Λέγεται και γράφεται συχνά ότι οι προεδρικές εκλογές που θα πραγματοποιηθούν την Τρίτη στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι από τις πιο αμφίρροπες στην ιστορία της χώρας. Αβέβαιο ήταν μέχρι την τελευταία στιγμή το αποτέλεσμα και των προηγούμενων εκλογών , σε τέτοιο βαθμό, που ο Ντόναλντ Τραμπ δεν παραδέχθηκε – και εξακολουθεί να μην παραδέχεται – την ήττα του από τον Τζο Μπάιντεν καλλιεργώντας ένα ακραία διχαστικό κλίμα. Υπήρξαν πάντως και άλλες εκλογικές αναμετρήσεις στις ΗΠΑ όπου το αποτέλεσμα κρίθηκε οριακά.

Στις εκλογές του 2000, η Αμερική και ο πλανήτης παρακολουθούσαν με αγωνία την καταμέτρηση των ψήφων στην πολιτεία της Φλόριντα και τη βροχή από νομικές προσφυγές μέχρι που το Ανώτατο Δικαστήριο έβαλε τέλος στη διαδικασία, πέντε εβδομάδες μετά τις εκλογές, δίνοντας τη νίκη στον Ρεπουμπλικανό Τζορτζ Μπους τον νεότερο. Μετά από τρεις καταμετρήσεις και με διαφορά 517 ψήφων ο Μπους κέρδισε τον Δημοκρατικό Αλ Γκόρ στη Φλόριντα, εξασφάλισε τους 25 πολύτιμους εκλέκτορες της πολιτείας και ξεπέρασε στο νήμα τον Αλ Γκορ με 271 εκλέκτορες έναντι 266. Σε πανεθνικό επίπεδο ο Αλ Γκορ βγήκε πρώτος με διαφορά μισό εκατομμύριο ψήφους αλλά το εκλογικό σύστημα λειτούργησε υπέρ του Μπους.

Αμφίρροπη ήταν επίσης η αναμέτρηση το 1960 ανάμεσα στον Δημοκρατικό Τζον Κένεντι και τον Ρεπουμπλικανό Ρίτσαρντ Νίξον. Μετά από τα συνέδρια των κομμάτων ο Νίξον είχε προβάδισμα σχεδόν 6 μονάδων όμως ο Κένεντι ροκάνισε τη διαφορά κερδίζοντας τις εντυπώσεις στις συνολικά 4 τηλεμαχίες (από 26 Σεπτεμβρίου μέχρι 21 Οκτωβρίου) και πήρε κεφάλι 3 μονάδων. Τέσσερις ημέρες πριν από τις εκλογές ο Ρεπουμπλικανός υποψήφιος κατάφερε να μειώσει τη δημοσκοπική διαφορά σε μία μονάδα, αλλά το ρεύμα είχε γυρίσει εναντίον του σε κρίσιμες πολιτείες. Ο Κένεντι νίκησε με διαφορά 112.000 ψήφων (σε σύνολο 68 εκατομμυρίων) ενώ το αντίκρισμα στο κολέγιο των επιτρόπων ήταν πολύ μεγαλύτερο καθώς εξασφάλισε 303 και ο Νίξον 219 εκλέκτορες.

Το 1880 ο Ρεπουμπλικανός Τζέιμς Γκάρφιλντ εξελέγη εικοστός πρόεδρος των ΗΠΑ. Ο Γκάρφιλντ, ο οποίος είχε λάβει το προεδρικό χρίσμα μετά από 35 άκαρπες ψηφοφορίες στο συνέδριο του κόμματός του, επικράτησε του Δημοκρατικού Γουίνφιλντ Χάνκοκ με διαφορά μόλις 1.898 ψήφων (σε σύνολο 8,89 εκατομμυρίων), όμως επικράτησε στο κολέγιο των επιτρόπων με 214 έναντι 155. Η θητεία του ήταν βραχύβια, δολοφονήθηκε τέσσερις μήνες μετά την ανάληψη των προεδρικών καθηκόντων.

Τέσσερα χρόνια νωρίτερα, στις εκλογές του 1876, καθώς η Αμερική προσπαθούσε ακόμα να επουλώσει τις πληγές του εμφυλίου πολέμου μεταξύ Βορείων και Νοτίων, ο Ρεπουμπλικανός Ράδερφορντ Χέιζ αναδείχθηκε πρόεδρος μετά από πολιτικό παζάρι, μέσα σε εξαιρετικά τεταμένο κλίμα, με εκφοβισμούς ψηφοφόρων και παρατυπίες στην καταμέτρηση. Στην πρώτη καταμέτρηση των εκλεκτορικών ψήφων ο Δημοκρατικός Σάμιουελ Τίλντον (που κέρδισε τη λαϊκή ψήφο με διαφορά 250.000 ψηφοδελτίων σε σύνολο 8,3 εκατομμυρίων) είχε 184 εκλέκτορες και ο Χέιζ 165 ενώ αμφισβητούνταν άλλοι 20 εκλέκτορες από τέσσερις πολιτείες (Φλόριντα, Λουϊζιάνα, Νότια Καρολίνα και Όρεγκον). Το Κογκρέσο όρισε ειδική επιτροπή που εξέτασε τις καταγγελίες και αποφάσισε να δοθούν στον Χέιζ και οι 20 έδρες, χαρίζοντάς του την εκλογή στην προεδρία με μία εκλεκτορική ψήφο. Ως αποτέλεσμα αυτού του πολιτικού συμβιβασμού ο Χέιζ συμφώνησε να μπει τέλος στην πολιτική ανοικοδόμησης και ένταξης των πολιτειών του Νότου στις ΗΠΑ, με αποτέλεσμα να συνεχιστεί επί δεκαετίες το καθεστώς των φυλετικών διακρίσεων στον αμερικανικό νότο.