είναι καλές. Δια μέσου των αιώνων οι γονείς παράσχουν τις συνθήκες που χρειάζονται ώστε το παιδί να αποχωρίζεται από την μητέρα του και να σταδιακά να γίνεται ελεύθερο. Η επιβολή τιμωριών και ο εξαναγκασμός προκαλεί συμμόρφωση και ψευδή ζωή.

Η καλή εναλλακτική είναι η παροχή των συνθηκών που επιτρέπουν να αναπτυχθούν από τις ψυχικές του διαδικασίες η εμπιστοσύνη, και οι ιδέες για το καλό και το κακό. Αυτή είναι η εξέλιξη του προσωπικού Υπερεγώ, ενός εσωτερικού συστήματος ορίων, απαγορεύσεων, αξιών. Ο άνθρωπος δημιουργεί διαρκώς τον Θεό ως ένα περιέχον, για να έχει κάπου να βάλει αυτό που είναι καλό μέσα του και να το φυλάξει μακριά από το μίσος και την καταστροφικότητά του που μπορούν να το βλάψουν.

Πρέπει κάποιος να πει στο παιδί σε τι πιστεύουμε σε αυτήν την οικογένεια και σε αυτή την κοινωνία που ζούμε τώρα. Αλλά η πρώτη αρχή είναι, ότι η ηθική αγωγή δεν μπορεί να υποκαταστήσει την αγάπη. Σημασία έχει η ψυχική ζωή του παιδιού, με την οποία δίνει νοήματα στον έξω κόσμο. Και η εξωτερική πραγματικότητα που δίνει υπόσταση στην ψυχική ζωή. Οι γονείς αναμένουν, δεν επιδοκιμάζουν ή αποδοκιμάζουν μέχρι να βρουν στο παιδί τους στοιχεία της αίσθησης του καλού και του κακού, το σωστού και του λάθους. Οι γονείς δεν επιδοκιμάζουν ή αποδοκιμάζουν εκεί που απλά πρέπει να αγαπούν. Δεν είναι ηθικοί εκπαιδευτές. Είναι γονείς.

Ο Winnicott συμπεραίνει: Αντί για αγωγή ηθικής εισάγουμε το παιδί σε ευκαιρίες να είναι δημιουργικό. Τις ευκαιρίες αυτές, προσφέρει η πρακτική των τεχνών και του ζην σε όσους δεν αντιγράφουν απλά, αλλά αυθεντικά ωριμάζουν και κατακτούν έναν τρόπο αυτό-έκφρασης.

Μπορούμε να σκεφθούμε ότι οι γονείς που εμπιστεύονται τις δυνάμεις της ανάπτυξης του παιδιού, είναι αυθεντικοί μαζί του. Δεν είναι όπως φαντάζονται ό,τι οι άλλοι νομίζουν, ό,τι θα όφειλαν να είναι, δεν είναι «δήθεν», δεν χρησιμοποιούν το παιδί για δική τους ναρκισσιστική ικανοποίηση. Οι γονείς δίνουν στο παιδί το καλό παράδειγμα, ειλικρινές, όχι καλύτερο από αυτό που είναι. Η ηθική της παράδοσης, των γονιών και της κοινότητας μεταδίδεται και διαμορφώνει την ηθική των παιδιών καθώς αυτό αναπτύσσεται.

Στην Βίβλο ο Θεός ζητά από τον Αβραάμ να δείξει την πίστη του θυσιάζοντας το μονάκριβο παιδί του. Ο πατέρας υπακούει, δεσμεύεται σε μια τάξη νοήματος που είναι πάνω από αυτόν. Ο ναρκισσιστικός πατέρας θυσιάζεται, όχι το παιδί. Υπάρχει ένας νόμος, μια ηθική πάνω από τον πατέρα και το παιδί. Οι γονείς εκπροσωπούν τον νόμο, δεν είναι ο νόμος. Ο νόμος είναι πάνω από όλους.

Στην δημοκρατία πάνω από τους γονείς, και το παιδί, και τους εκπαιδευτικούς είναι ο νόμος του κράτους δικαίου (the rule of law). Ο εξωτερικός νόμος της παράδοσης και της κοινότητας γίνεται ατομική εσωτερική ηθική. Το παιδί μεγαλώνοντας ιδιοποιείται τον νόμο, γίνεται αυτόνομο. Δεν χρειάζεται τον άλλον να του λέει τι να κάνει, μπορεί μόνο του. Αυτή την λέξη επαναλαμβάνει όσο μεγαλώνει. Μόνη μου! Μόνος μου!

Οι γονείς δεν είναι ψυχαναλυτές παιδιών. Ξέρουν τους κανόνες. Χρειάζεται να τους σκεφτούν. Βοηθά σε αυτό, το να τους συζητήσουν με τα παιδιά τους, τους δασκάλους τους, και με άλλους γονείς.

Οι γονείς έχουν υπάρξει παιδιά και έφηβοι. Αρκεί να αφεθούν να έλθουν σε επαφή με το παιδί μέσα τους. Έτσι, μπορούν να καταλάβουν το τωρινό πραγματικό παιδί τους. Το φροντίζουν για να μεγαλώσει και να φύγει από αυτούς. Δεν το τιμωρούν, του βάζουν όρια. Δεν το αναγκάζουν να συμμορφωθεί. Το βοηθούν να εγκαταστήσει τα όρια μέσα του, για να μην χρειάζεται να προκαλεί τους μεγάλους να τα βάζουν από έξω.

Σημασία έχει η ειλικρίνεια. Το κουκούλωμα της αλήθειας είναι καταστροφή, δηλητηριάζει τις σχέσεις και διαιωνίζει την βία και τις παραβιάσεις των ορίων. Η αλήθεια τρέφει την ψυχή όπως η τροφή το σώμα μας. Η αλήθεια όμως, εάν είναι ωμή μπορεί να γίνει τραυματική, να κάνει κακό. Χρειάζεται να ντύνουμε την αλήθεια με νόημα, για να μην είναι ωμή και γυμνή, για να γίνει υποφερτή και κατάλληλη να την πάρουμε μέσα μας να την αφομοιώσουμε.

Ο κύριος Σωτήρης Μανωλόπουλος είναι Ψυχαναλυτής παιδιών, Διδάσκων αναλυτής της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας. Εκπαιδεύτηκε στην Καναδική Ψυχαναλυτική Εταιρεία. Διετέλεσε διευθυντής εκπαίδευσης και πρόεδρος της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας.