Ο Γιάννης Χουβαρδάς ανήκει στους σκηνοθέτες που καθόρισαν το σύγχρονο ελληνικό θέατρο. Ο ιδρυτής του Αμόρε και καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού (2007-2013) συνεχίζει με τις παραστάσεις του. Ανατρεπτικός, προκλητικός -ενοχλητικός για κάποιους, διαθέτει, σαν άνθρωπος, σπάνια πλέον χαρακτηριστικά: Είναι καλλιεργημένος, οργανωτικός, συνεπής, ευγενής.

Τώρα σκηνοθετεί στην Θεσσαλονίκη με το ΚΘΒΕ τον «Δον Κάρλος» του Σίλερ (πρεμιέρα 9/11). Ακολουθούν «Ο Χορός του θανάτου» του Στρίντμπεργκ (Μέγαρο Μουσικής Αθηνών) και οι δύο «Οιδιποδες» (Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου). Λίγο πριν σηκώσει την αυλαία της φετινής σεζόν μιλά στο ΒΗΜΑ Talks.

Παραμένετε ένας σκηνοθέτης που ενδιαφέρει, προκαλεί ή και ενοχλεί. Συμβάλουν στην δημιουργικότητά σας ή και στη διατήρηση μιας καλλιτεχνικής νεότητας;

Έτσι πίστευα από πάντα, αλλά τώρα πια είναι και υπαρξιακό το ζήτημα. Γιατί ναι, όντως, δεν μ’ ενδιαφέρει να επαναλάβω ή ν’ ανάψω ένα φως πάνω σε κάτι που μπορεί κάποιος να το διαβάσει ή να το δει με τον ίδιο τρόπο κάπου αλλού. Αυτό που μ’ ενδιαφέρει είναι να βάλω τον εαυτό μου μέσα σ’ αυτό που κάνω. Πολλές φορές θ’ αποτύχω ή μπορεί να φτάσω σε όρια που κάποιοι θεωρούν ότι δεν επιτρέπεται δεν έχει σημασία. Όπως και ο Όρσον Γουέλς, μέχρι τελευταία στιγμή μ’ ενδιαφέρει να πειραματίζομαι. Δεν κάθισα ποτέ σε επιτυχία ούτε δίστασα να κάνω πράγματα που μπορεί να θεωρούνται προκλητικά.

Είναι θέμα χαρακτήρα;

Έτσι ήμουν πάντα. Μπήκα στο θέατρο για να γλιτώσω από μια καταπιεστική οικογένεια, οπότε εκεί ένιωθα ελεύθερος και ήθελα να εκφραστώ όπως πήγαζε από μέσα μου. Αναγκαστικά λοιπόν έγινε. Αυτό ήταν το κίνητρο, μετά μεταλλάσσεται.

Ήταν και αποδεκτό απ’ την οικογένειά σας -ήταν θεατρόφιλη;

Ναι, ήταν θεατρόφιλη, άσχετα αν ήταν  καταπιεστικός ο πατέρας, όχι η μάνα. Με πήγαιναν να δω από αστικό θέατρο, Μυράτ-Ζουμπουλάκη, μέχρι Κουν, που τότε ήταν η πρωτοπορία στο ελληνικό θέατρο. Μέσα απ’ το Θέατρο Τέχνης βαπτίστηκα. Πήγα στο εξωτερικό να σπουδάσω. Γύρισα και ήθελα να πάω στο Τέχνης, άσχετα αν δεν στέριωσα εκεί.

Ηθοποιός θέλατε να γίνετε;

Ναι, καταρχήν. Αυτό σπούδασα κιόλας. Αλλά στην σχολή με το ένα μάτι ήμουν ηθοποιός με το άλλο, σκηνοθέτης. Έβλεπα πώς σκηνοθετούσαν οι δάσκαλοι-σκηνοθέτες που είχαμε στη σχολή, στο Λονδίνο. Μετά έβλεπα πώς διαχειριζόταν τους ηθοποιούς ο Κουν. Άρχισα να διαμορφώνω τη δική μου προσωπικότητα. Κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι ο αληθινός ηθοποιός πρέπει να εκτίθεται αφόρητα, κι αυτό είναι πολύ δύσκολο -εγώ δεν μπορούσα να το κάνω. Προτίμησα να ’μαι πίσω απ’ την σκηνή και ν’ αφήσω στη σκηνή ανθρώπους που ήθελαν και είχαν ανάγκη, πολύ μεγαλύτερη από μένα, να εκτεθούν.

Τελικά εκτίθεστε και ως σκηνοθέτης…

Πράγματι. Απλώς δεν μπορώ αυτό το καθημερινό μαρτύριο, να είσαι πάνω στη σκηνή και να βγάζεις τα σωθικά σου έξω -για μένα αυτό πρέπει να ’ναι ο πραγματικός ηθοποιός.

Εκτιμάτε δηλαδή περισσότερο τον ηθοποιό;

Τον εκτιμώ παραπάνω από μία πλευρά, υπαρξιακή, αλλά όχι από επαγγελματική ή καλλιτεχνική. Πιστεύω ότι είναι δύο συμμετέχοντες στη διαδικασία και πρέπει να συνεργάζονται αρμονικά, αλλιώς δεν γίνεται τίποτα. Αυτό που ξέρω είναι ότι πιστεύω στον εαυτό μου ως ηθοποιό και είναι μέρος του τρόπου με τον οποίο δουλεύω. Όχι με την έννοια ότι δείχνω, γιατί αυτό το αποφεύγω όσο μπορώ, αλλά με την έννοια ότι προσπαθώ να εμπνεύσω προς μία κατεύθυνση -και σ’ αυτή την κατεύθυνση με βοήθησε το πέρασμα απ’ την υποκριτική.

«Μέχρι τελευταία στιγμή μ’ ενδιαφέρει να πειραματίζομαι. Δεν κάθισα ποτέ σε επιτυχία ούτε δίστασα να κάνω πράγματα που μπορεί να θεωρούνται προκλητικά».

Με τον «Δον Κάρλος» του Σίλερ, ολοκληρώνετε μια τετραλογία -προηγήθηκαν «Η άλλη πλευρά της καταιγίδας», «Dont look back», «Βασιλιάς Ληρ», όπου το θέατρο συνομιλεί με τον  κινηματογράφο…

Κάπως έτσι. Κινηματογράφο μ’ έναν τρόπο κάνω πάντα. Ο τρόπος που προσεγγίζω το θέατρο ήταν πάντα σαν τα μάτια μου να ήταν τα μάτια μιας κάμερας. Οπότε τώρα το βίντεο είναι σαν μια προέκταση αυτής της οπτικής. Βίντεο στις παραστάσεις μου κάνω απ’ τη δεκαετία του ‘80. Οι δύο δουλειές που θα κάνω μετά, «Ο Χορός του θανάτου» την άνοιξη και οι «Οιδίποδες» το καλοκαίρι στο Φεστιβάλ, δεν θα έχουν. Όποτε ήθελα έναν επίλογο.

Στο έργο ο ένας παρακολουθεί το άλλον…

Είναι ένα έργο με ιστορικό υπόβαθρο και νόημα: Όλοι  παρακολουθούν όλους. Οπότε υπάρχει σαν θέμα αυτό που συμβαίνει και σήμερα. Είτε για καλό είτε για κακό, όλοι παρακολουθούμαστε. Οπότε εκεί ταίριαζε η τεχνολογία και το βίντεο, απλώς η χρήση γίνεται φειδωλά με στατικές κάμερες: Να μπορεί να δει ο θεατής ό,τι βλέπει ο βασιλιάς παρακολουθώντας τους υπηκόους του.

Ήθελα από παλιά να κάνω τον “Δον Κάρλος” – έψαχνα την ευκαιρία. Δεν μπορείς να το κάνεις σ’ ένα μικρό θέατρο. Έχει τριάντα ρόλους και αν το παίξεις ολόκληρο διαρκεί πέντε ώρες. Έχει γίνει μια διασκευή πολύ συμπυκνωμένη αλλά είναι ένα απίστευτο αριστούργημα με πολλά ελαττώματα.

Είναι γραμμένο από έναν 23χρονο, ο οποίος στην πορεία μεγαλώνει, αλλάζει απόψεις, συμβαίνουν γεγονότα που τον κάνουν να δει τα πράγματα μ’ άλλα μάτια. Το γράφει μέσα σε τέσσερα χρόνια. Δεν αντιπροσωπεύει μια στιγμή του αλλά τον εαυτό του απ’ την ανώριμη φάση του «θύελλα και ορμή» ως τον ώριμο Σίλερ ο οποίος αχνοφαίνεται αλλά και τον πολιτικό Σίλερ, τον φιλόσοφο, τον δραματουργό, τους πάντες. Νομίζω ότι είναι απ’ τα ελάχιστα έργα της παγκόσμιας δραματουργίας που περιέχει τόσα πολλά θέματα.

Η παράσταση προσεγγίζει χρονικά το σήμερα;

Είναι το πιο κλασικό ανέβασμα που ’χω κάνει τα τελευταία δεκαπενταετία, με την έννοια ότι οπτικά δανείζομαι στοιχεία εποχής. Συνυπάρχουν όμως με πολύ σύγχρονα, όπως το βίντεο, που είναι ορατό. Εδώ κάνω αυτό το τόλμημα που δεν είχα κάνει στο παρελθόν, να συνδυάσω τις εποχές -θα δούμε τι θα βγει.

Η ιστορία είναι κρίκοι με κοινά, τελικά, θέματα; 

Ουσιαστικά ναι. Μ’ έναν τρόπο αυτό που βλέπουμε είναι διασκευές πρότερων έργων, ξεκινώντας απ’ την αρχαία τραγωδία. Υπάρχει αλληλεπίδραση, απόρριψη, υιοθέτηση. Μια συνεχής επεξεργασία των θεμάτων, ανάλογα με την εποχή και την ιδιοσυγκρασία του συγγραφέα. Αυτό κάνουμε κι εμείς οι σκηνοθέτες και ειδικά στην εποχή μας που έχουν πια πέσει οι φράχτες και μπορεί κανείς να γράψει, να διαγράψει, ν’ αντιγράψει και κυρίως να υπογράψει ό,τι θέλει.

Μιλάτε για τον σκηνοθέτη-δημιουργό…

Ο σκηνοθέτης είναι ένα είδος συγγραφέα της εποχής μας, υποβαθμισμένο σίγουρα. Θέλει να σκηνοθετήσει με προφανώς την δική του ερμηνεία και προσωπικότητα μέσα. Αλλά αυτό είναι κάτι που το’χω βιώσει στο πετσί μου, το μπούλινγκ εναντίον του σκηνοθέτη, ο οποίος προσπαθεί να ‘ναι συγγραφέας -συμβαίνει και στις μέρες μας. Έχω φίλους που εξανίστανται όταν βλέπουν παραστάσεις μου πάνω σε κλασικά έργα.

Στο ΚΘΒΕ συνεργάζεστε με μια ομάδα ηθοποιών πρώτη φορά -πλην του Χάρη Φραγκούλη που ερμηνεύει τον Δον Κάρλος. Νοιώθετε δάσκαλος;

Η λέξη δάσκαλος είναι μια λέξη που μ’ ενοχλεί. Είμαι απ’ τους ανθρώπους που, κακώς μάλλον, δεν πιστεύουν στην έννοια δάσκαλος. Πιστεύω ότι μπορεί να εμπνεύσω, να βοηθήσω, αλλά όχι να διδάξω, γι’ αυτό και δεν το κάνω -παρά μόνο ως εξαίρεση. Στην προκειμένη περίπτωση, τυχαίνει να ξέρω καλά το έργο, να ’μαι εξοικειωμένος με τον συγγραφέα και τη γλώσσα. Επίσης να έχω την εμπειρία που έχω ως σήμερα. Ταυτόχρονα βρέθηκα μπροστά σε μια ομάδα ανθρώπων που είναι πάρα πολύ ανοιχτοί. Ένιωσα άνετα για να μπορώ να υποδυθώ, κατά κάποιο τρόπο, τον δάσκαλο, χωρίς να παρασύρομαι και να πιστεύω πραγματικά ότι τους διδάσκω κάτι. Δεν προσπαθώ δηλαδή να σφραγίσω ανθρώπους, ψυχοσυνθέσεις, ν’ αφήσω αποτύπωμα για το μέλλον. Δεν μ’ ενδιαφέρει αυτό. Αν συμβεί, θα συμβεί ερήμην μου.

«Μπήκα στο θέατρο για να γλιτώσω από μια καταπιεστική οικογένεια, οπότε εκεί ένιωθα ελεύθερος και ήθελα να εκφραστώ όπως πήγαζε από μέσα μου».

Έχουμε υψηλό επίπεδο θεάτρου;

Η απάντηση δεν είναι απόλυτη. Δεν ξέρω αν η λέξη είναι υψηλό ή σοβαρό. Νομίζω ότι πάμε προς τα εκεί. Οι γενιές των ηθοποιών που έχουν βγει τα τελευταία χρόνια είναι σαφώς πιο πολυδιάστατες, ανοιχτές, καλλιεργημένες. Μετράω πολύ περισσότερους αξιόλογους σκηνοθέτες απ’ ό,τι στο παρελθόν. Επίσης υπάρχει κι ένα γενικότερο κλίμα, που μεταδίδεται και στο κοινό, το οποίο ανοίγει κι αυτό -διάφοροι οργανισμοί, θεσμοί, άνοιξαν τις πόρτες τους κι έφεραν απ’ το εξωτερικό ή πήγαμε στο εξωτερικό. Παράδειγμα ο Μάριο Μπανούσι, ένα παιδί που βγήκε απ’ τη σχολή πριν δύο-τρία χρόνια ως ηθοποιός και αυτή τη στιγμή οι παραστάσεις του ταξιδεύουν στο εξωτερικό. Αυτό για να το πετύχει ο Δημήτρης Παπαϊωάννου έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια. Ή εγώ για να πάω στο εξωτερικό ή ο Μιχαήλ Μαρμαρινός. Τώρα γίνεται τσακ-μπαμ. Αυτό βέβαια δεν οφείλεται μόνο στο ιδιαίτερο ταλέντο που μπορεί να’ χει ένας νέος, αλλά και στο γεγονός ότι το έδαφος είναι έτοιμο και οι συνθήκες το επιτρέπουν και το προωθούν. Αλλά νομίζω ότι ακόμα λείπει κάτι. Αυτό το κάτι ανάγεται δυστυχώς κι έχει διαπιστωθεί, εδώ και χρόνια, στο θέμα της παιδείας. Όσο και να’ χουν καλυτερεύσει οι σχολές, αυτό που μας λείπει είναι η σοβαρή παιδεία, με μια Ακαδημία, με σχολές που να διαθέτουν μέσα.

Γενικότερα η παιδεία πάσχει…

Όσο και να καλυτερέψουν ή να χειροτερέψουν τα σχολεία, οι καλλιτέχνες θα υπάρχουν πάντα ως εξαίρεση. Προφανώς παίζει ρόλο η παιδεία, αλλά όχι τόσο σημαντικό. Σημαντικότερη είναι η υποδομή. Εμένα αυτό που με τρομάζει στα σχολεία είναι αυτό που συμβαίνει σήμερα με την βία. Και πίσω απ’ τη βία υπάρχει κάτι άλλο που δεν ξέρω ακριβώς τι είναι. Ένα χάος στις οικογένειες, στην κοινωνία γενικότερα. Δεν πάμε μαζί πια. Είναι ο ένας εναντίον του άλλου -αυτό που συμβαίνει στο ΣΥΡΙΖΑ τώρα, είναι πολύ χαρακτηριστικό. Ποιος θα μπορούσε να το φανταστεί πριν από μήνες. Και τώρα είναι όλοι εναντίον όλων. Όχι ότι παλιότερα τα πράγματα ήταν πιο όμοια -ΕΡΕ, Ένωση Κέντρου. Εδώ αρχίζει κι η Νέα Δημοκρατία να «διαλύεται», αρχίζει κι εκεί μια αποσύνθεση -δεν ξέρω μέχρι που θα φτάσει αυτό. Νομίζω ότι τα πολιτικά κόμματα είναι αντανάκλαση της κοινωνίας και η αποσύνθεση είναι αυτό που συμβαίνει στην κοινωνία μας σήμερα. Αυτό είναι το πρόβλημα.

Και η λύση;

Δεν είμαι σε θέση να πω τι φταίει. Αυτό που με προβληματίζει ιδιαίτερα και του δίνω μεγάλη σημασία -ενώ κάποιοι όχι- είναι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Απ’ τη στιγμή που ο καθένας, από δέκα ετών ή και κάτω, έχει στα χέρια του ένα κινητό, είναι σαν να ’χει ένα όπλο. Μια δυνατότητα, μέσω της τεχνολογίας, να μπορεί ο καθένας να υφίσταται ως ένα κράτος εν κράτει, χωρίς να δίνει λογαριασμό σε κανένα. Ίσα-ίσα τους βλέπει όλους γύρω του είτε σαν εχθρούς είτε σαν συμμάχους σ’ έναν πόλεμο. Αυτό βλέπω. Και η τέχνη είναι ο μοναδικός δρόμος σωτηρίας, κάτι σαν την εκκλησία παλιότερα.

Γιατί η τέχνη, ο πολιτισμός γενικότερα, δεν ενδιαφέρει τους πολιτικούς;

Γιατί ξέρουν ότι στο ευρύτερο έδαφος της πελατείας δεν υπάρχει ενδιαφέρον για την τέχνη, δεν πουλάει -πλην εξαιρέσεων. Το ζήτημα είναι πως θα καταφέρει ένα κράτος σαν το δικό μας να κάνει την εξαίρεση να μην είναι εξαίρεση. Εάν οι πολιτικοί ήταν διαφορετικοί, θα ξεπερνούσαν αυτό το πρόβλημα και θα το έκαναν να πουλάει. Αλλά οι περισσότεροι είναι άμουσοι. Εγώ έναν άνθρωπο θυμάμαι που ερχόταν στο θέατρο συστηματικά, τον Σημίτη -είχε ο ίδιος ενδιαφέρον. Όλοι οι άλλοι έρχονται ευκαιριακά.

Διαφθορά και πολιτική: Την βλέπουμε στον «Δον Κάρλος», την βλέπουμε και σήμερα;

Δεν θα συμφωνούσα αν το περιορίζαμε στην Ελλάδα -είναι διεθνές φαινόμενο. Η πολιτική έχει απαξιωθεί. Οι περισσότεροι πολιτικοί είναι αναξιόπιστοι: Άλλα σκέφτονται, άλλα λένε, άλλα  θέλουν να κάνουν, αν έχουν καλές προθέσεις, και άλλα καταλήγουν να κάνουν, στην καλύτερη περίπτωση. Διαφθορά υπάρχει, παντού. Πως μπορεί να το αρνηθεί κανείς αυτό.

Δεν βλέπω καμία διαφορά με το παρελθόν. Απλώς σήμερα τα πράγματα, όπως σ’ όλα τα επίπεδα, έχουν εκτοξευτεί και σε ποσότητα και σε ποιότητα. Το βλέπουμε στο βάθος της αναξιοπιστίας και της διαφθοράς που υπάρχει. Διαπιστώνουμε τις αρρώστιες της εποχής μας, γιατροί δεν υπάρχουν.

Αισθάνεστε ελεύθερος όταν δημιουργείτε;

Η τέχνη έχει το μεγάλο θετικό της ελευθερίας. Αλλά όχι, ελεύθερος στην τέχνη δεν μπορείς να είσαι ποτέ 100%. Πρώτα-πρώτα έχεις τον εαυτό σου που σε περιορίζει, σου θέτει ερωτήσεις, σου σηκώνει το δάχτυλο, σου βάζει εμπόδια. Θέλουμε την ελευθερία, αλλά δεν μπορούμε να την κατακτήσουμε. Απευθυνόμαστε σ’ έναν κόσμο που είναι ένα συνονθύλευμα από απόψεις, προσωπικότητες, θέλω. Τι ελευθερία να ’χουμε; Στην πραγματικότητα προσπαθούμε να κάνουμε ένα σλάλομ, ανάμεσα από διάφορα εμπόδια για να ελιχθούμε και να ’χουμε κάποιες στιγμές ελευθερίας.

Ζούμε την δικτατορία της άποψης -μέσω των social;

Έτσι είναι. Γι’ αυτό και είπα πριν ότι δεν είμαστε ελεύθεροι. Υπάρχουν άνθρωποι που κάνουν σημαία την ελευθερία, επάγγελμα, χόμπι, εμμονή. Και στην προσπάθειά τους αυτή -εγώ θέλω να το δω θετικά, παρασύρονται και κάνουν λάθος. Και φέρνουν το αντίθετο αποτέλεσμα απ’ αυτό που οι ίδιοι επιθυμούν γιατί ξεκινάνε απ’ το ότι “ναι, είμαι ένας ελεύθερος άνθρωπος, θέλω να σκέφτομαι, να μιλάω ελεύθερα”. Αλλά όταν αυτό γίνεται μέσα από ένα μέσο που ελέγχεται απ’ τους μεγιστάνες του καπιταλιστικού συστήματος για κέρδος, αυτόματα όλα, όλα τα εργαλεία που χρησιμοποιεί κανείς, είναι δέσμια αυτού του μηχανισμού. Ποια είναι η ελευθερία του ανθρώπου που κρατάει ένα κινητό στα χέρια του, το οποίο ελέγχει ο Έλον Μασκ ή ο Ζούκεμπεργκ.

Ζούμε το τέλος των ιδεολογιών;

Οι ιδεολογίες, όπως εμείς τις έχουμε καταλάβει και τις έχουμε, ας πούμε, ζήσει την εποχή που γεννιόντουσαν, προφανώς έχουν τελειώσει για πάντα. Υπάρχουν κάτι λείψανα από δω και από κει τα οποία σηκώνουν τις σημαίες αυτών των ιδεολογιών. Εγώ μπορώ να πω ότι σέβομαι και θαυμάζω αυτό το πράγμα, αλλά στην πραγματικότητα είναι πεθαμένο.

Άρα ούτε αριστερά και δεξιά υπάρχει;

Ε, όχι. Αυτά είναι τώρα απομεινάρια νοημάτων που εξατμίστηκαν. Τι ζητάει πια ο σύγχρονος άνθρωπος; Να συνταχθεί μαζί με χιλιάδες-εκατομμύρια άλλους ομοϊδεάτες του, για να πετύχουν την ανατροπή ενός καθεστώτος; Δεν νομίζω. Τα ιδανικά είναι πλέον καθαρά υλικά. Από εκεί ξεκινάνε και καταλήγουν όλα -οπότε και η πολιτική και οι πολιτικοί.

«Η λέξη δάσκαλος είναι μια λέξη που μ’ ενοχλεί. Είμαι απ’ τους ανθρώπους που, κακώς μάλλον, δεν πιστεύουν στην έννοια δάσκαλος».

Τι σας ώθησε να φτιάξετε το θέατρο Αμόρε;

Πάντα οι σημαντικές κινήσεις στη ζωή μας δεν γίνονται μόνον για υψιπετείς λόγους, γίνονται και για εγωιστικούς ή προσωπικής ανάγκης. Εγώ ήμουν σε μια φάση τότε που κάπως είχα φτάσει στο σημείο να μη βρίσκω ευχαρίστηση σε δουλειές που έκανα στα κρατικά θέατρα, στην Ελλάδα, στο εξωτερικό. Ήθελα να ελέγχω τα μέσα παραγωγής των παραστάσεων -πενιχρά, αλλά να τα ελέγχω. Να μην υπάρχουν άλλοι που ν’ αποφασίζουν για μένα. Και ταυτόχρονα να δώσω αυτό που εγώ θα εξασφάλιζα για τον εαυτό μου και σ’ άλλους συναδέλφους μου. Αυτό ήταν η πρώτη μου ώθηση. Μετά, η ευγενής φιλοδοξία ήταν ν’ ανοίξω ίσως κάποιες πόρτες στην Ελλάδα που δεν υπήρχαν μέχρι τότε, όπως τις είχα γνωρίσει στο εξωτερικό ή τις είχα φαντασιωθεί.

Είχατε την αίσθηση ότι θ’ αφήσει αποτύπωμα;

Κρυφά, βαθιά, μέσα μου, μπορεί να είχα αυτή την φιλοδοξία, αυτή την ευχή, αλλά το κρατούσα για τον εαυτό μου. Πίστευα ότι λίγο-λίγο θα μπορούσαμε να φτάσουμε εκεί που φτάσαμε. Και είμαι ευγνώμων στη ζωή και στους ανθρώπους που πλαισίωσαν το Αμόρε. Χωρίς αυτούς δεν θα μπορούσε να υπάρξει -και το εννοώ. Εντάξει εγώ ήμουν ο εμπνευστής, αλλά ποιοι το έζησαν, το βίωσαν, το μεταλαμπάδευσαν στον κόσμο. Και το βλέπω το αποτύπωμα σήμερα. Αυτό που μου λείπει είναι ότι δεν υπάρχει η έμπνευση εκείνης της στιγμής, η ανάγκη να γίνει ξανά κάτι, κάτι ρηξικέλευθο.

Οπότε κάνετε παραστάσεις;

Ναι, για κάποιο διάστημα. Τώρα τελευταία αρχίζω ν’ αναρωτιέμαι αν αυτό με ικανοποιεί, όσο καιρό υπάρχω ακόμα κι έχω τη δυνατότητα να δημιουργώ και να είμαι υγιής. Ίσως κάποια στιγμή ν’ αφήσω τον εαυτό μου να σκεφτεί την πιθανότητα ν’ αποτολμήσω κάτι που δεν ξέρω τι θα είναι, αλλά που θα ’ναι λίγο πιο μεγάλο απ’ αυτό το αποσπασματικό που συμβαίνει τώρα.

Εχετε κάνει δύο θητείες στο Εθνικό. Ανάθεση ή διαγωνισμός για τ0ν καλλιτεχνικό διευθυντή;

Κακώς η θητεία είναι τρία χρόνια, θα ’πρεπε να είναι τέσσερα με πέντε το λιγότερο. Εγώ το ’χω ζήσει δύο φορές ή μάλλον παραπάνω, διότι εν μέσω της μιας θητείας υπήρχε πρόβλημα με την αλλαγή κομμάτων-υπουργών. Την τελευταία φορά είπα «ως εδώ, φεύγω». Όσο για το ανάθεση ή διαγωνισμός, όσο κι αν θέλω να φανώ αρεστός και δημοκρατικός, πιστεύω ότι και τα δύο συστήματα θα μπορούσαν να παράξουν θετικά αποτελέσματα. Αρκεί να γίνουν με τον σωστό τρόπο, χωρίς σπασμωδικές κινήσεις και κυρίως χωρίς να υπάρχει αυτή η οποιαδήποτε υπόνοια ότι μπορεί κάπως να ’ναι λίγο σημαδεμένα τα χαρτιά. Μιλάμε για τον διορισμό σε μια θέση που είναι ταυτόχρονα καλλιτεχνική και πολιτική, ως δημόσιος φορέας, διαχειρίζεται δημόσιο χρήμα. Δια του «στόματός» του περνάνε πράγματα προς τον κόσμο -αυτό είναι το βασικότερο.

Στην πραγματικότητα αυτό που συνέβη ήταν ότι ελήφθη μια απόφαση για να μην έχει ευθύνη ο/η υπουργός. Δεν ήταν μια άποψη ζωής για το πώς πρέπει να διαχειρίζεται κανείς τα πράγματα σ’ έναν δημόσιο φορέα.

*Κεντρική φωτό: Δημήτρης Καπάνταης

Αγοράστε εισιτήρια για όλες τις κορυφαίες εκδηλώσεις από το inTickets.